Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Βασίλης Βιλιἀρδος

ΕΛΛΑΔΑ όπως IΣΛΑΝΔΙΑ;


icelandΠως μία χώρα, με πολύ μεγαλύτερα χρέη από την Ελλάδα, η οποία όμως δεν υποχρεώθηκε στο ρόλο του Δούρειου Ίππου για την εισβολή στη Ευρωζώνη, ούτε του πειραματόζωου της Γερμανίας, κατάφερε να ξεφύγει από τη χρεοκοπία και να επιστρέψει στις αγορές - η πτώχευση
Η νέα πρωθυπουργός επιθυμούσε να προωθήσει γρήγορα τη σύμβαση με τη Μ. Βρετανία και με την Ολλανδία. Έτσι, έφερε βιαστικά τη συμφωνία στη Βουλή, όπου τελικά εγκρίθηκε με 33 ψήφους υπέρ και 30 κατά, με την αιτιολογία ότι «το κράτος έχει συνέχεια, οπότε πρέπει να τηρούνται οι προηγούμενες δεσμεύσεις».
Εν τούτοις, οι Πολίτες της χώρας είχαν εντελώς διαφορετική άποψη – με αποτέλεσμα να διαδηλώνουν συνεχώς εναντίον της συμφωνίας. Παράλληλα, 56.000 Ισλανδοί (το 23% των συνολικών ψηφοφόρων της χώρας), κατέθεσαν έγγραφη διαμαρτυρία στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, απαιτώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος αποδέχθηκε την επιθυμία των Πολιτών, αρνούμενος να υπογράψει το νόμο που είχε ψηφισθεί από τη Βουλή.
Όπως φάνηκε λοιπόν, παρά το ότι σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην οποία η εκτελεστική εξουσία είναι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, ενώ η νομοθετική το κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αυτός που τελικά επικυρώνει τις αποφάσεις όλων των υπολοίπων. Επομένως, η εξουσία που απορρέει από τη θέση του δεν είναι τόσο περιορισμένη, όσο μας παρουσιάζεται – γεγονός που σημαίνει πως οι ευθύνες του είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, από αυτές όλων των υπολοίπων (ιδιαίτερα εάν τυχόν υπογράφει μνημόνια υποτέλειας, εις βάρος της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας του και των συνταγματικών δικαιωμάτων των Πολιτών της)”.  
Ανάλυση
Η κάθε χώρα έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά – συνήθως δε είναι τα μέσα, με τη βοήθεια των οποίων οι Πολίτες της αντιμετωπίζουν την καταστροφή, τον πόνο και την οδύνη. Μεταξύ όλων, το σημαντικότερο είναι ίσως η πίστη απέναντι σε κάτι – απέναντι στο Θεό, στο κράτος ή σε οποιαδήποτε άλλη έννοια και θεσμό. Για παράδειγμα, οι Αμερικανοίπιστεύουν στο όνειρο της επιτυχίας (American dream) – οπότε υποφέρουν αδιαμαρτύρητα μέχρι να τα καταφέρουν, ενώ δημιούργησαν ένα κράτος και δόμησαν μία κοινωνία, με αποκλειστικό στόχο την υλική ευτυχία. Ακριβώς για το λόγο αυτό θεοποιήθηκε ουσιαστικά ο πλούτος, άνθησε ο νεοφιλελευθερισμός και «μεγαλούργησαν» τα παιδιά του Σικάγου, εις βάρος του κοινωνικού κράτους προνοίας.
Αντίθετα, οι Γερμανοί πιστεύουν σε ένα ηγεμονικό κράτος στρατόπεδο, ενώ δεν έχουν στόχο την ευτυχία, αλλά τη λιγότερη δυνατή δυστυχία – θέτοντας έτσι τις βάσεις του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, το οποίο όμως είναι παράλληλα αστυνομικό (η ελευθερία και η ασφάλεια είναι αντικρουόμενες έννοιες). Στα πλαίσια αυτά, επιλέγεται σκόπιμα η χαμηλή αμοιβή από την ανεργία, «τιμωρείται» ουσιαστικά ο υπερβολικός πλούτος, η χώρα τοποθετείται πάνω από όλα, ενώ απαιτείται από τους Πολίτες πειθαρχία - καθώς επίσης απόλυτη συμμόρφωση με τους αυστηρούς κανόνες του κράτους.
Συνεχίζοντας, οι Έλληνες δυστυχώς δεν πιστεύουν σε τίποτα άλλο, εκτός από τον ίδιο τους τον εαυτό – οπότε δεν εκτιμούν το κράτος τους και δεν σέβονται τους Θεσμούς ή τους κοινωνικούς και λοιπούς κανόνες συμβίωσης, με τα γνωστά μας αποτελέσματα. Η αυτοπροβολή υπερέχει της ευτυχίας, ενώ ο φθόνος αποτελεί φυσικό επακόλουθο – αφού, θεωρώντας ο καθένας πως είναι ίσος, εάν όχι καλύτερος από όλους τους άλλους, δεν αποδέχεται την επιτυχία του διπλανού (ισχυριζόμενος συνήθως πως η επιτυχία «των άλλων» προέρχεται από την τύχη, από τη διαφθορά, από τη διαπλοκή κλπ.).
Όπως φαίνεται, η πίστη των Ελλήνων στην ελευθερία αποτελεί παρελθόν – κρίνοντας τουλάχιστον από την πολιτική ηγεσία, η οποία αποδέχθηκε πως ψήφισε το εγκληματικό μνημόνιο υποτέλειαςεπειδή η εξ αυτού καταστροφή θα είναι μικρότερη (ανάλογα θα είχε συμπεριφερθεί η Ελληνική ηγεσία στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, εάν επέλεγε την ελεύθερη εισβολή των Γερμανών, αντί της αντίστασης – αφού η πρώτη επιλογή θα ήταν φυσικά λιγότερο καταστροφική). Προφανώς λοιπόν η αρετή και η τόλμη των Ελλήνων, βασικές προϋποθέσεις της διατήρησης της ελευθερίας, δεν κυριαρχούν πια – έχοντας πιθανότατα «απωθηθεί» από την καλοπέραση των τελευταίων δεκαετιών. 
Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, οι Ισλανδοί πιστεύουν στην αυτοδιάθεση και στη συλλογικότητα, η οποία όμως δεν είναι εις βάρος της ατομικότητας – έχοντας εξελίξει την Άμεση Δημοκρατία (την ενεργό συμμετοχή δηλαδή των Πολιτών ενός κράτους στις κρίσιμες αποφάσεις, μέσω των δημοψηφισμάτων), σε βασικό πολιτικό όργανο της χώρας τους (η οποία ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα μ.Χ. από Νορβηγούς εποίκους, ενώ διοικείται από το αρχαιότερο ενεργό ακόμη κοινοβούλιο του πλανήτη, τοAlthing, το οποίο ανάγεται στο 930 μ.Χ.).
Στα πλαίσια αυτά, η επιλογή της χρεοκοπίας των τραπεζών εκ μέρους τους ανεξαρτήτως κόστους, η αντίσταση των υπερήφανων, κελτικής καταγωγής Ισλανδών καλύτερα απέναντι στους διεθνείς τοκογλύφους, οι οποίοι απαιτούσαν την ανάληψη των χρεών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από τους Πολίτες, ήταν μάλλον αναμενόμενη.
Σε γενικές γραμμές δε, διαπραγματεύθηκαν την κρίση δανεισμού της χώρας τους (οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι ντροπή για κανέναν, αφού όλα σχεδόν τα κράτη έχουν αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, πολλές φορές στην Ιστορία τους), με κριτήριο το πώς θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις που θα αναλάμβαναν – γνωρίζοντας ότι, μία επιτυχημένη διαπραγμάτευση εξαρτάται από το εάν το χρέος γίνεται βιώσιμοενώ μόνο αυτό εκτιμάται από τις αγορές.
Δεν υπέκυψαν λοιπόν στις απαιτήσεις των δανειστών τους, όπως η Ελλάδα, η οποία δυστυχώς επέλεξε μία διαγραφή χρέους που συνεχίζει να μην αποτελεί βιώσιμη λύση και δεν την προστατεύει από την απόλυτη χρεοκοπία (αντί της έντιμης επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής με χαμηλά επιτόκια και με εφικτές δόσεις, χωρίς καμία διαγραφή) - ενώ θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία των Πολιτών της (εθνική κυριαρχία), χωρίς κανένα απολύτως αντίκρισμα.           
ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Λίγο μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, τον Οκτώβριο του 2008, το 85% του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ισλανδίας κατέρρευσε – με αποτέλεσμα να αλλάξουν τα πάντα στη χώρα, μέσα σε λίγες μόνο ημέρες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι τρεις μεγάλες τράπεζες, οι οποίες τελικά χρεοκόπησαν (Kaupthing BankLandsbankiGlitnir Bank), είχαν αποκτήσει τοδεκαπλάσιο μέγεθος του ΑΕΠ της Ισλανδίας, παρά το ότι είχαν ιδιωτικοποιηθεί μόλις το 2002 – ενώ μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχαν εξαγοράσει, με τη βοήθεια της άμετρης μόχλευσης, πολυάριθμες επιχειρήσεις στη Σκανδιναβία, στις Η.Π.Α. και στη Μ. Βρετανία. 
Σε αντίθεση τώρα με πολλές άλλες χώρες (Ιρλανδία, Γερμανία, Ισπανία κλπ.), οι κυβερνήσεις των οποίων επέλεξαν τη διάσωση των χρεοκοπημένων τραπεζών τους (θύματα της μεγαλύτερης ληστείας όλων των εποχών, εκ μέρους των Η.Π.Α.), με τα χρήματα των Πολιτών τους, οι Ισλανδοί αποφάσισαν να αφήσουν τις τράπεζες να πτωχεύσουν – με αποτέλεσμα να χάσουν τα χρήματα τους γερμανικές, γαλλικές και βρετανικές τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και ιδιώτες (οι οποίοι είχαν καταθέσει χρήματα, λόγω των υψηλών επιτοκίων).
Στους χαμένους ανήκαν και οι Πολίτες της Ισλανδίας, οι οποίοι είχαν εμπιστευθεί τις αποταμιεύσεις τους στις τρεις μεγάλες τράπεζες. Δόθηκαν μόλις 20.887 € ανά καταθέτη, όσο ουσιαστικά ήταν η εγγύηση εκ μέρους του κράτους, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία ίσχυε και στην Ισλανδία – αφού, παρά το ότι η χώρα δεν είναι μέλος της Ευρωζώνης, ανήκει στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο, οπότε είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει τους κανόνες και τις συνθήκες της ΕΕ.
Ένα μεγάλο μέρος των ιδιωτικών αποταμιεύσεων λοιπόν χάθηκε, η ανεργία διευρύνθηκε επικίνδυνα, οι τιμές των προϊόντων πρώτης ανάγκης έγιναν απρόσιτες, ενώ οι κοινωνικές υπηρεσίες (παιδεία, υγεία κλπ.) έπαψαν στην κυριολεξία να υπάρχουν.
Οι δείκτες του χρηματιστηρίου κατέρρευσαν, εμφανίζοντας μεγαλύτερη πτώση από αυτούς του αμερικανικού κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1930, ενώ η ιδιωτική ζήτηση περιορίσθηκε, μεταξύ των ετών 2007 και 2010, κατά 25%. Το εθνικό νόμισμα της χώρας, η ισλανδική κορώνα, υποτιμήθηκε κατά 50% σε σχέση με το Ευρώ, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού ανήλθε στο 13,5% (2008).
Το συνολικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε στο 130% του ΑΕΠ (ύψους 12,14 δις $ το 2009), με αποτέλεσμα 8.000 Ισλανδοί (320.000 συνολικός πληθυσμός) να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, αναζητώντας εργασία στο εξωτερικό. Οι μετανάστες αυτοί αποτελούσαν το 2,5% των κατοίκων της χώρας – γεγονός που σημαίνει ότι, σε μία ανάλογη διαδικασία, οι Έλληνες μετανάστες θα έφθαναν στους 275.000 περίπου.
ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Στην περίπτωση των τραπεζών, φάνηκαν καθαρά τα μεγάλα ελαττώματα και οι παραλείψεις της χρηματοπιστωτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού τα εγγυητικά κεφάλαια για τις καταθέσεις των ιδιωτών, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή οδηγία, ήταν μόλις 47 εκ. € - ένα αστείο ποσόν, σε σχέση με τις δραστηριότητες των τραπεζών της χώρας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αφού αντιστοιχούσε μόλις το 1% των μέσων τραπεζικών καταθέσεων (4,7 δις €). Δηλαδή τακεφάλαια, τα οποία όφειλαν να διατηρούν οι τράπεζες ως εγγύηση για τις αποταμιεύσεις των πελατών τους, ήταν μόλις το 1% των καταθέσεων, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία - η οποία, όπως φαίνεται, προβλέπει την κατάρρευση μίας μόνο τράπεζας κάποιας χώρας και όχι του συνόλου του τραπεζικού συστήματος.  
Ορισμένες όμως Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Μ. Βρετανία και η Ολλανδία, επειδή είχαν διαπιστώσει πως τα εγγυητικά κεφάλαια για τις καταθέσεις των Πολιτών τους ήταν πολύ χαμηλά, τα είχαν αυξήσει. Και στις δύο αυτές χώρες δραστηριοποιούταν η Ισλανδική Landsbanki, μέσω της διαδικτυακής θυγατρικής της IcesaveΗ τράπεζα αυτή, λόγω του ότι προσέφερε ασυναγώνιστα επιτόκια στους πελάτες της, είχε καταφέρει να προσελκύσει 300.000 Βρετανούς καταθέτες και περισσότερους από 125.000 Ολλανδούς. Όταν λοιπόν χρεοκόπησε, οι κυβερνήσεις της Μ. Βρετανίας και της Ολλανδίας υποχρεώθηκαν να αποζημιώσουν τους Πολίτες τους, στο ύψος των εγγυήσεων, τις οποίες οι ίδιες είχαν θεσπίσει – με αποτέλεσμα να απαιτήσουν στη συνέχεια τα χρήματα αυτά από την Ισλανδία. 
Στην αρχή του 2009 ξεκίνησαν λοιπόν οι διαπραγματεύσεις της Ισλανδίας, με τη Βρετανία και την Ολλανδία – αν και πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει ως τέτοιες, αφού ουσιαστικά επρόκειτο για εντολές των δύο Ευρωπαϊκών χωρών. Κατ’ επακόλουθο, η τελική συμφωνία ήταν εντελώς ασύμφορη για την Ισλανδία, αφού η Μ. Βρετανία απαίτησε αποζημίωση ύψους 2,4 δις στερλίνες, ενώ η Ολλανδία 1,3 δις € - ποσά που ουσιαστικά αντιστοιχούσαν στο 31% του ΑΕΠ της χώρας (για παράδειγμα, στην Ελλάδα οι αποζημιώσεις αυτές θα ήταν, συγκριτικά, 68 δις € περίπου). Για κάθε ΙσλανδόΠολίτη το ποσόν αυτό θα σήμαινε μία επιβάρυνση της τάξης των 11.000 €, συν τόκους 5,55% από την 1η Ιανουαρίου του 2009 – ένα επιτόκιο υψηλότερο από αυτό που πλήρωναν οι δύο «αντίδικες» χώρες για τα δάνεια τους.
Όπως φάνηκε λοιπόν, τόσο η Ολλανδία, όσο και η Μ. Βρετανία, δεν ήθελαν μόνο να εξοφληθούν οι απαιτήσεις τους αλλά και να κερδίσουν επί πλέον - χρεώνοντας με τοκογλυφικά επιτόκια την Ισλανδία (κάτι ανάλογο συνέβη με τα δάνεια των χωρών της Ευρωζώνης προς την Ελλάδα, το 2010). Ο μοναδικός συμβιβασμός τους με την Ισλανδία ήταν η καθυστέρηση της πληρωμής (περίοδος χάριτος) τόκων και χρεολυσίων έως το 2016 – ενώ έως το 2024 όφειλαν να αποπληρωθούν όλοι οι τόκοι και τα χρεολύσια.      
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΜΟΦΗΦΙΣΜΑ
Η συμφωνία είχε αποφασισθεί από την κυβέρνηση, η οποία είχε εκλεγεί τον Απρίλιο του 2009 – μία κυβέρνηση συνεργασίας των Σοσιαλδημοκρατών και του Αριστερού-Πράσινου κινήματος, η οποία ισχυριζόταν ότι όφειλε να σεβαστεί τις υποσχέσεις του προηγούμενου συντηρητικού πρωθυπουργού, από το Φθινόπωρο του 2008 (είχε εγγυηθεί την πλήρη εξόφληση των οφειλών των τραπεζών). Η νέα πρωθυπουργός επιθυμούσε να προωθήσει γρήγορα τη σύμβαση με τη Μ. Βρετανία και με την Ολλανδία, επειδή δεν ήθελε να δυσκολέψει τις συζητήσεις για την είσοδο της χώρας της στην Ευρωζώνη. Έτσι, έφερε βιαστικά τη συμφωνία στη Βουλή, όπου τελικά εγκρίθηκε με 33 ψήφους υπέρ και 30 κατά, με την αιτιολογία ότι «το κράτος έχει συνέχεια, οπότε πρέπει να τηρούνται οι προηγούμενες δεσμεύσεις».  
Εν τούτοις, οι Πολίτες της χώρας είχαν εντελώς διαφορετική άποψη – με αποτέλεσμα να διαδηλώνουν συνεχώς εναντίον της συμφωνίας. Παράλληλα, 56.000 Ισλανδοί (το 23% των συνολικών ψηφοφόρων της χώρας), κατέθεσαν έγγραφη διαμαρτυρία στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, απαιτώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος αποδέχθηκε την επιθυμία των Πολιτών, αρνούμενος να υπογράψει το νόμο που είχε ψηφισθεί από τη Βουλή – διευκολύνοντας έτσι τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, για πρώτη φορά μετά το 1944, όπου είχε επιτευχθεί η ανεξαρτησία της Ισλανδίας. 
Όπως φάνηκε λοιπόν, παρά το ότι σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην οποία η εκτελεστική εξουσία είναι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, ενώ η νομοθετική το κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αυτός που τελικά επικυρώνει τις αποφάσεις όλων των υπολοίπων. Επομένως, η εξουσία που απορρέει από τη θέση του δεν είναι τόσο περιορισμένη, όσο μας παρουσιάζεται – γεγονός που σημαίνει πως οι ευθύνες του είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, από αυτές όλων των υπολοίπων(ιδιαίτερα εάν τυχόν υπογράφει μνημόνια υποτέλειας, εις βάρος της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας του και των συνταγματικών δικαιωμάτων των Πολιτών της).   
Συνεχίζοντας, το απρόσμενο αυτό γεγονός σήμανε αμέσως συναγερμό στα οχυρά του διεθνούς τοκογλυφικού κεφαλαίουΑπλά και μόνο η είδηση ότι, οι φορολογούμενοι μίας χώρας θα επιτρεπόταν να αποφασίζουν μόνοι τους, εάν και κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα αναλάμβαναν τα χρέη του κράτους τους, δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στις παγκόσμιες χρηματαγορές. Φυσικά, οι εταιρείες αξιολόγησης υποτίμησαν αμέσως την πιστοληπτική ικανότητα της Ισλανδίας – ενώ η κυβέρνηση συνεργασίας τάχθηκε υπέρ της συμφωνίας, με στόχο να επηρεάσει την απόφαση του δημοψηφίσματος.
Αντίθετα, η συντηρητική αντιπολίτευση τοποθετήθηκε εναντίον της συμφωνίας, συνεπικουρούμενη από κάποια διατεταγμένα ΜΜΕ – θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να πείσει ότι, τα δύο αριστερά κόμματα ήταν ανίκανα να κυβερνήσουν(ελπίζοντας ίσως ότι το «Όχι» θα απομόνωνε την Ισλανδία από τη διεθνή κοινότητα, οπότε θα προκαλούσε την κατάρρευση της κυβέρνησης). Όπως θα δούμε δε στη συνέχεια, η αντιπολίτευση τάχθηκε υπέρ της δεύτερης συμφωνίας – γεγονός που μας θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τη χώρα μας και τα άθλια «παιχνίδια εξουσίας» της δικής μας πολιτικής.  
Εν τούτοις, οι ελεύθεροι Πολίτες της Ισλανδίας δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τα πολιτικά παιχνίδια των κομμάτων –ψηφίζοντας «ΟΧΙ» επειδή πίστευαν εύλογα ότι, η αντιμετώπιση της χώρας τους από τους δανειστές της ήταν εντελώς άδικη. Έτσι λοιπόν, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος (06.03.2010) ήταν σε συντριπτικό βαθμό (93,2%) εναντίον της συμφωνίας – ενώ μόλις το 1,8% ήταν υπέρ. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τη Μ. Βρετανία και την Ολλανδία να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων – αφού δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να μην σεβαστούν την επιθυμία των Πολιτών της Ισλανδίας, μετά από μία τόσο εντυπωσιακή πλειοψηφία.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Η νέα συμφωνία με τους «δανειστές», η οποία επιτεύχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν αρκετά πιο συμφέρουσα από την πρώτη – αφού η αποπληρωμή θα ξεκινούσε το 2016, ενώ τα ποσά των τοκοχρεολυσίων δεν θα ξεπερνούσαν ποτέ το 5% των δημοσίων εσόδων της Ισλανδίας (για σύγκριση, στην Ελλάδα μόνο οι τόκοι αντιστοιχούν στο 30% περίπου των δημοσίων εσόδων). Ο χρόνος αποπληρωμής επιμηκύνθηκε έως το έτος 2046 (από το 2023 της προηγούμενης), ενώ το επιτόκιο μειώθηκε στο 3% (τυχόν περαιτέρω συγκρίσεις με την Ελλάδα, όπου, για παράδειγμα, τα ετήσια τοκοχρεολύσια δεν θα ξεπερνούσαν τα 3 δις €, θα ήταν εξαιρετικά απογοητευτική για την πολιτική ηγεσία και τις διαπραγματευτικές της «ικανότητες»).  
Αυτή τη φορά η Βουλή, η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση κυρίως,  αποφάσισε με μεγάλη πλειοψηφία υπέρ της συμφωνίας. Εν τούτοις, επειδή ο έντιμος Πρόεδρος της Δημοκρατίας αρνήθηκε ξανά να την επικυρώσει, δεν υπέγραψε δηλαδή τον ανάλογο νόμο, διενεργήθηκε ένα νέο δημοψήφισμα – στο οποίο το 59,77% ψήφισε ξανά αρνητικά (ΟΧΙ), ενώ το 40,22% θετικά, με την  κυβέρνηση να θεωρεί το αποτέλεσμα ως δική της ήττα.
Μετά το δεύτερο «ΟΧΙ» των Ισλανδών, τόσο οι Βρετανοί, όσο και οι Ολλανδοί αρνήθηκαν να διαπραγματευθούν ξανά –ανακοινώνοντας ότι θα ακολουθήσουν πλέον τη δικαστική οδό, μέσω του αρμόδιου Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (EFTA) του Λουξεμβούργου. Η Ισλανδία, μαζί με το Λιχτενστάιν, τη Νορβηγία και την Ελβετία, είναι ένα από τα εναπομείναντα κράτη-μέλη της EFTA, η οποία είχε ιδρυθεί το 1960 ως το «αντίπαλο δέος» της ΕΕ (κάποτε ανήκαν επίσης η Δανία, η Φιλανδία, η Αυστρία, η Σουηδία και η Μ. Βρετανία).
Η επιτροπή ελέγχου της EFTA, η οποία έχει έδρα τις Βρυξέλες, τοποθετήθηκε υπέρ της Μ. Βρετανίας και της Ολλανδίας, απαιτώντας από την Ισλανδία να πληρώσει τα χρέη της τράπεζας της (Icesave), απέναντι στους πελάτες της στις δύο χώρες – όπου όμως το Κοινοβούλιο της Ισλανδίας απάντησε ότι, δεν είχε σε καμία περίπτωση καταπατήσει τις υποχρεώσεις της χώρας, οι οποίες απέρρεαν από την Ευρωπαϊκή συμφωνία (94/19/EG).
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση της Ισλανδίας δεν είχε ποτέ αρνηθεί να αποζημιώσει τους ξένους ιδιώτες-καταθέτες των χρεοκοπημένων τραπεζών της, για τη ζημία που τους προκλήθηκε. Αντίθετα, οι απαιτήσεις τους έχουν τοποθετηθεί σε προτεραιότητα, σε σχέση με αυτές των ξένων τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών – ενώ για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθεί η περιουσία της πτωχευμένης Landsbanki, η οποία υπολογίζεται στα 594 δις κορώνες.
Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Το πλέον σημαντικό όπλο της Ισλανδίας, σε σχέση με την, επιτυχή όπως φαίνεται σήμερα, καταπολέμηση της τραπεζικής κρίσης, ήταν αναμφίβολα η ύπαρξη εθνικού νομίσματος. Η υποτίμηση της κορώνας κατά 50% απέναντι στο Ευρώ, ακρίβυνε κατά πολύ τις εισαγωγές, ενώ δημιούργησε δυσκολίες στις ξένες εταιρείες. 
Αρκετές πολυεθνικές, όπως για παράδειγμα η McDonalds, εγκατέλειψαν τη χώρα – γεγονός φυσικά εξαιρετικά θετικό για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και για τα έσοδα του κράτους, αφού η φοροαποφυγή των πολυεθνικών αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους «ιούς» του συστήματος (ειδικά των μικρότερων κρατών της Ευρωζώνης, οι επιχειρήσεις των οποίων δεν έχουν τη δυνατότητα να επεκταθούν στις άλλες χώρες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντισταθμιστεί η φοροαποφυγή των πολυεθνικών, καθώς επίσης η εξαγωγή των κερδών στα κράτη που έχουν την έδρα τους – μέσω του γνωστού μας transferpricing).   
Οι ακριβές τιμές των εισαγομένων προϊόντων συνέβαλλαν φυσικά στην ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας, όπως επίσης στην αύξηση των εξαγωγών και του τουρισμού – λειτουργώντας ακριβώς όπως στα «οικονομικά εγχειρίδια». Έτσι, παρά το ότι η μείωση του ΑΕΠ ήταν της τάξης του -6,8% το 2009, το 2010 περιορίσθηκε στο -1,1%, ενώ το 2011 ακολούθησε η ανάπτυξη (περί το 2,3%).
Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού μειώθηκε στο 9,3% το 2009 (από 13,5% το 2008), στο 5,7% το 2010 και στο 2,9% το 2011. Φυσικά σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η Ισλανδία ήταν ανέκαθεν πλούσια, όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Κατάταξη διεθνώς, κατά κεφαλήν ΑΕΠ και σε δολάρια
Κατάταξη
Χώρα
ΑΕΠ κατά κεφαλή
21
Ισλανδία
43.226
19
Γερμανία
44.556
22
Μ. Βρετανία
39.606
24
Ιταλία
37.046
30
Ελλάδα
27.875
ΠηγήΔΝΤ, προβλέψεις 2011
ΠίνακαςΒ. Βιλιάρδος
Τρία χρόνια αργότερα, παρά το ότι η χώρα δανείσθηκε από το ΔΝΤ (χωρίς όμως να εφαρμόσει την υφεσιακή πολιτική του, έτσι όπως αυτή ασκείται στην Ελλάδα), η κρίση αποτελεί παρελθόν.
Δυστυχώς για όλους μας η Ελλάδα, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, καθώς επίσης όλα τα άλλα «θύματα» που θα ακολουθήσουν, δεν έχει την πολυτέλεια του εθνικού νομίσματος – ενώ τυχόν μονομερής επιστροφή της, ειδικά μετά την ψήφιση του δευτέρου μνημονίου υποτέλειας, θα ήταν εξαιρετικά επώδυνη (για λόγους που έχουμε αναλύσει επαρκώς, σε αρκετά άρθρα μας, χωρίς φυσικά να διεκδικούμε το αλάνθαστο).
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΝΤ
Ο γνωστός μας υπεύθυνος του ταμείου ταξίδεψε στην Ισλανδία τον Οκτώβριο του 2008, με σκοπό να βοηθήσει τη χώρα – οι τρεις μεγάλες τράπεζες της οποίας κατέρρεαν, με χρονική απόσταση μίας εβδομάδας η μία από την άλλη. Ευτυχώς για τους Ισλανδούς, η χώρα τους ήταν πάρα πολύ μικρή για να αξίζει η λεηλασία της, ενώ η γεωπολιτική θέση της ήταν επίσης μη σημαντική.
Έτσι λοιπόν η βοήθεια εκ μέρους του ΔΝΤ, το οποίο ενέκρινε πιστώσεις ύψους 2,1 δις $ (17% περίπου του ΑΕΠ της, όπου συγκριτικά για την Ελλάδα θα ήταν περί τα 40 δις €), παράλληλα με τα διακρατικά δάνεια των βορείων χωρών και της Πολωνίας, ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση – αφού δεν επέβαλλε την υφεσιακή πολιτική λιτότητας, η οποία απαιτήθηκε από τη χώρα μας. Το πρόγραμμα τώρα, το οποίο καταρτίσθηκε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα και εφαρμόσθηκε πιστά, στηριζόταν σε τέσσερις βασικούς πυλώνες:
(α)  Συγκροτήθηκε μία ομάδα ικανότατων δικηγόρων, η οποία εξασφάλισε το ότι, οι κρατικοποιημένες τράπεζες δεν θα αναλάμβαναν τα προηγούμενα χρέη τους (η συνολική ζημία των αγορών, από τα χρεοκοπία των τραπεζών της Ισλανδίας, ήταν περίπου 85 δις $. Δηλαδή, 7 φορές περίπου το ΑΕΠ της χώρας - κάτι που θα σήμαινε, κατ’ αναλογία για την Ελλάδα, περί τα 1,6 τρις €).  
(β)  Μία άλλη ομάδα έμπειρων οικονομολόγων, ανέλαβε τη σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος – γεγονός που τελικά επιτεύχθηκε, αν και όχι απόλυτα, μεταξύ άλλων με τη  βοήθεια του ελέγχου των κινήσεων κεφαλαίων. 
(γ)  Εξασφαλίσθηκαν τα απαιτούμενα δανειακά κεφάλαια για τον πρώτο χρόνο – ενώ καθυστέρησαν προγραμματισμένα οι πληρωμές του δημοσίου.
(δ)  Ανακεφαλαιοποιήθηκαν οι τράπεζες, κρατικοποιήθηκαν εν μέρει και διατηρήθηκε σε λειτουργία το χρηματοπιστωτικό σύστημα – αφού χωρίς αυτό θα ήταν αδύνατη η διατήρηση και η ανάπτυξη της πραγματικής Οικονομίας.      
Με τη συγκεκριμένη μέθοδο καταπολεμήθηκε γρήγορα η ύφεση, επανήλθε η ανάπτυξη και δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας – με αποτέλεσμα η ανεργία σήμερα να μην ξεπερνάει το 7%. Η Ισλανδία κατάφερε να επιστρέψει στιςαγορέςτον Ιούνιο του 2011, πουλώντας ομόλογα αξίας 1 δις $ (8% του ΑΕΠ της, σε αναλογία με την Ελλάδα θα ήταν 19 δις €), ο πληθωρισμός έπεσε στο 7%, το δημόσιο χρέος της μειώθηκε στο 100% του ΑΕΠ της, ενώ το χρέος των τραπεζών περιορίσθηκε στο 200% του ΑΕΠ της χώρας.
ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Η Ισλανδική κοινωνία αποφάσισε να διερευνήσει σε βάθος όλα όσα οδήγησαν στην καταστροφική χρεοκοπία των τραπεζών της χώρας. Έτσι λοιπόν το Κοινοβούλιο δημιούργησε μία επιτροπή, η οποία παράδωσε τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας της τον Απρίλιο του 2010. Στην αναφορά αυτή, έκτασης 3.000 σελίδων, ονομάζονταν επακριβώς οι ένοχοιοι τρεις διοικητές της κεντρικής τράπεζας, ο διευθυντής της εποπτικής αρχής του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο πρώην πρωθυπουργός, καθώς επίσης οι υπουργοί Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας.
Ευθύνες όμως καταλογίσθηκαν και στους σοσιαλδημοκράτες, όπως για παράδειγμα στον B.J.Sigurdsson, ο οποίος ήτανυπουργός οικονομικών για δύο χρόνια, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης (στην περίπτωση της Ελλάδας, ο πρώην πρωθυπουργός, ο διοικητής της ΤτΕ, οι υπουργοί οικονομικών κλπ, θα ήταν προφανώς οι αντίστοιχοι ένοχοι – ενώ για τα μνημόνια οι επόμενοι).  
Το Κοινοβούλιο δεν κάλυψε φυσικά τη διαπλοκή της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας, με την Πολιτική και τα ΜΜΕ –γεγονός που είχε συμβάλλει τα μέγιστα στην απορρύθμιση του ισλανδικού τραπεζικού τομέα. Στις αρχές δε του Οκτωβρίου του 2010, αποφάσισε να οδηγήσει τον πρώην πρωθυπουργό κ.Haarde ενώπιον ενός ειδικού δικαστηρίου, θεωρώντας τον ως έναν από τους κυρίους υπαιτίους της τραγωδίας. Για το λόγο αυτό συνεδριάζει ένα ειδικό δικαστήριο, το οποίο ιδρύθηκε το 1905 (Landsdomur), για πρώτη φορά στην Ιστορία του.
Σύμφωνα τώρα με πολλούς αναλυτές, οι Ισλανδοί Πολίτες δεν θα μπορούσαν να αμυνθούν εύκολα απέναντι στις τεράστιες πιέσεις της Μ. Βρετανίας και της Ολλανδίας, εάν η χώρα τους ήταν μέλος της Ευρωζώνης – γεγονός που μάλλον το γνωρίζουν και οι ίδιοι οι Ισλανδοί, αφού τοποθετούνται σε δημοσκοπήσεις εναντίον της εισόδου, με ποσοστό 55,7%(αρνούμενοι, όπως λέγεται, να μεταλλαχθούν σε προτεκτοράτο της Ευρωζώνης).
Η ΙΣΛΑΝΔΙΑ ΣΗΜΕΡΑ
Οι τράπεζες της Ισλανδίας διέγραψαν το 20-25% των δανείων πολλών νοικοκυριών, ποσά τα οποία αντιστοιχούν στο 13% του ΑΕΠ της χώρας, μειώνοντας το βάρος των χρεών για περισσότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Η ενέργεια αυτή αφενός μεν αποζημίωσε τους ασθενέστερους από όσους είχαν απώλειες στις καταθέσεις τους, μετά τη χρεοκοπία των τραπεζών, αφετέρου δε προκάλεσε μία μερική αναδιανομή των εισοδημάτων, προς όφελος της μικρομεσαίας τάξης– κάτι που τελικά «εκβάλλει» στην αύξηση της κατανάλωσης (ΑΕΠ), η οποία συνήθως ελάχιστα επηρεάζεται από τα πολύ πλούσια εισοδηματικά στρώματα.    
Επιπλέον, με απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας, θεωρήθηκαν παράνομα τα δάνεια που ήταν συνδεδεμένα με ξένα νομίσματα - με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται πλέον τα νοικοκυριά να καλύπτουν τις απώλειες (από την υποτίμηση) της ισλανδικής κορόνας. Χωρίς τη διαγραφή του χρέους, οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα λύγιζαν υπό το βάρος των δανείων τους, μετά την εκτόξευση του χρέους στο 240% των εισοδημάτων το 2008.


Η οικονομία της Ισλανδίας θα αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό υψηλότερο από το μέσο όρο των αναπτυγμένων χωρών, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ. Τέλος, οι τιμές των ακινήτων στη χώρα είναι σήμερα μόνο περίπου 3% χαμηλότερες από τις τιμές που ίσχυαν το Σεπτέμβριο του 2008, λίγο πριν από την κρίση (δυστυχώς, στα πλαίσια της πλύσης εγκεφάλου των Ελλήνων από κάποια διατεταγμένα ΜΜΕ, οικονομικός τηλεπαρουσιαστής ισχυρίσθηκε ότι, οι τιμές των κατοικιών στην Ισλανδία είναι κατά 50% χαμηλότερες, από αυτές του 2008!).


Τέλος, ο οίκος Fitch αναβάθμισε πρόσφατα την αξιολόγηση της Ισλανδίας, ενώ δήλωσε ότι «ήταν επιτυχημένη η ανορθόδοξη πολιτική της για την καταπολέμηση της κρίσης». Όπως λέγεται δε, η προσέγγιση της Ισλανδίας για την αντιμετώπιση της κατάρρευσης ήταν να θέτει κάθε φορά τις ανάγκες του πληθυσμού της, επάνω από εκείνες των αγορών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ
Η αναφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κρατών, καθώς επίσης στις διάφορες οικονομικές κρίσεις ανά τον κόσμο, δεν θα είχε μεγάλη σημασία, εάν δεν υπήρχε η πρόθεση να διδαχθεί κανείς από αυτά. Όσον αφορά λοιπόν τις ηγετικές δυνάμεις θα λέγαμε ότι, αποκλειστικός στόχος των Η.Π.Α., όταν αναλαμβάνουν τη διαχείριση κρίσεων με τη βοήθεια του ΔΝΤείναι το κέρδος - καθώς επίσης τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Επομένως, η λεηλασία τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου πλούτου, καθώς επίσης η «κατάταξη» των αδύναμων οικονομιών στις χώρες επιρροής τους. 
Αντίθετα, ο στόχος των βορείων ευρωπαϊκών χωρών είναι η αποφυγή της ζημίας – ειδικά δε της Γερμανίας, επί πλέον η προσάρτηση εδαφών, αφού ανέκαθεν ενδιαφερόταν περισσότερο για εμπράγματα περιουσιακά στοιχεία, παρά για (άχρηστα) χρήματα. Επομένως, προέχει η εξασφάλιση τόσο των τραπεζών τους, όσο και του δημοσίου τους, από τυχόν ζημίες.
Τέλος, από την επιτυχημένη αντιμετώπιση της κρίσης χρέους εκ μέρους της Ισλανδίας συμπεραίνουμε ότι, οι Πολίτες μίας χώρας έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη μοίρα τους – αρκεί να την πάρουν στα δικά τους χέρια. Οι Ισλανδοί πέτυχαν να επιβάλλουν δημοψηφίσματα, με τη συνδρομή του Προέδρου της Δημοκρατίας τους – την οποία κατάφεραν να εξασφαλίσουν με ειρηνικές διαδηλώσεις και με τη μεθοδική συλλογή υπογραφών (ενώ σε κάποιες άλλες χώρες, συνέβαλλε η μαζική αποχή από τους χώρους εργασίας).
Αντίθετα, εμείς οι Έλληνες δεν καταφέραμε δυστυχώς να επιβάλλουμε δημοψηφίσματα, όπως για παράδειγμα σε σχέση με την ανάμιξη του ΔΝΤ στα εσωτερικά της χώρας μας (Μάιος του 2010), με το πρώτο εγκληματικό μνημόνιο (Ιούλιος 2011) και με το δολοφονικό δεύτερο (Φεβρουάριος 2012). Εκτός αυτού, μάλλον επιτρέψαμε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αποφύγει τις μεγάλες ευθύνες του – καθώς επίσης στις «συμμορίες» των διεθνών τοκογλύφων να μας τρομοκρατήσουν, μεταξύ άλλων με τις γνωστές ενέργειες τους κατά τη διάρκεια των μαζικών διαδηλώσεων. Φυσικά δεν πρέπει να υποτιμηθεί η παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων για την κρίση από την Ισλανδική Δικαιοσύνη – ένα «δίδαγμα», το οποίο δεν πρέπει να ξεχασθεί από τους Έλληνες.     
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Ισλανδία, στο ξεκίνημα της κρίσης (2008), είχε δημόσιο χρέος στο 130% του ΑΕΠ και χρέος τραπεζών στο 1.000% του ΑΕΠ – ενώ φυσικά είχε χάσει την πρόσβαση στις αγορές χρηματοδότησης. Τρία χρόνια αργότερα (2011), η χώρα επανήλθε στην ανάπτυξη, μείωσε το δημόσιο χρέος της στο 100% του ΑΕΠ, καθώς επίσης το τραπεζικό στο 200% του ΑΕΠ, ενώ η ανεργία περιορίσθηκε στο 7% και επέστρεψε στις αγορές.
Η Ελλάδα αντίστοιχα, στο ξεκίνημα της κρίσης (2009), είχε δημόσιο χρέος στο 120% του ΑΕΠ, χρέος τραπεζών στο 23% και ανεργία στο 9%. Τρία χρόνια αργότερα, το δημόσιο χρέος έφτασε στο 170%, οι τράπεζες ουσιαστικά χρεοκόπησαν παρά το μηδαμινό χρέος τους, λόγω της κατοχής ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 21%, η ύφεση στο -7% και η Βουλή μετέτρεψε το σύνολο του χρέους σε ενυπόθηκο – παραδίδοντας την εθνική μας κυριαρχία και μετατρέποντας την πατρίδα μας σε προτεκτοράτο των Βρυξελλών.
Μετά τη διαγραφή χρέους (PSI), το νέο δανεισμό για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς επίσης τα ελλείμματα του προϋπολογισμού (2012), το δημόσιο χρέος θα «μειωθεί» στο 155% του ΑΕΠ (άρθρο μας «λογιστικές αλχημείες») –συνεχίζοντας να είναι κατά πολύ υψηλότερο από το 2009 και φυσικά μη βιώσιμο, παρά το ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε εγκληματικά στη χρεοκοπία (χωρίς να ξεχνάμε τις τεράστιες ζημίες των ασφαλιστικών ταμείων, από τη διαγραφή).  
Όπως έχουμε τονίσει δε πολλές φορές, αυτό που έχει σημασία δεν είναι αυτού καθαυτού το ύψος του χρέους, αλλά οι δυνατότητες αποπληρωμής του – οι οποίες συνεχίζουν να μην υφίστανται στην Ελλάδα, παρά τη (δήθεν) επιτυχημένη ανταλλαγή ομολόγων. Ουσιαστικά λοιπόν, παρά το ότι είναι εξαιρετικά θετικό να σου μειώνεται το χρέος από μία τράπεζα κατά 30%, όταν ταυτόχρονα απαιτεί την υποθήκη του σπιτιού σου, καταδικάζοντας σε στην ανεργία (ύφεση), με αποτέλεσμα στο τέλος, αφού δεν θα μπορείς να πληρώσεις τις δόσεις, να σου πάρει το σπίτι, πρόκειται για μία καταφανή παγίδα, για την οποία είναι μάλλον οξύμωρο να θριαμβολογούμε.   
Άλλωστε, η απρόσμενη «επιτυχία» της ανταλλαγής (PSI), η μεγάλη προθυμία δηλαδή των κατόχων ομολόγων να τα δώσουν άμεσα, στο 25% της αξίας τους, είναι αρκετά εύγλωττη από μόνη της – αφού, εάν δεν πίστευαν πως η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει, δεν θα είχαν καμία διάθεση να χάσουν τα 75 €, από τα 100 € που έδωσαν για να τα αγοράσουν (ευχόμενοι, όπως πάντοτε, να κάνουμε μεγάλο λάθος, σε σχέση με τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις και προβλέψεις μας).  
Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, τα νέα Ελληνικά ομόλογα, αυτά δηλαδή που θα αντικαταστήσουν τα προηγούμενα,διαπραγματεύονται ήδη στις σκιώδεις αγορές, στο 80-85% της ονομαστικής τους αξίας – παρά το ότι είναι εγγυημένα από το EFSF, ενώ υπάγονται στο αποικιοκρατικό αγγλικό Δίκαιο (ενυπόθηκα κλπ.). Αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα από το τι πιστεύουμε εμείς, οι αγορές θεωρούν πλήρη αποτυχία το PSI (κυρίως επειδή δεν καθιστά βιώσιμο το ελληνικό χρέος),προβλέπουν την άτακτη χρεοκοπία στα τέλη του 2012 και δεν πιστεύουν ότι θα πληρωθούν τα νέα ομόλογα στο 100% της ονομαστικής τους αξίας.
Φυσικά το «πόκερ των κερδοσκόπων» δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, για τα ομόλογα βρετανικού δικαίου, του ΟΣΕ κλπ. – με τα hedge funds να έχουν πάρει τις τελικές θέσεις για τη μάχη στα τέλη Μαρτίου (ενώ κανένας δεν μπορεί να προβλέψει τα αποτελέσματα της πληρωμής των CDS ή των αγωγών εναντίον της Ελλάδας, εκ μέρους όλων όσων έχασαν τα χρήματα τους, κυρίως από την ενεργοποίηση των CACs).
Ολοκληρώνοντας, μέχρι στιγμής φαίνεται ότι εμείς οι Έλληνες αποδεχόμαστε στωικά τη μοίρα μας, χωρίς να αντιδρούμε και χωρίς να ενδιαφερόμαστε για το μέλλον το δικό μας, της πατρίδας μας και των παιδιών μας – γεγονός που αποτελεί μία ακόμη «θλιβερή πρωτοπορία» μας, η οποία συμπληρώνει την ήδη υπάρχουσα: το ότι είμαστε η μοναδική μέχρι σήμερα χώρα, οι εργαζόμενοι της οποίας αποδέχθηκαν, χωρίς να επαναστατήσουν, τη μείωση των ονομαστικών αμοιβών τους.
Βέβαια, όπως γράφει ο Κ. Καστοριάδης με τον τίτλο «Είμαστε υπεύθυνοι για την Ιστορία μας», “….Το Μάρτιο του 1968 θα έλεγε κανείς με σιγουριά ότι, ο γαλλικός πληθυσμός ήταν εντελώς αποχαυνωμένος. Όμως, δύο μήνες μετά ήρθε ο Μάης…..Κανείς, ποτέ, δεν προέβλεψε μία κοινωνική έκρηξη ή μία ριζική αλλαγή στη στάση του πληθυσμού. Η Ιστορία είναι δημιουργία”.
ΥΓ: Ο «Μάης του '68», γνωστός και ως «Γαλλικός Μάης», περιγράφει την πολιτική και κοινωνική αναταραχή που ξέσπασε στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια των μηνών Μαΐου-Ιουνίου του 1968. Τα γεγονότα ξεκίνησαν από κινητοποιήσεις των Γάλλων μαθητών και φοιτητών, επεκτάθηκαν με γενική απεργία των Γάλλων εργατών (στην οποία συμμετείχε το 70% σχεδόν του συνόλου των εργαζομένων) και τελικά οδήγησαν σε μία πολιτική και κοινωνική κρίση – η οποία άρχισε να παίρνει διαστάσεις επανάστασης, ενώ οδήγησε στη διάλυση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και την προκήρυξη εκλογών, από τον τότε πρόεδρο.
Μερικοί φιλόσοφοι και ιστορικοί έχουν υποστηρίξει ότι, η εξέγερση ήταν το πιο σημαντικό επαναστατικό γεγονός του 20ου αιώνα, επειδή δεν πραγματοποιήθηκε από ένα μεμονωμένο πλήθος, όπως οι εργαζόμενοι ή οι φυλετικές μειονότητες, αλλά ήταν μια παλλαϊκή εξέγερση, άνευ φυλετικών, πολιτιστικών, ηλικιακών και κοινωνικών διακρίσεων.
Τέλος, ο όρος «Μάης του '68» έγινε συνώνυμο με την αλλαγή των κοινωνικών αξιών. Στη Γαλλία, θεωρείται ως σημείο-σταθμός για τη μετάβαση από το «φεουδαρχικό» συντηρητισμό, στις φιλελεύθερες, δημοκρατικές ιδέες (ισότητα, ανθρώπινα δικαιώματα κλπ.). Στην Ευρώπη, αποτέλεσε έμπνευση για παρόμοιους κοινωνικούς αγώνες, αλλά και αφορμή για μία ευρύτερη ρήξη με το κομματικοκεντρικό κράτος-δυνάστη.
Αθήνα, 11. Μαρτίου 2012

Νίκος Μπογιόπουλος

Σχέδιο Μάρσαλ

11/03/2012 - 09:22*
Λέγεται ότι «την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές». Στην Ελλάδα, λόγω...
Σχέδιο Μάρσαλ
των συνθηκών που διαμόρφωσε η ταξική πάλη και οι αγώνες του επαναστατικού κινήματος, αυτό τους έχει πέσει κομματάκι δύσκολο.


Εντούτοις οι «νικητές» ποτέ δεν παραιτούνται από την προσπάθεια παραχάραξης της Ιστορίας. Ειδικά σε εποχές όπως η σημερινή, που το σύστημά τους «μπάζει», επιδίδονται στη διαστροφή της αλήθειας με όρους ασύστολης προπαγάνδας.


Αν, μάλιστα, στην προπαγάνδα τους προστεθεί και η αγραμματοσύνη των «παπαγάλων» που βάζουν μπροστά για να επιτευχθεί η αποκολοκύθωνση της Ιστορίας, τότε εκείνο που προκύπτει είναι εκτρωματικά γελοίο.


Εσχάτως, λοιπόν, έχουν ανοίξει το κεφάλαιο «σχέδιο Μάρσαλ».


Οπου το σχέδιο Μάρσαλ ήταν κάτι το... καλόν, «έσωσε» τότε την Ελλάδα, και τώρα που η Ελλάδα είναι πάλι σε δύσκολη θέση «ευχής έργον» θα ήταν να είχαμε ξανά ένα «νέο σχέδιο Μάρσαλ»...


Για να μη μακρηγορούμε:


Το σχέδιο Μάρσαλ πράγματι ήταν «καλό». Όχι, όμως για την Ελλάδα του ελληνικού λαού. Ηταν «καλό» για τους απόντες από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και τους συνεργάτες των Γερμανών, που καθόλου δεν είχαν στο μυαλό τους τη βελτίωση των συνθηκών ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων παρά μόνο την αποκατάστασή τους στην εξουσία.


Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν «καλό» ως αντεπαναστατικό σχέδιο του ιμπεριαλισμού για το στέριωμα του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη και στην Ελλάδα.


Αυτός ήταν και ο λόγος, μιλώντας ειδικά για την Ελλάδα, που τα κεφάλαια του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά εναντίον του λαϊκού κινήματος, για τη διατήρηση - και με στρατιωτικά μέσα - των πλουτοκρατών στην εξουσία και προς όφελος του προσωπικού θησαυρισμού των κεφαλαιοκρατών.


Τι ήταν, όμως, αυτή η περίφημη «αμερικανική βοήθεια» το μαρτυρά το γεγονός ότι εκατοντάδες προσωπικές και οικογενειακές επιχειρήσεις έγιναν εν μια νυχτί βιομηχανίες στην καθημαγμένη Ελλάδα με τα κεφάλαια του σχεδίου Μάρσαλ.


Μόνο δέκα βιομηχανίες, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Συντονισμού Γ. Καρτάλη, τον Απρίλη του 1952, είχαν «απορροφήσει το 60% των πιστώσεων» που εκταμιεύτηκαν σε εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ.


Αλλα 200 εκατομμύρια μοιράστηκαν σε 50 βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Από τα χρήματα αυτά, που διασπαθίστηκαν απροκάλυπτα και που όσοι τα έλαβαν δεν πλήρωσαν ποτέ μια δραχμή, αναδύθηκαν, πολλές φορές μέσα από τους μαυραγορίτες και τους δοσίλογους, τα νέα τζάκια των αμερικανοθρεμμένων μεγαλοβιομηχάνων και μεγαλεμπόρων.


Οι ΗΠΑ, όπως ομολογούσε ο ίδιος ο Porter, ο απεσταλμένος του Τρούμαν στην Ελλάδα, έκαναν «μια τόσο μεγάλη επένδυση» στη χώρα και συνεργάστηκαν με μια ελληνική κυβέρνηση που «επικαλούμενη τον ίδιο της τον τεραστίων διαστάσεων αντικομμουνισμό ως επιχείρημα για την παροχή βοήθειας σε απεριόριστες ποσότητες (είχε) στόχο της... να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση μιας μικρής κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους, που αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα».


Περιγράφοντας δε την ελληνική άρχουσα τάξη, της οποίας τον κλάδο των εφοπλιστών αποκαλούσε «αργυρώνητους ηλίθιους», δε δίσταζε να προσθέτει ότι


«είναι αποφασισμένη, πάνω απ' όλα, να προστατεύσει τα οικονομικά της προνόμια, όποιο κι αν είναι το κόστος σε ό,τι αφορά την οικονομική υγεία της χώρας».1


Ακόμα και οι εκτιμήσεις της εποχής ότι μόλις 500 οικογένειες των Αθηνών ελέγχουν την Ελλάδα αποδείχτηκαν... επιεικείς.


«Λέγεται - ανέφερε ο Μαρκεζίνης - ότι 500 οικογένειες κυβερνούν την Ελλάδα, εγώ όμως πιστεύω ότι δεν φτάνουν καν τις πεντακόσιες, αλλά είναι μόνο 200».2


Οσο για τη χρηματοδότηση του μεγάλου κεφαλαίου συνεχιζόταν με σκανδαλώδη τρόπο. Το βεβαιώνει και πάλι ο Porter, ο οποίος σημειώνει:


«Οι βιομήχανοι δεν επένδυαν περιμένοντας "δανεικά κεφάλαια", αν και κατά διάφορες εκτιμήσεις είχαν χρυσές λίρες. Οι εμπορικές τράπεζες όχι μόνο δεν διέθεταν πιστώσεις, αλλά δανείζονταν από την Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να πληρώσουν τους υπαλλήλους τους».


Αποτέλεσμα ήταν νέα μεγαλύτερα ελλείμματα και δημόσια χρέη που, ως συνήθως, επιχειρήθηκε να καλυφθούν είτε με άγριες φοροεπιδρομές στα πενιχρά εισοδήματα του λαού είτε με καινούργιους δανεισμούς.


Κάτω από αυτές τις συνθήκες, με τα μέλη της εγχώριας πλουτοκρατίας που αποτελούσαν«μέλη της κομψής διεθνούς κλίκας» από τον Οκτώβρη του '44 μέχρι τον Ιούνη του 1953 να έχουν ξεκοκαλίσει τα πάνω από 3,2 δισ. δολάρια της λεγόμενης «βοήθειας» (σ.σ.: με το σχέδιο Μάρσαλ να ανέρχεται περίπου στα 2 δισ. δολάρια, χωρίς εδώ να υπολογίζεται η άμεση στρατιωτική βοήθεια στο αστικό κράτος), με τους υπέρογκους εξοπλισμούς που άγγιζαν το 50% του προϋπολογισμού και με τη διατήρηση του υπέρογκου κρατικού καταπιεστικού μηχανισμού,


είναι φανερό γιατί η «βοήθεια» και η «σωτηρία» δεν είχαν σχέση με το λαό, αλλά με τη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος.


Το τίμημα, αντίθετα, για το λαό ήταν βαρύ. Και πληρώθηκε σε πολλά επίπεδα.


Πληρώθηκε με τη φτώχεια, τη μετανάστευση εκατομμυρίων Ελλήνων, με τις ναπάλμ του Εμφυλίου, με τους «Νέους Παρθενώνες» και με μια δημοκρατία, που ο ίδιος ο Αμερικανός υπεύθυνος του σχεδίου στην Ελλάδα,


ο Τζέιμς Γουόρεν, την περιέγραφε σε συνέντευξή του ως εξής:

«(Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν)...μια πολύ αυστηρή συμφωνία, πολλές πτυχές της οποίας αποτελούσαν σαφή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Μπορεί κάλλιστα να πει κανείς ότι επρόκειτο όχι για απλή παρέμβαση, αλλά για επέμβαση στην εθνική κυριαρχία της χώρας».


Και παρακάτω:


«Η επιτυχία (σ.σ.: των «πατριωτών» κυβερνώντων - όπως τους αποκαλεί ο Αμερικανός)ήταν ότι έφεραν τους Αμερικανούς, όχι απλά ως συμβούλους, αλλά ως ελεγκτές και υπεύθυνους των αποφάσεων. Για τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έπρεπε να καταπιεί την περηφάνια της και να αποδεχτεί ευρείες παρεμβάσεις. Αυτό ήταν το πνεύμα της συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών».3


Προφανώς, όταν τα παραπάνω τα δηλώνουν οι ίδιοι οι Αμερικανοί, εμείς δε χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτα περισσότερο, ούτε για το «σχέδιο Μάρσαλ», ούτε για τους... νοσταλγούς του.
--------------

1. Paul A. Porter: «Ζητείται ένα θαύμα για την Ελλάδα - Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου», έκδοση «Bήμα - Μαρτυρίες».
2. Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940 - 1950, εκδόσεις «Θεμέλιο».
3. Εφημερίδα «Καθημερινή», 17 Ιουνίου 2007.


Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Ριζοσπάστης" 6/3/2012

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Βαρουφάκης, Γ.


Αν έπρεπε να έχουμε μάθει ένα πράγμα όλοι μας τα τελευταία δύο χρόνια, αυτό είναι το εξής απλό μάθημα: Όλες οι ως τώρα επίσημες εκτιμήσεις, οι θριαμβευτικές ανακοινώσεις, οι προβλέψεις ανάκαμψης, όλη η συζήτηση που εκπορεύεται από την κυβέρνηση και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης εδώ και δύο χρόνια, τελικά προσκρούουν στον κυματοθραύστη της πραγματικότητας, ακυρώνονται εκ των πραγμάτων, ξεπερνιόνται από την ιστορία. Μαζί με όλους, θέλω να ελπίζω ότι, αν όχι τώρα, σύντομα, αυτός ο θλιβερός κύκλος θα κλείσει και μαντάτα που διαφημίζονται ως καλά να αποδειχθούν ότι είναι όντως καλά. Έως τότε, όσο και να διαφωνούμε ως προς το τι πρέπει να γίνει, τι προκρίνει το συμφέρον της πατρίδας, σε ένα πρέπει να συμφωνήσουμε: Δεν δικαιολογείται πλέον σε κανέναν μας η άκριτη αποδοχή της «επίσημης εκδοχής» των πραγμάτων.
Στις γραμμές που ακολουθούν προτείνω μια οπτική γωνία από την οποία μπορούμε, και πρέπει, να ερμηνεύσουμε τις τελευταίες εξελίξεις για το PSI και την νέα δανειακή συμφωνία ανεξάρτητα του αν συμφωνούμε με την πολιτική που ακολουθεί ή πρέπει να ακολουθεί η κυβέρνηση (ή ακόμα και η Ευρώπη στο σύνολό της). Δεν θα  συμφωνήσουμε για το τι πρέπει να γίνει. Τουλάχιστον ας συμφωνήσουμε για το τι «παίζεται».
Σύντομο βιογραφικό του κουρέματος
Από τον Μάρτιο του 2010 και για ενάμιση χρόνο, σε αυτές τις σελίδες και αλλού, επιχειρηματολογούσα ότι, εφόσον η Ευρώπη δεν επανασχεδιάζει το ευρωσύστημα, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα αναδιαρθρωθεί, θα «κουρευτεί», θα διαγραφεί μερικώς. Δεν ήταν θέμα επιθυμίας ή επιλογής. Απλά, το «κούρεμα» δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί. Εκείνη την εποχή η οποιαδήποτε συζήτηση περί «κουρέματος» αντιμετωπιζόταν από κυβέρνηση, Τράπεζα της Ελλάδας, ΕΚΤ, ΕΕ και τα «σοβαρά» μέσα ενημέρωσης ως αιρετική, επικίνδυνη, δημαγωγική.
Όταν η μακρά άρνηση της πραγματικότητας κάποια στιγμή υποχώρησε υπό το βάρος της αλήθειας, η αναδιάρθρωση (ή, επί το λαϊκότερον, το «κούρεμα») έγινε αποδεκτή από τους ισχυρούς της Ελλάδας και της Ευρώπης σε δύο δόσεις. Τον περασμένο Ιούλιο την αποδέχθηκαν επί της αρχής, με την πρώτη πρόταση μιας πολύ μικρής αναδιάρθρωσης που δεν θα άγγιζε την ονομαστική αξία των ομολόγων (αλλά που θα επιμήκυνε τις αποπληρωμές και για μείωνε το επιτόκιο). Κατόπιν ήρθε το κυρίως πιάτο, τον Οκτώβριο του 2011, με την ιδέα ενός «κουρέματος» τουλάχιστον 50% επί της ονομαστικής αξίας του χρέους (που δεν είχε ήδη περάσει στην τρόικα). Από τότε, η πάλαι ποτέ «απαγορευμένη» αναδιάρθρωση, το «κούρεμα»-ταμπού, έχει αναχθεί σε  εθνική και ευρωπαϊκή υπόθεση και η κοινή γνώμη ταλαιπωρείται με τη φιλολογία περί ποσοστών «εθελοντικής» συμμετοχής, ενεργοποίηση CAC, πυροδότηση CDS κλπ.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία. Πλην ενός: Κατά πόσον την «επόμενη μέρα» το ελληνικό χρέος θα είναι βιώσιμο. Επειδή τις τελευταίες μέρες η συζήτηση τείνει να γίνει γελοιωδώς περιπεπλεγμένη, επιτρέψτε μου να προσπαθήσω μια απλοποίηση (χωρίς καμία υπεραπλούστευση).
Η διαφορά ενός «καλού» κι ενός «αποτυχημένου» κουρέματος
Έστω ένα «κούρεμα» της τάξης του Χ% ενός συγκεκριμένου χρέους το οποίο το αποδέχεται ο δανειστής επειδή συνειδητοποιεί ότι ο υπόχρεος αδυνατεί να  αποπληρώσει το συνολικό ποσό όχι μόνο σήμερα αλλά διαχρονικά. Πότε λέμε ότι το «κούρεμα» πέτυχε τον στόχο του; Όταν το εναπομείναν χρέος (100-Χ)% μπορεί να εξυπηρετηθεί από τον πτωχευμένο. Δηλαδή, το Χ πρέπει να είναι παράλληλα (α) το ελάχιστο δυνατόν (από την πλευρά του δανειστή) και (β) αρκετά μεγάλο για να είναι βιώσιμο το χρέος που απομένει μετά το «κούρεμα». (*)
Ας εξετάσουμε την σημερινή συγκυρία μέσω μιας αλληγορίας: Έστω ότι ο Λουκάς χρωστά €100 χιλιάδες στην τράπεζα. Το χρέος αυτός συσσωρεύεται χρόνια τώρα και πρόσφατα, λόγω μείωσης των εισοδημάτων του, όλοι κατανοούν ότι δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί. Έρχεται λοιπόν το «κούρεμα» στο οποίο η τράπεζα συναινεί επειδή προτιμά να εισπράξει κάποιο μέρος των εκατό χιλιάρικων παρά τίποτα. Έτσι Λουκάς και τράπεζα συμφωνούν ότι:  
- ο Λουκάς θα καταβάλει στην τράπεζα €15 χιλιάδες μετρητά,
- ο Λουκάς θα δώσει στην τράπεζα έντοκα γραμμάτια (με επιτόκιο μεταξύ 3% και 4,5%) των €32 χιλιάδων (τα οποία δεσμεύεται να αποπληρώσει σε βάθος χρόνου)
- η τράπεζα δέχεται να διαγράψει τα υπόλοιπα €53 χιλιάδες χρέους.
Για να γίνουν τα παραπάνω, ο Λουκάς θα πάρει νέο μεγάλο δάνειο από δεύτερη τράπεζα για να μπορεί: (α) να δώσει τις €15 χιλιάδες στην πρώτη τράπεζα, (β) να εξυπηρετεί τα νέα γραμμάτια των €32 χιλιάδων και (γ) να καλύπτει όπως-όπως κάποια από τα λειτουργικά του έξοδα τα οποία δεν μπορεί, προς το παρόν, να καλύψει μέσα από τα πενιχρά του εισοδήματα.
- Ερώτημα: Κατέστη το χρέος του Λουκά βιώσιμο μετά από αυτό το κούρεμα;
- Απάντηση: Εξαρτάται από το εάν τα επόμενα χρόνια το εισόδημά του επαρκεί για να επιβιώνει ώστε να εργάζεται ώστε να έχει εισοδήματα ώστε και να επιβιώνει και να αποπληρώνει τα δανεικά του (στην πρώτη και στην δεύτερη τράπεζα).
Ως εδώ νομίζω ότι όλοι μας μπορούμε να συμφωνήσουμε, ανεξάρτητα του αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με την σύναψη της εν λόγω δανειακής συμφωνίας. Η διαφωνία μας έγκειται στο εάν η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι εν δυνάμει καταφατική ή αρνητική. Ας μην αφεθούμε όμως ακόμα στην διαφωνία. Ας προσπαθήσουμε για λίγο ακόμα να παραμείνουμε στο πλαίσιο του «κοινού τόπου», της κοινής ανάλυσης της κατάστασης.
Στην υποθετική περίπτωση του Λουκά, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ένδειξη για το κατά πόσον το χρέος τους κατέστη βιώσιμο ή όχι από την συμφωνία κουρέματος. Είναι η εξής: Η αξία των νέων γραμματίων των €32 χιλιάδων (που ανέλαβε ο Λουκάς ως μέρος της συμφωνίας του με την αρχική τράπεζα)!  Αυτά τα γραμμάτια αποτελούν, μην ξεχνάμε, περιουσιακό στοιχείο για την τράπεζα που τα κατέχει. Έχουν αξία καθώς ο κάτοχος ενός τέτοιου γραμματίου έχει «λαμβάνειν» από τον Λουκά. Εφόσον η «αγορά» πιστεύει πως το χρέος του Λουκά έχει καταστεί βιώσιμο, η τράπεζα θα μπορούσε να τα πουλήσει σε ιδιώτες επενδυτές άμεσα σε τιμή πολύ κοντά στην ονομαστική τους αξία. Γιατί να τα αγοράσουν οι επενδυτές; Επειδή δίνουν, σε μια εποχή ελάχιστων επιτοκίων, επιτόκιο πάνω από 3%. Αν οι επενδυτές πίστευαν ότι το χρέος του Λουκά είναι πλέον βιώσιμο, κάθε ένα από αυτά τα γραμμάτια ονομαστικής αξίας π.χ. €100 θα έπρεπε να πωλείται προς €100 (ίσως και περισσότερο αν οι επενδυτές δεν μπορούν να βρουν επιτόκια πάνω από 3% σε άλλες μορφές «σίγουρων» επενδύσεων). Με άλλα λόγια, κι εδώ δεν χωρά η μεταξύ μας διαφωνία, μια ένδειξη του πόσο βιώσιμο είναι πλέον το χρέος του Λουκά δεν είναι άλλη από την απόκλιση της τιμής που είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν οι ιδιώτες για ένα από αυτά τα γραμμάτια των €100 από τα… €100. Όταν αυτή η απόκλιση είναι μηδενική τότε συμπεραίνουμε ότι η «αγορά», οι ιδιώτες, κρίνουν συλλογικά πως ο Λουκάς μπορεί να εξυπηρετήσει το μετά το «κούρεμα» χρέος του. Αν όμως τα γραμμάτια των €100 δεν μπορούν να πωληθούν για πάνω από €50, τότε έχουμε ένα δεύτερο ντε φάκτο «κούρεμα» που προκύπτει, ουσιαστικά, από την εκτίμηση των ιδιωτών ότι η πιθανότητα μη αποπληρωμής των νέων γραμματίων του Λουκά φτάνει το 50%.
Έως εδώ συμφωνούμε όλοι. Σε αυτό το σημείο αρχίζουν οι διαφορετικές ερμηνείες. Η κυβέρνηση λέει ότι το επιχειρούμενο κούρεμα (εφόσον ευοδωθεί πλήρως) θα καταστήσει το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Το ίδιο λένε (επισήμως) και οι Ευρωπαίοι ηγέτες μας (αν και κανείς τους δεν το πιστεύει, ούτε και επαναλαμβάνει αυτή την πρόβλεψη όταν οι κάμερες και τα μικρόφωνα είναι σβηστά). Οι αγορές τι λένε; Δηλώνουν ότι οι πιθανότητες αποπληρωμής του νέου χρέους δεν ξεπερνούν το 20%! Μάλιστα, φίλες και φίλοι. Τα νέα γραμμάτια (ή ομόλογα), του αγγλικού μάλιστα Δικαίου (το οποίο υποτίθεται ότι εξασφαλίζει καλύτερα του δανειστές του ελληνικού δημοσίου), αυτή την στιγμή αξιολογούνται στις διεθνείς αγορές σε τιμές που βρίσκονται κοντά στο 15% της ονομαστικής τους αξίας.
Ποιος νομίζετε ότι έχει δίκιο; Οι αγορές ή ο κ. Βενιζέλος; Προσωπικά, δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην κρίση των αγορών (μην ξεχνάμε ότι μέχρι πρόσφατα αξιολογούσαν το ελληνικό χρέος ως περίπου αξιόπιστο). Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να πω ότι μάλλον οι αγορές έχουν δίκιο. Γιατί; Επειδή ο κ. Βενιζέλος, για να βγει σωστός, θα πρέπει να πετύχει έναν άθλο που κανείς υπουργός οικονομικών στην οικονομική ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει πετύχει: την αναστροφή της μεγέθυνσης του ΑΕΠ από το -7,5% στο +2% εντός μηνών και μάλιστα σε μια περίοδο βάναυσης μείωσης των δημόσιων δαπανών και εσόδων.
Προς τι η μακρά διαπραγμάτευση;
Κυβέρνηση και ΕΕ αναφέρθηκαν χτες στην ικανοποίησή τους που οι μακρές διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της ελληνικού κράτους κατέληξαν σε συμφωνία και στην «αποφυγή της χρεοκοπίας της Ελλάδας». Πρόκειται περί ενδιαφέροντος πειράματος με τα όρια της γλώσσας, με την ικανότητα των πολιτικών να ωθούν στα άκρα την έννοια των λέξεων. Με το αζημίωτο βέβαια. Επιτρέψτε μου μερικά σχόλια που ελπίζω να είναι διαφωτιστικά:
Πρώτον, η χρεοκοπία είναι γεγονός. Αυτό δεν το λέω επιτιμητικά. Οι αναγνώστες των άρθρων μου γνωρίζουν ότι δεν έχω κάποια φετιχιστική απέχθεια προς την χρεοκοπία. Την θεωρώ ένα δυσάρεστο μεν αλλά απαραίτητο (σε κάποιες στιγμές) φαινόμενο στο πλαίσιο των κοινωνιών της αγοράς. Το μόνο που λέω είναι ότι όταν κάτι μοιάζει με πτώχευση, μυρίζει σαν πτώχευση, έχει όλα τα ποσοτικά χαρακτηριστικά και την γεύση της πτώχευσης, τότε μπορεί και να είναι… πτώχευση. Στην περίπτωσή μας, οι ιδιώτες που δάνεισαν το ελληνικό δημόσιο έχασαν περί το 85% της διαχρονικής αξίας των χρημάτων που είχαν λαμβάνειν από το κράτος μας. (**) Ακόμα και οι δανειστές της Lehman έλαβαν από την πτωχευμένη εταιρεία μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό. Το ίδιο και οι δανειστές της Αργεντινής μετά την πτώχευσή της. Η μόνη διαφορά είναι ότι στην περίπτωση του ελληνικού δημοσίου η ΕΕ αποφάσισε ότι η Ελλάδα θα πτωχεύσει αλλά ότι δεν θα επιτραπεί να ειπωθεί ότι πτώχευσε. Τόσο απλά και Οργουελιανά.
Δεύτερον, αυτή η απόφαση να ονομαστεί δια «νόμου» το κρέας (βλ. πτώχευση) ψάρι (βλ. PSI) είχε ως σκεπτικό την μη ενεργοποίηση των ασφαλίστρων CDS που είχαν αγοράσει όσοι ήθελαν είτε να ποντάρουν στην πτώχευση του ελληνικού δημοσίου, είτε να διασφαλίσουν τα νώτα τους αφού επένδυαν σε ελληνικά ομόλογα. Η αγωνία των «αρχών», Ευρώπης αλλά και Αμερικής, ήταν ότι η πυροδότηση των CDS θα έθετε σε κίνδυνο τις ανόητες τράπεζες που τα εξέδωσαν (χωρίς να έχουν τα χρήματα να τα καλύψουν εφόσον ενεργοποιηθούν). Όμως σήμερα διαβάζουμε ότι το ποσοστό συμμετοχής στο «κούρεμα», στο PSI, θα ξεπεράσει το 95% με την ενεργοποίηση των ρητρών εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου – δηλαδή τον «εξαναγκασμό στην εθελοντική συμμετοχή» όσων δεν συμμετείχαν εθελοντικά. (Ο Orwell κάπου εδώ ετοιμάζεται να αναστηθεί για να μας πάρει στο κυνήγι!) Αν αυτό δεν πυροδοτήσει τα CDS τότε αυτό σημαίνει ότι η επιτροπή που αποφασίζει την πυροδότησή τους απλά δεν θα την αποφασίσει ποτέ, καθώς αποτελείται από τους ίδιους τραπεζίτες που θα πληγούν αν πυροδοτηθούν τα CDS!
Άρα, προς τι όλη η πολύμηνη διαπραγμάτευση; Γιατί η πτώχευση του ελληνικού δημοσίου να αποτελέσει αντικείμενο συνομιλιών, διαβουλεύσεων, και ατελείωτων συζητήσεων με τον κ. Dallara (τον εκπρόσωπο των τραπεζιτών); Ποιος ο λόγος να αντιμετωπιστούν τα ασφαλιστικά ταμεία που ήταν υποχρεωμένα να δανείζουν το κράτος μας ως ίσα κι όμοια με τους ανόητους τραπεζίτες (ιδίως της Βόρειας Ευρώπης) που επέλεγαν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα; Από την στιγμή που και το «κούρεμα» ήταν μεγάλο, επιπέδου παταγώδους πτώχευσης, και τα CDS θα πυροδοτηθούν (ή όχι) ανεξάρτητα από τις συνομιλίες αυτές, δεν υπήρχε κανένας λόγος διαπραγματεύσεων με τους τραπεζίτες. Τρόικα και ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να αποφασίσουν ερήμην των δανειστών του ελληνικού δημοσίου το βάθος και την κατανομή του κουρέματος ανά περίπτωση (από μεγάλο κούρεμα για hedge funds μέχρι μηδενικό για το ΙΚΑ). Το ότι δεν το έκαναν έχει μόνο μια εξήγηση: την αγωνία των πολιτικών μας, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, να διατηρήσουν ανέπαφες τις πολύ καλές τους σχέσεις με τους (πτωχευμένους) τραπεζίτες, ιδίως της Εσπερίας.
Επίλογος
Ένα «κούρεμα» το οποίο πριν δύο χρόνια θα ήταν λυτρωτικό, σήμερα αποτελεί μέρος όχι της λύσης αλλά του προβλήματος. Παρατείνει την ήδη αδυσώπητα μακρά περίοδο στην διάρκεια της οποίας η οικουμένη βάζει στο ελληνικό κράτος την ταμπέλα «Προσεχώς Πτώχευση». Πολλοί αφήνουν να εννοηθεί ότι το «κούρεμα» που επετεύχθη ναι μεν αφήνει πολλά προβλήματα άλυτα αλλά τουλάχιστον κερδίζουμε, ελέω PSI, λίγο περισσότερο χρόνο μέχρι να αλλάξει πολιτική η ΕΕ (πιθανόν με μια ήττα Σαρκοζύ στις επικείμενες προεδρικές εκλογές στην Γαλλία). Τους απαντώ ότι  πλανώνται.
Η ανταλλαγή ομολόγων δεν είναι παιχνίδι. Τα νέα ομόλογα αγγλικού δικαίου βάζουν την χώρα μας σε μια απίστευτη περιπέτεια: Αποτελούν χρέος το οποίο δεν θα μπορούμε να αποπληρώσουμε και το οποίο δεν θα δικαιούμαστε να μην αποπληρώσουμε. Αντ’ αυτού θα έπρεπε να εισηγηθούμε στην ΕΕ μια απλή εναλλακτική λύση: Να διαγραφεί το 100% αυτών των χρεών (αντί για το 85% που μόλις «κουρεύτηκε») και, σε αντάλλαγμα, το ελληνικό δημόσιο να μην πάρει ούτε ένα ευρώ από τους εταίρους μας για κάλυψη των τρεχουσών αναγκών του ελληνικού δημοσίου. Έτσι, η δημοσιονομική προσαρμογή θα ήταν πιο ήπια από την λαίλαπα που έρχεται, το χρέος μας θα ήταν λιγότερο αβάστακτο απ’ ότι με το PSI, και ο χρόνος που θα δινόταν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη (έως ότου η τελευταία επανασχεδιάσει το ευρωσύστημα) περισσότερος.
(*) Ένα παράδειγμα «καλού» κουρέματος χρέους ήταν εκείνο της General Motors το 2009: 90% των δανείων διαγράφηκαν, νέα αναπτυξιακά δάνεια δόθηκαν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για επενδύσεις σε νέες μονάδες παραγωγής και, έτσι, η General Motors όχι μόνο επιβιώνει αλλά και αναπτύσσεται γοργά. Ένας από τους πιστωτές της, το συνδικάτο των εργαζόμενων (που έγινε ντε φάκτο πιστωτής καθώς  η εταιρεία χρώσταγε συντάξεις και μισθούς στα μέλη του), έχοντας αποδεχθεί αυτό το «γενναίο κούρεμα», τελικά βγήκε κερδισμένο (σε σχέση με το τι οφέλη θα λάμβανε αν απόρριπτε το κούρεμα του 90%) επειδή δέχθηκε να αποπληρωθεί με μετοχές της εταιρείας.
(**) Το επίσημο κούρεμα επί της ονομαστικής αξίας συμφωνήθηκε τελικά στο 53%. Ένα ακόμα 32% επαναδανείστηκε στο κράτος με επιτόκια όμως χαμηλότερα από τα αρχικά. Έτσι, η επί πλέον απώλεια αυτών των τόκων ανεβάζει το ποσοστό του «κουρέματος» στο 75% της διαχρονικής αξίας των δανείων. Τώρα που τα νέα ομόλογα (ή γραμμάτια) που πήραν οι δανειστές του δημοσίου χάνουν μέχρι και το 85% της διαχρονικής τους αξίας (καθώς μεταπωλούνται σε τιμές κοντά στο 15% της ονομαστικής τους αξίας), το συνολικό ποσοστό πραγματικού «κουρέματος» αγγίζει το 85%.

ένα άρθρο των πρωταγωνιστών