Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Paul Krugman (από Palmografos.com)

Η οικονομική αυτοκτονία της Ευρώπης.

Βαρουφάκης -TI ΕΣTΙ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΗΜΕΡON;


Photo: fuglylogic
Photo: fuglylogic
1 εικόνα
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν ιδιωτικές τράπεζες που λειτουργούσαν ως κανονικές επιχειρήσεις. Που έπαιρναν δηλαδή ρίσκο και είτε, εφόσον τους «έβγαινε», κέρδιζαν είτε, όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν «κατ’ ευχήν», διακινδύνευαν την ύπαρξή τους. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Τέτοιες τράπεζες σήμερα δεν υπάρχουν. Σήμερα οι «ιδιωτικές» τράπεζες, παγκοσμίως, αποτελούν έναν παραπλανητικό ευφημισμό. Ιδίως μετά το Κραχ του 2008, οι τράπεζες λειτουργούν ως μορφώματα που συνδυάζουν τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, αποτελώντας έτσι βαρίδια που τραβάνε τις κοινωνίες και τις αγορές μαζί τους στον πυθμένα ενός ωκεανού ζημιών και χρέους.
Αυτές τις μέρες, που μια υπό προθεσμία (και υπό αμφιλεγόμενη νομιμοποίηση) κυβέρνηση «διαπραγματεύεται» την λεγόμενη επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καλό είναι να θυμηθούμε τι εστί τράπεζα την σήμερον. Για να το θυμηθούμε όμως αυτό, χρειαζόμαστε μια αναδρομή στο ιστορικό του πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε.
Όταν οι τράπεζες λειτουργούσαν ως επιχειρήσεις
Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι κραταιές τράπεζες (π.χ. του Λονδίνου) λειτουργούσαν ως ιδιωτικές εταιρείες απεριόριστης ευθύνης. Οι ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι τις διεύθυναν κιόλας (ή τουλάχιστον επέβλεπαν τον τρόπο διοίκησης), διέτρεχαν τον κίνδυνο να χάσουν και το σπίτι τους ακόμα αν η τράπεζα δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες (σε ρευστό) των καταθετών της ή να ανταποκριθεί στα δάνεια που είχε η ίδια συνάψει με πιστωτές. Στην προσπάθειά τους να περιοριστεί αυτός ο κίνδυνος, οι τραπεζίτες κρατούσαν στα ταμεία τους, για να έχουν «καβάτζα», την δική τους χρηματική περιουσία  (σε ρευστό, μετοχές ή ομολογίες) και δεν δάνειζαν ποτέ πάνω από το 50% των συνολικών τους κεφαλαίων (δηλαδή του αθροίσματος των χρημάτων που είτε κατέθεταν στην τράπεζα οι πελάτες της είτε κατέθεταν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες).
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν για αντικειμενικούς λόγους. Κατ’ αρχάς, καθώς ο καπιταλισμός απογειωνόταν, με την δημιουργία νέων, πανάκριβων αλλά και, παράλληλα, υπερκερδοφόρων δικτύων (π.χ. σιδηροδρομικά, τηλεγραφικά, ηλεκτροφόρα δίκτυα), οι επιχειρήσεις είχαν ανάγκη τεράστιων δανείων – για τα οποία ήταν έτοιμες να καταβάλουν αντίστοιχα τεράστιους τόκους. Έτσι, σιγά-σιγά οι τράπεζες «αναγκάστηκαν» να αποποιηθούν τον εγγενή συντηρητισμό τους. Το πρώτο βήμα έγινε το 1826 στο Λονδίνο. Έως τότε, καμία τράπεζα δεν είχε το δικαίωμα να έχει πάνω από έξι μετόχους. Αυτός ο περιορισμός ήταν ο πρώτος που υπέκυψε στις νέες ανάγκες για μεγαλύτερη δανειοδοτική δυνατότητα: ξάφνου, ο αριθμός των μετόχων πολλαπλασιάστηκε, τα κεφάλαια που διέθεσαν οι νέοι μέτοχοι πέρασαν στα βιβλία των τραπεζών και, έτσι, οι τράπεζες μπόρεσαν να χρηματοδοτήσουν την Β’ Βιομηχανική Επανάσταση (μέσα του 19ου αιώνα και μετέπειτα). Πάντως, παρά αυτά τα ανοίγματα, οι μέτοχοι (αν και πιο πολλοί) παρέμειναν υπό την απειλή της προσωπικής πτώχευσης, σε περίπτωση του η τράπεζα παρέπαιε. Αυτή η απειλή αρκούσε ώστε οι ιδιοκτήτες των τραπεζών, οι τραπεζίτες, να κρατάνε σφικτά τα ηνία των διευθυντών τους, στους οποίους δεν επέτρεπαν να διακινδυνεύσουν την περιουσία τους.
Ο περιορισμός της ευθύνης των μετόχων-ιδιοκτητών των τραπεζών νομοθετήθηκε το 1855-6. Έχει ενδιαφέρον ότι οι τραπεζίτες, αντί να αδράξουν την ευκαιρία να αποποιηθούν τον κίνδυνο της προσωπικής πτώχευσης, αντιστάθηκαν στον νέο νόμο – προσπάθησαν, για δεκαετίες, να κρατήσουν το καθεστώς της απεριόριστης ευθύνης διατυμπανίζοντας ότι επέλεγαν να επενδύσουν το προσωπικό τους ρίσκο στην τράπεζά τους ως τίτλο τιμής, ως μέρος του συμβολαίου με τους καταθέτες (του στυλ: «αν πτωχεύσει η τράπεζά μας, να ξέρετε ότι θα καταστραφούμε κι εμείς»). Χρειάστηκε να έρθει η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, με τις πολλαπλές πτωχεύσεις τραπεζιτών, για να πειστούν οι τραπεζίτες (δηλαδή οι ιδιοκτήτες των τραπεζών) να «περιορίσουν την ευθύνη τους», κόβοντας τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τις τύχες της τράπεζάς τους με την τύχη της προσωπικής τους περιουσίας.
Το τέρας της μόχλευσης (leverage)
Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι τράπεζες αρχίζουν να μεταλλάσσονται σε κάτι που σιγά-σιγά παύει να θυμίζει τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, το σύνολο του ενεργητικού όλων των τραπεζών (δηλαδή, των δανείων που δίνουν και των κεφαλαίων που διακρατούν ως «καβάτζα») κυμαινόταν γύρω το 50% του ΑΕΠ μιας αναπτυγμένης χώρας (π.χ. Βρετανίας, Γαλλίας κλπ). Σήμερα, κυμαίνεται μεταξύ του 300% και του 500% του ΑΕΠ. Μια τράπεζα, όπως η Deutsche Bank ή η BNP, μπορεί να έχει ενεργητικό μεγαλύτερο του ΑΕΠ της χώρας στην οποία εδρεύει.
Πώς συνέβη αυτό; Η απάντηση, μονολεκτική: Μόχλευση. Τι είναι αυτό το φρούτο; Κάτι που όλοι γνωρίζουμε με άλλο, απλούστερο, όρο: Χρέος (ή, για την ακρίβεια, ο λόγος του χρέους). Αν σας πω ότι για κάθε €10 που έχω, δανείστηκα €120, θα με περάσετε για τρελό. Όμως αν είμαι τραπεζίτης, και έχω κάνει το ίδιο πράγμα, δεν θα πω ποτέ ότι δανείστηκα. Θα πω απλώς ότι ο συντελεστής μόχλευσης της τράπεζάς μου είναι 12 (δηλαδή, €120 χρέους για κάθε €10 κεφαλαίων που διαθέτει το ταμείο μου). Όχι μόνο ακούγεται καλύτερο και πιο «τεχνοκρατικό» αυτό αλλά, δεδομένης της κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα σήμερα, θα θεωρηθεί και ιδιαίτερα συντηρητικός συντελεστής μόχλευσης!
Ποια η σημασία του συντελεστή μόχλευσης; Αποτελεί το μυστικό του αμύθητου πλούτου των τραπεζιτών στις εποχές των παχιών αγελάδων και της βαθιάς τους πτώχευσης σήμερα. Έστω μια τράπεζα που κερδίζει ένα ποσοστό 1% επί των κεφαλαίων που διαθέτει ή διαχειρίζεται (εκ μέρους καταθετών, πελατών κλπ). Επιλέγοντας όμως έναν συντελεστή μόχλευσης ίσο με, π.χ., το δώδεκα, η καλή τράπεζα δωδεκαπλασιάζει τα κέρδη της χωρίς ιδρώτα ή κόπο. Αυτόματα, δωδεκαπλασιάζονται τα μερίσματα των μετόχων, τα bonus των διευθυντών, οι μισθοί των μεγαλο-υπαλλήλων κλπ κλπ. Αν σκεφτείτε μάλιστα ότι το 2008, λίγο πριν την κατάρρευση ολόκληρου του τραπεζικού οικοδομήματος, ο συντελεστής μόχλευσης των ευρωπαϊκών τραπεζών είχε φτάσει το ιλιγγιώδες 50 προς 1, καταλαβαίνουμε τι είχε συμβεί: γιατί οι αποδοχές των διοικούντων έφτασαν την στρατόσφαιρα, οι τιμές των τραπεζικών μετοχών ήταν η «ατμομηχανή» των χρηματιστηρίων, το χρηματοπιστωτικό σύστημα έριχνε την σκιά του στην «πραγματική» οικονομία.
Μετά την Άνοδο, η Πτώση
Για να κινδυνεύσει να πτωχεύσει μια τράπεζα με συντελεστή μόχλευσης 2 προς 1, χρειάζεται να έχει ζημίες ίσες με το μισό (το 50%) των δανείων που έχει παράσχει και των τοποθετήσεων που έχει επιλέξει. Όταν όμως ο συντελεστής μόχλευσης φτάσει στο 20 προς 1 (ένα μέγεθος που χαρακτήριζε τις ελληνικές τράπεζες προ της Κρίσης), τότε αρκούν για να πτωχεύσει ζημίες της τάξης του 5%. Κι όταν ο συντελεστής μόχλευσης φτάσει στο επίπεδο που ισχύει στην περίπτωση (για να φέρω ως παράδειγμα μια «κραταιά» τράπεζα που όλοι γνωρίζουμε) μιας Deutsche Bank (περί το 50 προς 1), αν μόλις το 1,25% των δανείων που έχει διαθέσει «ατυχήσουν» (π.χ. οικογένειες που λόγω ανεργίας δεν μπορούν να αποπληρώσουν το στεγαστικό τους ή επιχειρήσεις που κλείνουν) ξάφνου η καλή τράπεζα, με την βούλα του νόμου, φαλίρισε. Να γιατί, παρά τα αμύθητα κέρδη των τραπεζών προ του 2008, σήμερα είναι όλες του πτωχευμένες. Το μόνο που χρειάστηκε για να πάνε οι ελληνικές τράπεζες από τον Παράδεισο στην Κόλαση ήταν ζημίες της τάξης του 5% - κάτι απόλυτα φυσιολογικό σε μια υφεσιακή οικονομία.
Αυτά έχει το μαγικό ραβδί της μόχλευσης: όσο πιο ψηλά σε εκσφεντονίζει στην περίοδο της «Ακμής», τόσο πιο μεγάλη και τραυματική η πτώση στην περίοδο της «Ύφεσης» που ακολουθεί.
Καλά, δεν πρόσεχαν;
Αυτό δεν το είχαν σκεφτεί οι καλοί οικονομολόγοι που προσλάμβαναν οι τράπεζες να τους συμβουλεύουν (και οι οποίοι, σήμερα, συμβουλεύουν τον πρωθυπουργό μας); Δεν το είχαν σκεφτεί οι Κεντρικές Τράπεζες; Γιατί δεν τους έβαζαν χέρι; Οι λόγοι είναι δύο, ο εξής ένας: το χρήμα έρεε τόσο καταρρακτωδώς που όποιος τόλμαγε να πει κάτι, να κρούσει κάποιον κώδωνα κινδύνου, είτε συνειδητοποιούσε ότι την φωνή του την έπνιγε ο αχός του εκκολαπτόμενου κέρδους είτε (στις σπάνιες περιπτώσεις που φώναζε αρκετά δυνατά για να ακουστεί) αγνοείτο επιδεικτικά, έχανε την δουλειά του, χαρακτηριζόταν «παλιομοδίτης», «εκκεντρικός», «συντηρητικός, «αριστερός» κλπ. Τόσο απλά.
Υπάρχει κι άλλος ένας λόγος, περισσότερο στην σφαίρα της θεωρίας, ο οποίος παρουσιαζόταν ως απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα από Κεντρικούς Τραπεζίτες (καλή ώρα από τον κ. Παπαδήμο): Η πεποίθηση των (καθεστωτικών) οικονομολόγων ότι η αγορά έχει τον τρόπο της να αυτο-ρυθμίζεται. Π.χ. μπορεί οι τραπεζίτες να μην φοβούνται την πτώχευση της τράπεζάς τους (από τότε που οι τράπεζες έγιναν εταιρείες περιορισμένης ευθύνης) όμως, σκεφτόταν ο θιασώτης της αγοράς, οι πιστωτές των τραπεζών, οι οποίοι κινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματά τους (σε περίπτωση που πτωχεύσουν), θα ασκούν de facto έλεγχο στις πρακτικές των τραπεζιτών. Πώς; Αρνούμενοι να δανείσουν τραπεζίτες που το «παρακάνουν» με την μόχλευση. Πού τέτοια τύχη; Αυτό μπορεί να συνέβαινε μέχρι το 1929-1933. Μετά την τραυματική εμπειρία των μαζικών λουκέτων στις τράπεζες, όλοι γνώριζαν ότι το κράτος, η Κεντρική Τράπεζα, δεν θα αφήσει ποτέ τις τράπεζες να κλείσουν ή, το ίδιο είναι, να αφήσουν απλήρωτους τους πιστωτές τους. (Δεν βλέπετε με τι μανία επιμένει σήμερα η ΕΚΤ ότι οι ιρλανδοί φορολογούμενοι, που δεν έφταιξαν σε απολύτως τίποτα, πρέπει να αποπληρώνουν για τα επόμενα 20 χρόνια τα χρέη των πτωχευμένων ιδιωτικών τραπεζών;) Έτσι, λοιπόν, οι τραπεζίτες, ανεξέλεγκτοι τόσο από τους μετόχους τους όσο και από τους πιστωτές τους, είχαν κάθε λόγο να δανείζονται με τρόπο που ούτε το ελληνικό δημόσιο δεν έχει κάνει...
Χαμένοι και κερδισμένοι
Την εποχή της φούσκας, οι διευθύνοντες τις τράπεζες όχι μόνο δεν αντιμετώπιζαν την κριτική και τον έλεγχο των μετόχων και των πιστωτών τους αλλά, κι εδώ είναι η ουσία, μέτοχοι και πιστωτές τους χειροκροτούσαν περισσότερο όσο πιο μεγάλο συντελεστή μόχλευσης επέλεγαν. Επρόκειτο για ένα απίστευτο φαγοπότι άνευ ρίσκου (τουλάχιστον για τους συμμετέχοντες σε αυτό). Όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά (η φούσκα καλά κρατούσε), μεγαλύτερος συντελεστής μόχλευσης σήμαινε μεγαλύτερα κέρδη, ελκυστικότερα μερίσματα, παχυλότερους υπερ-μισθούς. Κι αν ερχόταν η Πτώση (όπως και ήρθε), ούτε γάτα ούτε ζημιά: Ο λογαριασμός θα πληρωνόταν από το γκουβέρνο (δηλαδή τον ταλαίπωρο τον φορολογούμενο) και από την Κεντρική Τράπεζα.
Εν ολίγοις, αν κάποιος διάβολος ήθελε να σχεδιάσει ένα τραπεζικό σύστημα ταγμένο στο να δημιουργήσει συνθήκες τεράστιας Κρίσης, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο από αυτό το οποίο, ψευδεπίγραφα, χαρακτηρίζεται «σύγχρονο σύστημα ιδιωτικών τραπεζών»... Ποιος κερδίζει από αυτό; Ποιος χάνει; Είναι προφανές ότι χάνει η κοινωνία στο σύνολό της. Ποιοι κερδίζουν; Δύο είναι οι συνομοταξίες των κερδισμένων από αυτό το αλισβερίσι ιδιωτικής και δημόσιας διαφθοράς:
Πρώτον, οι βραχυπρόθεσμοι επενδυτές σε τραπεζικά (όχι κρατικά) ομόλογα και μετοχές. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει εκλείψει το είδος των μακροπρόθεσμων μετόχων. Ως επί το πλείστον, οι μετοχές των τραπεζών πωλούνται το πολύ μερικούς μήνες (συνήθως μερικές μέρες) αφού αγοραστούν. Ένα ολόκληρο παρατραπεζικό σύστημα έχει στηθεί στην βάση των πολύ βραχυπρόθεσμων αγορών και πωλήσεων τραπεζικών μετοχών, τα λεγόμενα hedge funds (τα οποία κερδοσκοπούν στοιχηματίζοντας στις μικρές αυξομειώσεις των τιμών των μετοχών, ιδίως του τραπεζικού τομέα). Κάτι αντίστοιχο «παίζεται» και με τα ομόλογα έκδοσης των ιδιωτικών τραπεζών. Για να το πω απλά, η αυξημένη μόχλευση φέρνει και αυξημένες διακυμάνσεις στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων των τραπεζών. Αυτές οι διακυμάνσεις είναι το ψωμοτύρι των hedge funds.
Δεύτερον, οι μεγαλο-μέτοχοι των τραπεζών που ελέγχουν την διοίκηση απομυζώντας όχι τόσο πολύ μεγάλα μερίσματα αλλά υπερ-μισθούς που οι ίδιοι δίνουν στους εαυτούς τους και τα λοιπά «οφέλη» που, εξ ορισμού, γεύεται όποιος διαχειρίζεται την «ροή του χρήματος».
Και τώρα; Η επίσημη έκφανση
Αυτές τις μέρες κλείνει από την κυβέρνηση Παπαδήμου το μέγα θέμα της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Επισήμως, το θέμα τίθεται ως εξής: Το ελληνικό δημόσιο αθέτησε τις υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες. Αναγκάζοντάς τις να κουρέψουν το 53% της ονομαστικής αξίας των δανείων τους προς το δημόσιο, τις έφερε σε δύσκολη θέση. Έτσι ώστε να μην φαλιρίσουν, και να δώσουν και κανένα δάνειο σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά (αναστέλλοντας την στάση δανείων που έχει «στεγνώσει» την αγορά), το κράτος μας θα δανειστεί από το EFSF, αυξάνοντας έτσι το δημόσιο χρέος κι άλλο, για να τα δώσει στις τράπεζες. Κι επειδή είναι παράνομο να δώσει κεφάλαια στις τράπεζες χωρίς αντάλλαγμα κάποια περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών (καθώς το κράτος δεν δικαιούται, τουλάχιστον επισήμως, να δωρίζει αμύθητες περιουσίες σε ανώνυμες εταιρείες), θα πρέπει να λάβει μετοχές των τραπεζών. Όμως αυτό συνεπάγεται μερική κρατικοποίηση. Κι επειδή, λέγεται, η κρατικοποίηση των τραπεζών είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, ο κ. Παπαδήμος και οι σύμβουλοί του (με βασικό σύμβουλο ως πρότινος έμμισθο σύμβουλο μίας εκ των πτωχευμένων, υπό ανακεφαλαιοποίηση, τραπεζών) πασχίζουν να βρουν μια φόρμουλα έτσι ώστε οι μετοχές που θα πάρει το δημόσιο ως αντάλλαγμα για τα νέα χρέη που φορτώνει στην πλάτη του φορολογούμενου εκ μέρους των τραπεζών δεν θα δίνουν στο δημόσιο δικαίωμα συμμετοχής στην διοίκηση. Με απλά λόγια, το δημόσιο θα πάρει μετοχές που τελικά δεν θα είναι ακριβώς... μετοχές.
Το απεχθές παιχνίδι των ημερών
Οι τράπεζες πρέπει να ανακεφαλαιωθούν. Αυτό θα ήταν απαραίτητο ανεξάρτητα από το «κούρεμα» του δημόσιου χρέους. Ο συντελεστής μόχλευσής τους ήταν τέτοιος (βλ. πιο πάνω) που μια οικονομική ύφεση της τάξης του -5% για μια μόνο χρονιά θα τις οδηγούσε, έτσι κι αλλιώς, στην πτώχευση. Παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες λειτούργησαν καταστροφικά (και αυτοκαταστροφικά) για πολύ καιρό (θυμάστε τα εορτοδάνεια, τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που αγόραζαν σαν να ήταν σοκολατάκια;), και σπατάλησαν βουνά κερδών στον βωμό της μόχλευσης, καμία κοινωνία δεν μπορεί να συνέλθει, καλώς ή κακώς, αν δεν βγουν από την μαύρη τρύπα οι τράπεζές της.
Η ανακεφαλαίωση δεν μπορεί να γίνει, βέβαια, από ιδιωτικά κεφάλαια. Ποιος επενδυτής ρίχνει τα χρήματά του σε μια μαύρη τρύπα, από την οποία δε θα τα ξαναπάρει ποτέ; Κανείς. Να γιατί η Ευρώπη αποφάσισε να κάνει αυτό που κάποιοι φωνάζουμε ότι έπρεπε να έχει γίνει πριν δυο χρόνια: η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με δημόσιο, ευρωπαϊκό χρήμα. Αυτό, τελικά, αποφασίστηκε να γίνει, έστω και καθυστερημένα. Χρήματα που δανείζεται το EFSF εκ μέρους ολόκληρης της ευρωζώνης, θα δοθούν στις τράπεζες όχι ως δανεικά αλλά ως «έγχυση» νέων κεφαλαίων. [Μην ξεχνάμε ότι ο πτωχευμένος δεν σώζεται με νέα δάνεια – κεφάλαια χρειάζεται.]
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν θα πρέπει να γίνει «μετάγγιση» κεφαλαίων από το ευρωπαϊκό δημόσιο στις ιδιωτικές τράπεζες. Αυτό είναι (και πρέπει να είναι) δεδομένο. Το ερώτημα είναι: Με τι ανταλλάγματα; Η άποψη που πασχίζουν να περάσουν στην κοινή γνώμη τραπεζίτες και κυβέρνηση είναι ότι τα ανταλλάγματα πρέπει να είναι τέτοια που να αποφευχθεί, πάση θυσία, η κρατικοποίηση των τραπεζών. Κι επειδή στην Ελλάδα, η λέξη «κράτος» δεν ηχεί πολύ χειρότερα από την λέξη «μαφία», ο κόσμος τείνει να αποδεχθεί αυτή την άποψη. Την άποψη που λέει ότι το κράτος πρέπει, ως αντάλλαγμα, να πάρει είτε «ομολογίες» είτε μια άλλη μορφή μετοχών που δεν δίνουν στον κάτοχό του δικαίωμα συμμετοχής ή ελέγχου της διοίκησης.
Αν αυτή η «άποψη» περάσει, ο ελληνικός λαός θα έχει, άλλη μια φορά, συναινέσει στις ραδιουργίες μιας αρπακτικής διαπλεκόμενης συμμαχίας κράτους και επιτήδειων ιδιωτών που στόχο έχουν την διαφύλαξη των συμφερόντων τους εναντίον τόσο του κοινωνικού συνόλου όσο και των τραπεζών της χώρας. Αν η κυβέρνηση Παπαδήμου, στην εκπνοή της, περάσει την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με τρόπο που αφήνει στο απυρόβλητο την διαπλοκή μεταξύ των μετόχων, διευθυντών, και πιστωτών των τραπεζών η οποία τις έριξε στον γκρεμό (την οποία περιέγραψα πιο πάνω), θα έχει καταφέρει το μεγαλύτερο πλήγμα στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας μετά το Μνημόνιο. Αν μια τέτοια τεράστια αποτυχία της διοίκησης των τραπεζών μας δεν οδηγήσει στην απώλεια της εξουσίας επί των τραπεζών των μεγαλο-μετόχων-διευθυνόντων που συμμετείχαν με τόση χαρά και ευεξία στο φαγοπότι της μόχλευσης, η κυβέρνηση θα έχει στείλει το εξής μήνυμα στους τραπεζίτες: Ξαναθρέψτε το τέρας της μόχλευσης – ο φορολογούμενος, αν όχι ο Έλληνας τότε σίγουρα ο Ευρωπαίος, εδώ είναι!
Επίλογος: Ο θρίαμβος της Πτωχοτραπεζοκρατίας επί του καπιταλισμού
Μέσα στην αγωνία του «συστήματος» μεγαλο-μετόχων των τραπεζών, πιστωτών των τραπεζών και των υποτιθέμενων ρυθμιστών των τραπεζών (δηλαδή των κυβερνώντων που πασχίζουν να διατηρήσουν μια «συγκινητικά» στενή σχέση με τους τραπεζίτες) να μην χάσουν τον έλεγχο αυτής της χήνας που γεννά τα χρυσά αυγά, ακούμε τους εκπροσώπους τους στα ΜΜΕ, στην Βουλή κλπ να αποτροπιάζονται με την ιδέα ότι το κράτος θα πάρει κοινές μετοχές ως αντάλλαγμα για τα κεφάλαια που φορτώνεται ως νέο χρέος για να τα δώσει στις τράπεζες. Πρόκειται για ανείπωτη υποκρισία.
Κάποτε, οι φιλελεύθεροι επιχειρηματολογούσαν εναντίον των κρατικοποιήσεων στην βάση ότι ήταν υποχρεωτικές, δηλαδή ότι το κράτος σου έπαιρνε την επιχείρηση με το έτσι θέλω, σου έδινε μια γελοία αποζημίωση και σε πέταγε στον δρόμο. Όμως η σημερινή περίπτωση διαφέρει ριζικά. Το κράτος δεν έχει καμία όρεξη να βάλει χέρι στις τράπεζες. Οι τράπεζες ζητιανεύουν κεφάλαια από το κράτος. Μόνο που δεν θέλουν να δώσουν ως αντάλλαγμα αυτό που πρέπει: ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Ποτέ έως τώρα δεν είχα ακούσει επιχείρημα εναντίον των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του δημοσίου. Γιατί περί αυτού πρόκειται: Από την μία οι τράπεζες θα πτωχεύσουν χωρίς τα κεφάλαια του δημοσίου, και ζητούν κεφάλαια από το δημόσιο. Από την άλλη θέλουν να τα πάρουν χωρίς να είναι ούτε δανεικά (καθώς δάνεια παίρνουν αβέρτα από την ΕΚΤ, με επιτόκιο 1%, χωρίς να τις σώζουν, πτωχευμένες ούσες) ούτε και να αποδίδουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στους φορολογούμενους που δανείζονται για να τα πάρουν.
Όσο για το επιχείρημα ότι αν συμμετέχει το δημόσιο πιο δυναμικά στο μετοχικό κεφάλαιο των ιδιωτικών τραπεζών, τότε οι τράπεζες θα γίνουν κρατικοδίαιτες, διεφθαρμένες και αναποτελεσματικές, η απάντησή μου είναι η εξής: Όπως είδαμε πιο πάνω, εδώ και καιρό, ιδιωτικές τράπεζες (με την σωστή έννοια του επιθετικού προσδιορισμού) δεν υπάρχουν. Σε ολόκληρο τον κόσμο, και ιδίως στην χώρα μας, οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε αρπακτικά μορφώματα ιδιωτικο-κρατικού χαρακτήρα. Οπότε ας αφήσουμε τις ανοησίες περί ανάγκης να αποφευχθεί η κρατικοποίηση των ιδιωτικών τραπεζών. Αυτά είναι λόγια που σκοπό έχουν την τρομοκράτηση της κοινωνίας ώστε να συναινέσει στις επιταγές της Πτωχοτραπεζοκρατίας (ένα καθεστώς που δίνει την μέγιστη εξουσία στους πιο πτωχευμένους τραπεζίτες) η οποία έχει υπονομεύσει πλήρως τον... καπιταλισμό.
Τι θα έπρεπε, λοιπόν, να συζητάμε σήμερα; Θα έπρεπε να συζητάμε όχι το αν θα δοθούν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των τραπεζών στους φορολογούμενους που δανείζονται για να επανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, αλλά τι μορφή πρέπει να πάρουν αυτά τα δικαιώματα ώστε και οι τράπεζες να ορθοποδήσουν και η οικονομία να πάρει ανάσες. Κι επειδή ούτε κι εγώ (όπως οι περισσότεροι) δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στους κυβερνώντες μας (ούτε στους σημερινούς ούτε και στους επόμενους), μετά χαράς να συζητήσουμε μια σειρά από καινοτόμες, δημοκρατικές, τεχνοκρατικές λύσεις. Π.χ. από την στιγμή που τα κεφάλαια έρχονται από το EFSF, γιατί να μην πάρει τις μετοχές των τραπεζών το…EFSF (το οποίο να μπορεί να ορίσει, κατά το δοκούν, Ευρωπαίους τεχνοκράτες στα ΔΣ των τραπεζών ώστε να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών που δανείστηκαν αυτά τα χρήματα); Μάλιστα, κάτι τέτοιο θα μας έδινε την δυνατότητα να αιτηθούμε από την ΕΕ τα κεφάλαια αυτά να μην βαρύνουν το ελληνικό δημόσιο χρέος, μιας και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα θα περάσουν απ’ ευθείας στην ευρωζώνη.
Λύσεις υπάρχουν που ούτε επιβραβεύουν την υφιστάμενη Κλεπτοκρατία μετόχων-διευθυντών-πολιτικών ούτε και οδηγούν τις τράπεζες στην αγκαλιά του ελληνικού δημοσίου. Όσοι όμως σήμερα κόπτονται για τον κίνδυνο «κρατικοποίησης» των τραπεζών, και όσοι διαπραγματεύονται μαζί τους στο Μαξίμου, προσφέρουν χέρι βοήθειας στην Πτωχοτραπεζοκρατία που επιβουλεύεται τόσο την ελληνική οικονομία όσο και τις ελληνικές τράπεζες. 
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Γ. Βαρουφάκης- Συντηρητικοί Μαρξιστές (Β' μέρος)

Τι δεν είδε ο Μαρξ
Όσο διορατικός και να ήταν, ο Μαρξ δεν ήταν δυνατόν να έχει προβλέψει τα πάντα. Αρκεί ότι προ-είδε το μεγαλείο της παγκοσμιοποίησης, αλλά και την άκρα δυστυχία που αυτή παρήγαγε. Την τάση του καπιταλισμού να παραγάγει πρωτόγνωρο πλούτο, και συνάμα πρωτόγνωρη φτώχεια. Την τάση της ανθρωπότητας να κατασκευάζει μηχανήματα με την δύναμη να παράγουν εκ μέρους μας τα πάντα αλλά, την ίδια στιγμή, και την έφεσή μας να μετατρεπόμαστε όλοι μας, εργαζόμενοι και εργοδότες, σε αλλοτριωμένους σκλάβους των τεχνολογικών δημιουργημάτων μας. 
Αυτό που δεν είδε ο Μαρξ ήταν το φαινόμενο μιας Microsoft ή μιας Apple. Εξηγούνται άραγε τα κέρδη αυτών των δύο κολοσσών με την θεωρία του Μαρξ; Μεταφράζονται εύκολα στην υπεραξία των εργαζόμενων αυτών των δύο επιχειρήσεων; Σε καμία περίπτωση. Ο Μαρξ υπέθετε ότι όλες οι επιχειρήσεις λειτουργούν σε απόλυτα ανταγωνιστικό πλαίσιο. Ότι οι καινοτομίες τους αντιγράφονται άμεσα και δεν δύνανται να πουλάνε τα προϊόντα τους πιο ακριβά από τους ανταγωνιστές τους. Με άλλα λόγια, ο Μάρξ έστρεφε την κριτική του σε μια ιδεατή, πλήρως, ανταγωνιστική έκφανση του καπιταλισμού. Δεν ασχολήθηκε με την περίπτωση μια πιθανής Microsoft ή μιας Apple επειδή πίστεψε ότι ο ανταγωνισμός θα έριχνε όλα τα τείχη του προστατευτισμού. Σφάλμα ολκής. Το αντίθετο συνέβη. Εταιρείες όπως η Microsoft και η Apple όχι μόνο κατάφεραν να υψώσουν νέα τείχη προστατευτισμού, αλλά και να ιδιωτικοποιήσουν αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «γενική διανόηση», την συλλογικά δηλαδή παραχθείσα γνώση μιας παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας. Το κάθε iPhone, το κάθε πρόγραμμα Windows, εμπεριέχει γνώση παραχθείσα από εκατομμύρια άτομα τα περισσότερα από τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με την Microsoft ή την Apple. Οι καλές αυτές εταιρείες, όπως περίπου η British East India Company πριν αιώνες μονοπώλησε το εμπόριο της Ευρώπης με την Άπω Ανατολή, μονοπωλούν την γνώση που έχουν παράξει μάζες επιστημόνων και μη. 
Αυτή την ιδιωτικοποίηση δεν την είχε φανταστεί ποτέ ο Μαρξ (πως θα μπορούσε άλλωστε;). Κι όμως, αυτή η ιδιωτικοποίηση βρίσκεται σήμερα στο κέντρο της διανομής του παγκόσμιου εισοδήματος. Ένα iPhone παράγεται στην Κίνα από την Ταϊβανέζικη Foxconn, στα εργοστάσια της οποίας εργάζονται χιλιάδες κινέζοι υπό οικτρές συνθήκες. Η Foxconn χρεώνει την Apple περί τα 80 δολάρια για κάθε συσκευή, την οποία μετά πουλάει η Apple για 700 δολάρια. Να το πω απλά: Ο ίδιος ο Μαρξ θα κατέληγε ότι η ανάλυσή του δεν αρκεί για να εξηγήσει τι γίνεται.
Ο καπιταλισμός που μελετούσε ο Μαρξ είχε ως κύριο πρωταγωνιστή έναν επιχειρηματία-ιδιοκτήτη που επένδυε δανεικά χρήματα στο εργοστάσιο και παρακρατούσε ό,τ κέρδη ένιωθε ότι μπορούσε να αφαιρέσει από τις επενδύσεις της επόμενης χρονιάς. Σήμερα, ο επιχειρηματίας είναι ένας απλός manager που «τρέχει» την επιχείρηση ουσιαστικά για λογαριασμό τραπεζών οι οποίες με την σειρά τους διοικούνται από managers (στους οποίους δεν ανήκουν οι τράπεζες). Σε αυτή την νέα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, η βασική πηγή πλούτου δεν είναι απλώς η υπεραξία που παράγουν οι προλετάριοι, αλλά οι υπερμισθοί των managers. Μισθοί ασύλληπτα υπεράνω του όποιου μεγέθους θα αντανακλούσε την «παραγωγικότητά» τους. Υπερμισθοί που διαχέονται προς τα κάτω, στα χαμηλότερα κλιμάκια του λεγόμενου middle management, έτσι ώστε να επιβάλλεται ένα καθεστώς «συνενοχής» μεταξύ κατεργαραίων διαφορετικού βεληνεκούς.
Αν ζούσε ο Κάρολος σήμερα, αυτή την διαδικασία θα μελετούσε. Το πως η υπεραξία παράγεται όλο και πιο πολύ στην Κίνα, στην Αφρική, στην Ινδία, ενώ στην Δύση όλοι, όχι βέβαια στον ίδιο βαθμό, εισπράττουν υπερμισθούς – δηλαδή μισθούς που, στην γλώσσα του Μαρξ, ξεπερνούν κατά πολύ την αξία της εργασίας-δραστηριότητάς τους.
Οι εγχώριοι Μαρξιστές
Όταν γύρισα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το 2000, η πρώτη μου απογοήτευση ήρθε από τους αυτο-προσδιοριζόμενους ως μαρξιστές φοιτητές μου. Θυμάμαι ατέλειωτες συζητήσεις, που με γέμιζαν απόγνωση, για τα λεγόμενα «εργασιακά δικαιώματα» που, εκείνοι έλεγαν ότι, πρέπει να τους «εξασφαλίζουν» τα πτυχία τους. Τους έλεγα: «Βρε παιδιά, μαρξιστές άνθρωποι είσαστε. Πως είναι δυνατόν να πιστεύετε ότι το Πανεπιστήμιο μπορεί ΚΑΙ να προσφέρει μαζική και δωρεάν παιδεία ΚΑΙ να σας εξασφαλίσει «εργασιακά δικαιώματα». Αν μπορούσε, αυτό δεν θα σήμαινε ότι ο Μαρξ έλεγε ανοησίες όταν ισχυριζόταν πως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του, να εκπολιτιστεί, χωρίς να καταργηθεί το μονοπώλιο των λίγων επί των μέσων παραγωγής;» Μόνος μου τα έλεγα, μόνος μου τα άκουγα.
Η τραγωδία της πλειοψηφίας των συμπατριωτών μας που δηλώνουν μαρξιστές είναι διττή: Από την μία, απέχουν πολύ από την ποιότητα, το ύφος και το ήθος της σκέψης του Μαρξ. Από την άλλη, απέχουν ακόμα περισσότερο από τα ζητήματα που θα απασχολούσαν τον Μαρξ σήμερα, και τα συμπεράσματα που θα έβγαζε.
Ως προς το πρώτο, τον τρόπο με τον οποίο παρερμηνεύουν τον Μαρξ του 19ου αιώνα, είναι ξεκάθαρο ότι οι έλληνες μαρξιστές δεν μοιράζονται με τον «γκουρού» τους το δέος που εκείνος ένιωθε μπροστά στα επιτεύγματα του καπιταλισμού. Επικεντρώνονται στα αρνητικά, μεμψιμοιρώντας, και στρεφόμενοι εναντίον εκείνων που ο Μαρξ θα θεωρούσε θείον δώρον: την παγκοσμιοποίηση, το Διαδίκτυο, τις νέες τεχνολογίες, την τάση του καπιταλισμού να καταστρέφει τις σεμνοτυφίες, την συντήρηση, το παλιό, την υποκρισία. Παράλληλα, αποτυγχάνουν να συλλάβουν την πραγματική κακοήθεια του καπιταλισμού που δεν έχει τίποτα να κάνει με την «αδικία» και την «ανισότητα» αλλά που, σύμφωνα με τον Μαρξ, προκύπτει από τον ανορθολογισμό που γεννά η ιδιωτική εκμετάλλευση συλλογικά παραχθέντων αγαθών (κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών).
Ως προς το δεύτερο, τώρα, την αδυναμία τους να σκεφτούν αυτά που θα σκεφτόταν ο Μαρξ σήμερα (εν όψει των νέων δεδομένων), εδώ η κατάσταση φέρνει δάκρυα στα μάτια. Έχετε ακούσει κάποιο από τα κόμματα της Αριστεράς να νοιάζεται για τον τρόπο με τον οποίο η Δύση, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, καρπούται την υπεραξία που παράγει ο ‘Νότος’, μετατρέποντάς την σε υπερμισθούς; Ακούσατε ποτέ να εκφέρεται, από την Αριστερά, μια ανάλυση της μετά το 2008 ελληνικής κατάστασης όπου να τίθεται επί τάπητος η ανικανότητα της χώρας τόσο να παράγει (παραδοσιακή κατά Μαρξ) υπεραξία όσο και να καρπούται υπερμισθούς; Όχι, δεν ακούσατε.
Αυτό που ακούσατε, ουσιαστικά, είναι η απαίτηση οι έλληνες εργαζόμενοι να εισπράττουν κι αυτοί υπερμισθούς - μιας και η βιομηχανία μας δεν παράγει αρκετή υπεραξία από την οποία να διεκδικήσουν ένα μέρος. Αυτό που ακούσατε είναι καταγγελίες περί της αδικίας των Μνημονίων και περί της όλο και μεγαλύτερης απόσπασης υπεραξίας των εργαζόμενων (όταν αυτή δεν υφίσταται πλέον). Όσο δε για το τι πρέπει να γίνει, μεγάλο μέρος της Αριστεράς απαντά: Επιστροφή στην αυτάρκεια. Έξοδο από το ευρώ. Έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος στην παγκοσμιοποίηση. Τείχη γύρω από την χώρα που να εμποδίζουν τις εισαγωγές.
Ερωτώ λοιπόν: Με πόσες στροφές νομίζετε ότι περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του ο Μαρξ στον τάφο του στο Highgate όταν «ακούει» τους έλληνες μαρξιστές να λένε τέτοια πράγματα; Η δική μου εκτίμηση είναι: με περίπου 12000rpm!
Επίλογος
Με αυτό το άρθρο κλείνει ένας κύκλος. Ένας κύκλος που προσπάθησε να αναδείξει την ιδεολογική ασυνέπεια και των τριών μεγάλων ιδεολογικών ρευμάτων που κυριαρχούν στην πολιτική σφαίρα, και τα οποία θα κονταροκτυπηθούν (με διαφορετικά κομματικά περιτυλίγματα) στις επικείμενες εκλογές. Είδαμε ελευθεριάζοντες που υποστηρίζουν την μεγαλύτερη και πιο τοξική κρατική παρέμβαση στην ιδιωτική οικονομία (τα δάνεια των Μνημονίων). Γνωρίσαμε Κευνσιανούς που υποστηρίζουν ότι, εν καιρώ βαθιά ύφεσης, η ανάπτυξη θα έρθει μειώνοντας δημόσιες δαπάνες και μισθούς. Καταλήξαμε σε Μαρξιστές που, ουσιαστικά, υπερασπίζονται το δικαίωμα των ελλήνων εργαζόμενων να ζουν ως ραντιέρηδες (εισοδηματίες), ξεζουμώντας την υπεραξία «άλλων» τριτοκοσμικών, ξένων.
Στόχος μου, επαναλαμβάνω, δεν ήταν να επιχειρηματολογήσω υπέρ της ιδεολογικής και θεωρητικής καθαρότητας. Προσωπικά μιλώντας (επειδή, εδώ στο τέλος, δεν με πειράζει να δηλώσω την δική μου ταυτότητα), κατανοώ τον καπιταλισμό διαβάζοντας Μαρξ (και συγκεκριμένα τον Πρόλογο στην Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ΚΑΙ την 18η Brumiere του Louis Bonaparte), Keynes (όχι τόσο την Γενική Θεωρία αλλά τα αριστουργηματά του World Economic Outlook, The Economic Consequences of the Peace και το Treatise on Money) και Hayek (Economics and Knowledge). Όχι, στόχος μου ήταν να καταδείξω πως, στην Ελλάδα, μια από τις εκφάνσεις (και αιτίες) της Κρίσης είναι ότι τα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα δεν είναι καν ειλικρινή με τον εαυτό τους.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Βαρουφάκης-Συντηρητικοί Μαρξιστές (Α' μέρος)


Μετά τους Δεσμευμένους Ελευθεριάζοντες και τους Συνθηκολογημένους Κευνσιανούς (βλ. εδώ για τοΜέρος Β), σήμερα ήρθε η σειρά των εγχώριων μαρξιστών που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έκαναν τον Καρλ Μαρξ να βγει από τα ρούχα του – ακριβώς όπως οι Δεσμευμένοι Ελευθεριάζοντες θα εκνεύριζαν τον γκουρού τους Friedrich von Hayek, και οι Συνθηκολογημένοι Κευνσιανοί τον John Maynard Keynes.
Πριν προχωρήσω, επιτρέψτε μου να θυμίσω τον σκοπό αυτών των τριών άρθρων: Να εξετάσουν κατά πόσον οι έλληνες διαμορφωτές της κοινής γνώμης (πολιτικοί, επιστήμονες, σχολιαστές) είναι συνεπείς με τις αρχές, και την ιδεολογία, που οι ίδιοι δηλώνουν ότι έχουν. Στόχος μου δεν είναι να αμφισβητήσω τον νεοφιλελευθερισμό, τον Κευνσιανισμό ή, σήμερα, τον Μαρξισμό. Στόχος μου είναι να καταδείξω τον τρόπο με τον οποίο οι κυρίαρχοι εκπρόσωποι, στην Ελλάδα, αυτών των τριών ιδεολογικών ρευμάτων πέφτουν σε αντιφάσεις με αυτά που οι ίδιοι λένε ότι πιστεύουν. Πολλοί μου λέτε: Και γιατί πρέπει κάποιος σώνει και καλά πρέπει να είναι «πιστός» στο ιδεολόγημά του; Γιατί να μην μπορεί κάποιος να δηλώνει επηρεασμένος από τον Hayek αλλά και να δέχεται κάποια από τα επιχειρήματα του Keynes, ή και του Μαρξ ακόμα, παρόλο που ο Hayek τα απέρριπτε; Συμφωνώ απόλυτα. Όμως, σε αυτή την περίπτωση πρέπει να απαιτήσουμε το εξής: Να μας εξηγήσουν επακριβώς σε ποιο σημείο της ανάλυσης του «γκουρού» τους διαφωνούν με αυτόν, τι αντιπροτείνουν οι ίδιοι, και με ποιο τρόπο εντάσσουν στην ιδεολογία τους τα επιχειρήματα της «άλλης» πλευράς. Από την ποιότητα αυτής της απάντησης εμείς, το «κοινό» τους, θα μπορέσουμε να κρίνουμε το κατά πόσον επρόκειτο για πραγματικά συνεκτική συνθετική σκέψη (που απαιτούν τα νέα δεδομένα και η νέα τους ανάλυση) ή για απλή ασυνέπεια (που επιβάλει το συμφέρον τους στην σημερινή συγκυρία). Ιδίως τώρα που πλησιάζουν εκλογές, εμείς οι εκλογείς έχουμε υποχρέωση να θέτουμε τέτοια αμείλικτα ερωτήματα σε εκείνους που θέλουν να μας εκπροσωπήσουν.
Η συνεισφορά του Μαρξ
Πριν καλά-καλά αναδυθεί ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο Μαρξ είχε διαισθανθεί το μεγαλείο αλλά και τις αντιφάσεις του. To 1848 έγραφε ότι η αστική τάξη «έχει επιτύχει θαύματα πολύ σημαντικότερα από τις Αιγυπτιακές Πυραμίδες, τα Ρωμαϊκά Υδραγωγεία, τις Γοτθικές Μητροπόλεις.» «Δημιούργησε παραγωγικές δυνάμεις πιο γιγάντιες, πιο κολοσσιαίες από εκείνες που είχαν δημιουργήσει όλες οι προηγούμενες γενιές μαζί.» Ο καπιταλισμός «δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να γεννά συνεχείς τεχνολογικές επαναστάσεις ανατρέποντας όχι μόνο τις παραγωγικές δυνάμεις αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις.» Φανταστείτε τι διθύραμβους θα έγραφε σήμερα για το Διαδίκτυο, τις νέες τεχνολογίες, και τον τρόπο με τον οποίο όλα αυτά καταστρέφουν το παλιό και φέρνουν το νέο.
Όταν ο Μαρξ έγραφε την φράση «όλες οι κατεστημένες εθνικές βιομηχανίες έχουν καταρρεύσει, ή καταρρέουν καθημερινά», δεν θρηνούσε για αυτές: χαιρέτιζε την κατάρρευσή τους! Όταν προσέθετε την συναφή φράση πως «στην θέση των παλαιών επιθυμιών, που ικανοποιεί η εγχώρια παραγωγή μιας χώρας, δημιουργούνται νέες επιθυμίες για τα προϊόντα χωρών μακρινών και κλιμάτων εξωτικών», όχι μόνο προέβλεπε πως στο Λονδίνο σήμερα ο μέσος Άγγλος θα καταναλώνει ελαιόλαδο και θα αγοράζει μάνγκο, αλλά και επικροτούσε την παγκοσμιοποίηση αυτή.
Το γεγονός ότι διέκρινε ότι αυτό το θαύμα του καπιταλισμού ερχόταν «πακέτο» με μια σκοτεινή πλευρά, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τον θαυμασμό του Μαρξ για τα επιτεύγματά του. Αντίθετα, ο Μαρξ θέλει διακαώς να κρατήσει τα «καλά» του καπιταλισμού, να τον προστατέψει από τους καταστροφείς του (είτε αυτοί είναι αριστοκράτες-ραντιέρηδες που μισούν την επιχειρηματικότητα είτε ρακένδυτοι Λουδίτες που φοβούνται το καινούργιο), αλλά βεβαίως και να ανατρέψει τις αντιφάσεις του.
Ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβουμε την αγωνία του Μαρξ, είναι να θυμηθούμε την νουβέλα της Mary Shelley που σκαρφίστηκε τον θρύλο του Dr Frankenstein. Ο ήρωας της Shelley, καλός κ’ αγαθός επιστήμονας, απλά ήθελε να νικήσει τον θάνατο. Όπως ο Προμηθέας μας δώρησε την φωτιά, έτσι κι εκείνος ήθελε, μέσα από την επιστημονική δίοδο, να μας δώσει την Αθανασία, να μας βοηθήσει να μην χρειαστεί ξανά να χάσουμε τους αγαπημένους μας. Όμως, η τεχνολογία τον πρόδωσε. Δημιούργησε ένα τέρας που, τελικά, τον σκότωσε. Αυτός είναι ο φόβος του Μαρξ για τον καπιταλισμό: δημιουργεί καταπληκτικές τεχνολογίες, οικοδομεί αφάνταστες παραγωγικές δυνατότητες, που υπόσχονται να μας απελευθερώσουν από τον ανόητο μόχθο (καθιστώντας μας όλους εν δυνάμει φιλόσοφους σε κάποια Αγορά, όπως της Αρχαίας Αθήνας των ονείρων του), αλλά, εν τέλει, αυτά τα ίδια τα μηχανήματα καταλήγουμε να τα υπηρετούμε όλοι, πλούσιοι και φτωχοί. Καπιταλιστές και προλετάριοι γινόμαστε σκλάβοι των μηχανών που έπρεπε να μας απελευθερώνουν. Του χρήματος που τα λαδώνει. Κι όχι μόνο γινόμαστε σκλάβοι τους, αλλά σκλάβοι που, περιοδικά, δεν έχουν καν το δικαίωμα να... δουλεύουν.
Αυτό είναι το δράμα του καπιταλισμού στα μάτια του Μαρξ. Ότι δημιουργεί ταυτόχρονα συγκλονιστικές δυνατότητες παραγωγής και απελευθέρωσης αλλά, παράλληλα, δημιουργεί και μορφές δυστυχίας που η ανθρωπότητα δεν έχει ξαναζήσει. Αυτά τα δύο, τον ανείπωτο πλούτο και την αβάσταχτη φτώχεια, τα δημιουργεί η ίδια ακριβώς διαδικασία. Το ερώτημα, λοιπόν, που έθεσε ο Μαρξ στον εαυτό του, και το οποίο προσπαθούσε να απαντήσει μέχρι την τελευταία του στιγμή, ήταν: Πώς μπορούμε να κρατήσουμε την δημιουργική δυναμική του καπιταλισμού, απεμπολώντας τις καταστροφικές (και μάλιστα αυτο-καταστροφικές) τάσεις του; 
Ας δούμε όμως τώρα από που προκύπτει η πεποίθηση του Μαρξ για αυτή την τεράστια αντίφαση που θεωρεί ότι χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Ο Μαρξ ξεκινά την ανάλυσή του με την εξής υπόθεση: Μόνο η ανθρώπινη εργασία δημιουργεί αξία. Οι μηχανές, η γη, το πετρέλαιο, είναι απλώς πρώτες ύλες. Χωρίς τον ανθρώπινο μόχθο, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια στοίβα «υλικών». Άρα, η αξία του κάθε εμπορεύματος, π.χ. του κάθε κινητού, αντανακλά τον ανθρώπινο μόχθο που «σπαταλήθηκε» για την κατασκευή του. Για αυτό, μετά από λίγο καιρό, όταν η παραγωγή αυτοματοποιηθεί, οι ηλεκτρονικές συσκευές φτηναίνουν: επειδή αυξάνεται το ποσοστό συμμετοχής στην παραγωγή τους των άψυχων μηχανών και, παράλληλα, μειώνεται το ανάλογο ποσοστό συμμετοχής της ανθρώπινης εργασίας. Και η αξία της ανθρώπινης εργασίας από τι καθορίζεται;
Εδώ έγκειται η σημαντική αναλυτική συνεισφορά του Μαρξ: το ότι ξεκαθαρίζει την διπλή φύση της εργασίας. Η πρώτη «φύση» της εργασίας είναι εκείνη που αγοράζει ο εργοδότης καταβάλλοντας ένα μισθό – η εργασία-εμπόρευμα, με άλλα λόγια. Η αξία της εργασίας-εμπόρευμα μεταφράζεται, σε όρους χρήματος, στον μισθό. Υπάρχει όμως κι η δεύτερη φύση της εργασίας: η εργασία-δραστηριότητα, ή ο μόχθος, η σκέψη, η δημιουργικότητα, το ταλέντο του εργαζόμενου την ώρα που εργάζεται. Αυτή η δεύτερη μορφή εργασίας δεν είναι εμπόρευμα, δεν αγοράζεται. Είναι όμως «δημιουργική ενέργεια» που εμφυσά αξία στα προϊόντα της επιχείρησης.

Περιληπτικά, οι εργαζόμενοι ζουν πουλώντας την εργασία-εμπόρευμα τους με αντάλλαγμα τον μισθό που αντανακλά την πραγματική αξία αυτού του εμπορεύματος. Όμως, την ώρα της δουλειάς, οι εργαζόμενοι προσφέρουν στην επιχείρηση την εργασία-δραστηριότητα τους, η οποία προσδιορίζει την αξία των παραγόμενων από αυτούς προϊόντων. Για να είναι βιώσιμο το καπιταλιστικό σύστημα, λέει ο Μαρξ, η συνολική αξία της εργασίας-δραστηριότητας (δηλαδή των προϊόντων) πρέπει να υπερβαίνει την συνολική αξία της εργασίας-εμπόρευμα (δηλαδή των μισθών). Αυτή η διαφορά ονομάζεται υπεραξία και παρακρατάται από τον εργοδότη. Με αυτά τα χρήματα, ο εργοδότης αποπληρώνει τα δάνεια του στην τράπεζα και πληρώνει νοίκι στον ιδιοκτήτη του ακίνητου. Τα υπόλοιπα αποτελούν τα κέρδη του επιχειρηματία. Στον βαθμό όμως που ο επιχειρηματίας αντιμετωπίζει έντονο ανταγωνισμό, αναγκάζεται να τα επενδύσει σε νέα τεχνολογία για να μην μείνει πίσω σε σχέση με τον ανταγωνισμό, για να μην φαλιρίσει στο μέλλον (στην περίπτωση που οι ανταγωνιστές καταφέρουν, με νέες τεχνολογίες, να ρίξουν το κόστος τους κάτω από το δικό του). Έτσι, σύμφωνα με τον Μαρξ, τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες ζουν δύσκολα κάτω από το βάρος του ανταγωνισμού: οι εργαζόμενοι φυτοζωούν, εισπράττοντας την πενιχρή αξία της εργασίας-εμπορεύματός τους, ενώ κι οι εργοδότες αναγκάζονται να επενδύουν τα κέρδη τους σε νέα τεχνολογία, υπό τον φόβο ότι θα καταλήξουν κι αυτοί υπάλληλοι άλλων εργοδοτών (σε περίπτωση που οι ανταγωνιστές τους τους ξεπεράσουν σε παραγωγικότητα).

Και πού είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα σύμφωνα με τον Μαρξ έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η κοινωνική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας παραγάγει, με μαθηματική ακρίβεια, Κρίσεις. Για του λόγου το αληθές, να τι έγραφε επί λέξει: «Κρίσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα θέτουν υπό αίρεση, κάθε φορά και πιο απειλητικά, την ύπαρξη ολόκληρης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στην διάρκεια αυτών των κρίσεων, ανά καιρούς καταστρέφεται όχι μόνο ένα μέρος των παραχθέντων προϊόντων, αλλά και των παραγωγικών δυνάμεων που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν.» Πόσο πιο συγκεκριμένα μπορούσε να το πει ο άνθρωπος;
Το ερώτημα βέβαια τίθεται: Σε τι οφείλεται αυτή η περιοδική καταστροφή η οποία θυσιάζει στον Καιάδα της Ιστορίας ολόκληρες γενιές, όπως η σημερινή στην χώρα μας; Η απάντηση του Μαρξ ήταν η εξής:
Ας υποθέσουμε ότι ξεκινάμε με μία περίοδο «παχιών αγελάδων». Η οικονομία μεγεθύνεται, οι επενδύσεις καλά κρατούν, και οι εργοδότες επανεπενδύουν πρόθυμα τα κέρδη τους σε περισσότερα και καλύτερα μηχανήματα. Είναι η κατάσταση αυτή διατηρήσιμη; Ο Μαρξ κοίταξε αυτή τη ρόδινη εικόνα μιας μεγεθυνόμενης καπιταλιστικής οικονομίας και διέκρινε την αρχή μιας επικείμενης οικονομικής κρίσης. Καθώς η παραγωγή αυτοματοποιείται, κάθε μονάδα προϊόντος ενσωματώνει όλο και λιγότερη ανθρώπινη εργασία. Και καθώς η τελευταία είναι εκείνη που καθορίζει την αξία των εμπορευμάτων, η μείωση των αξιών, η πτώση των τιμών και η κατάρρευση των κερδών είναι απλά ζήτημα χρόνου. Κάποιες επιχειρήσεις, οι περισσότερο ευάλωτες, θα χρεοκοπήσουν προκαλώντας μία αρνητική αλυσιδωτή αντίδραση: οι πρώτοι εργάτες που θα μείνουν άνεργοι θα περικόψουν την κατανάλωσή τους και έτσι θα μειώσουν ακόμα περισσότερο τα κέρδη κάποιων άλλων επιχειρήσεων οι οποίες θα αναγκαστούν τότε να απολύσουν περισσότερους εργαζόμενους κ.ο.κ. μέχρι η οικονομία να περιέλθει σε στασιμότητα οπότε τεράστιες ουρές ανέργων θα μαζεύονται έξω από τις πύλες εργοστασίων που υπολειτουργούν (ή, ακόμα χειρότερα, που έχουν κλείσει), ψάχνοντας απεγνωσμένα για δουλειά.
Σε κάποιο σημείο, η Ύφεση θα έχει βαθύνει τόσο πολύ, που όσες επιχειρήσεις έχουν επιβιώσει θα αρχίσουν να πηγαίνουν καλύτερα. Αυτό θα συμβεί διότι, με πολλούς από τους ανταγωνιστές τους να έχουν τεθεί εκτός αγοράς, θα απολαμβάνουν ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Παρά το ότι η πίτα θα έχει συρρικνωθεί, θα υπάρχουν πολύ λιγότερες επιχειρήσεις που θα ανταγωνίζονται για κάποιο κομμάτι, με αποτέλεσμα όσοι έχουν μείνει στο παιχνίδι να είναι σε θέση να αρπάξουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την (εντούτοις συρρικνωμένη) πίτα. Επιπρόσθετα, μέσω της δημιουργίας τεράστιων ποσοτήτων ανενεργού κεφαλαίου και εργασίας, οι τιμές των οποίων θα πέσουν κάτω από τις αξίες τους, η Ύφεση θα μειώσει τα κόστη των επιχειρήσεων. Με απλά λόγια, κατά τη διάρκεια της Ύφεσης, οι επιχειρήσεις που θα έχουν επιβιώσει θα είναι σε θέση να αγοράσουν πρώτες ύλες, ηλεκτρονικό εξοπλισμό και μηχανήματα, για ένα κομμάτι ψωμί. Όσον αφορά στους εργάτες, απεγνωσμένοι καθώς θα είναι για δουλειά, θα εργαστούν για χαμηλότερους μισθούς και – ακόμα και αν ο μισθός τους δεν μειωθεί – θα εργαστούν πολύ πιο σκληρά φοβούμενοι ότι μπορεί, με κάθε καπρίτσιο του εργοδότη, να πεταχτούν στον ανθρώπινο σωρό που περιμένει με αξιολύπητο τρόπο έξω από τις πύλες του εργοστασίου. Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι, σύμφωνα με τον Μαρξ, οι οικονομικές κρίσεις είναι για τον καπιταλισμό ό,τι και η κόλαση για τον Χριστιανισμό: απολύτως αναγκαίες.
Σε αντίθεση όμως με την κόλαση, μία οικονομική κρίση δεν είναι μόνιμη. Προσπαθώντας να επαυξήσουν την κυριαρχία τους στην αγορά, οι επιχειρήσεις που έχουν επιβιώσει αρχίζουν να επεκτείνονται μέσα στην ύφεση. Καθώς επεκτείνονται (π.χ. προσλαμβάνοντας περισσότερους εργάτες), ξεκινούν μία άλλη αλυσιδωτή αντίδραση, αυτή τη φορά θετική, η οποία αυξάνει το προϊόν, την απασχόληση και τελικά τη συσσώρευση κεφαλαίου. Η οικονομία βγαίνει από την ύφεση και εισέρχεται σε μία περίοδο μεγέθυνσης. Και πάλι όμως, η άνοδος εμπεριέχει τον σπόρο της επόμενης ύφεσης. Και ούτω καθ’ εξής.
Προσέξατε ότι ο οικονομικός κύκλος που μόλις περιέγραψα «παράχθηκε» χωρίς την παραμικρή μνεία στο χρήμα και τον χρηματοπιστωτικό, ή τραπεζικό, τομέα; Όταν στο μείγμα προστίθεται ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ο κύκλος γίνεται πιο ασταθής και ένας νέος, πρωτοφανής συστημικός κίνδυνος εμφανίζεται στον ορίζοντα: ο κίνδυνος μιας καταστροφικής πτώσης (τύπου 1929 ή 2008) σε αντίθεση με μια βαθμιαία και παροδική ύφεση.
Τέλος, τι πρέπει να γίνει για να κρατήσουμε τα «καλά» του καπιταλισμού και να απεμπολήσουμε τα αρνητικά του; Η απάντηση του Μαρξ, απλή: να ξεριζωθεί η ρίζα του «κακού» χωρίς να αγγιχτεί η τεχνολογία που μας χάρισε ο καπιταλισμός. Και πως μπορεί να γίνει αυτό; Να καταργηθεί ο διαχωρισμός μεταξύ εκείνων που εργάζονται χωρίς να είναι ιδιοκτήτες της επιχείρησης και των άλλων που δεν εργάζονται αλλά είναι οι μεγαλομέτοχοί της. Μόνο έτσι, υποστήριζε ο Μαρξ, θα διατηρήσουμε την βιομηχανική επανάσταση χωρίς τον ανορθολογισμό των Κρίσεων που γεννά, αναπόφευκτα, η μονοπώληση, από τους λίγους, των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί του προϊόντος που παράγουν οι πολλοί.

Αύριο η συνέχεια: Τι δεν είδε ο Μαρξ
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών