Συντηρητικοί Μαρξιστές (Α' μέρος)
30/03/2012
Μετά τους Δεσμευμένους Ελευθεριάζοντες και τους Συνθηκολογημένους Κευνσιανούς (βλ. εδώ για τοΜέρος Β), σήμερα ήρθε η σειρά των εγχώριων μαρξιστών που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έκαναν τον Καρλ Μαρξ να βγει από τα ρούχα του – ακριβώς όπως οι Δεσμευμένοι Ελευθεριάζοντες θα εκνεύριζαν τον γκουρού τους Friedrich von Hayek, και οι Συνθηκολογημένοι Κευνσιανοί τον John Maynard Keynes.
Πριν προχωρήσω, επιτρέψτε μου να θυμίσω τον σκοπό αυτών των τριών άρθρων: Να εξετάσουν κατά πόσον οι έλληνες διαμορφωτές της κοινής γνώμης (πολιτικοί, επιστήμονες, σχολιαστές) είναι συνεπείς με τις αρχές, και την ιδεολογία, που οι ίδιοι δηλώνουν ότι έχουν. Στόχος μου δεν είναι να αμφισβητήσω τον νεοφιλελευθερισμό, τον Κευνσιανισμό ή, σήμερα, τον Μαρξισμό. Στόχος μου είναι να καταδείξω τον τρόπο με τον οποίο οι κυρίαρχοι εκπρόσωποι, στην Ελλάδα, αυτών των τριών ιδεολογικών ρευμάτων πέφτουν σε αντιφάσεις με αυτά που οι ίδιοι λένε ότι πιστεύουν. Πολλοί μου λέτε: Και γιατί πρέπει κάποιος σώνει και καλά πρέπει να είναι «πιστός» στο ιδεολόγημά του; Γιατί να μην μπορεί κάποιος να δηλώνει επηρεασμένος από τον Hayek αλλά και να δέχεται κάποια από τα επιχειρήματα του Keynes, ή και του Μαρξ ακόμα, παρόλο που ο Hayek τα απέρριπτε; Συμφωνώ απόλυτα. Όμως, σε αυτή την περίπτωση πρέπει να απαιτήσουμε το εξής: Να μας εξηγήσουν επακριβώς σε ποιο σημείο της ανάλυσης του «γκουρού» τους διαφωνούν με αυτόν, τι αντιπροτείνουν οι ίδιοι, και με ποιο τρόπο εντάσσουν στην ιδεολογία τους τα επιχειρήματα της «άλλης» πλευράς. Από την ποιότητα αυτής της απάντησης εμείς, το «κοινό» τους, θα μπορέσουμε να κρίνουμε το κατά πόσον επρόκειτο για πραγματικά συνεκτική συνθετική σκέψη (που απαιτούν τα νέα δεδομένα και η νέα τους ανάλυση) ή για απλή ασυνέπεια (που επιβάλει το συμφέρον τους στην σημερινή συγκυρία). Ιδίως τώρα που πλησιάζουν εκλογές, εμείς οι εκλογείς έχουμε υποχρέωση να θέτουμε τέτοια αμείλικτα ερωτήματα σε εκείνους που θέλουν να μας εκπροσωπήσουν.
Η συνεισφορά του Μαρξ
Πριν καλά-καλά αναδυθεί ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο Μαρξ είχε διαισθανθεί το μεγαλείο αλλά και τις αντιφάσεις του. To 1848 έγραφε ότι η αστική τάξη «έχει επιτύχει θαύματα πολύ σημαντικότερα από τις Αιγυπτιακές Πυραμίδες, τα Ρωμαϊκά Υδραγωγεία, τις Γοτθικές Μητροπόλεις.» «Δημιούργησε παραγωγικές δυνάμεις πιο γιγάντιες, πιο κολοσσιαίες από εκείνες που είχαν δημιουργήσει όλες οι προηγούμενες γενιές μαζί.» Ο καπιταλισμός «δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να γεννά συνεχείς τεχνολογικές επαναστάσεις ανατρέποντας όχι μόνο τις παραγωγικές δυνάμεις αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις.» Φανταστείτε τι διθύραμβους θα έγραφε σήμερα για το Διαδίκτυο, τις νέες τεχνολογίες, και τον τρόπο με τον οποίο όλα αυτά καταστρέφουν το παλιό και φέρνουν το νέο.
Όταν ο Μαρξ έγραφε την φράση «όλες οι κατεστημένες εθνικές βιομηχανίες έχουν καταρρεύσει, ή καταρρέουν καθημερινά», δεν θρηνούσε για αυτές: χαιρέτιζε την κατάρρευσή τους! Όταν προσέθετε την συναφή φράση πως «στην θέση των παλαιών επιθυμιών, που ικανοποιεί η εγχώρια παραγωγή μιας χώρας, δημιουργούνται νέες επιθυμίες για τα προϊόντα χωρών μακρινών και κλιμάτων εξωτικών», όχι μόνο προέβλεπε πως στο Λονδίνο σήμερα ο μέσος Άγγλος θα καταναλώνει ελαιόλαδο και θα αγοράζει μάνγκο, αλλά και επικροτούσε την παγκοσμιοποίηση αυτή.
Το γεγονός ότι διέκρινε ότι αυτό το θαύμα του καπιταλισμού ερχόταν «πακέτο» με μια σκοτεινή πλευρά, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τον θαυμασμό του Μαρξ για τα επιτεύγματά του. Αντίθετα, ο Μαρξ θέλει διακαώς να κρατήσει τα «καλά» του καπιταλισμού, να τον προστατέψει από τους καταστροφείς του (είτε αυτοί είναι αριστοκράτες-ραντιέρηδες που μισούν την επιχειρηματικότητα είτε ρακένδυτοι Λουδίτες που φοβούνται το καινούργιο), αλλά βεβαίως και να ανατρέψει τις αντιφάσεις του.
Ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβουμε την αγωνία του Μαρξ, είναι να θυμηθούμε την νουβέλα της Mary Shelley που σκαρφίστηκε τον θρύλο του Dr Frankenstein. Ο ήρωας της Shelley, καλός κ’ αγαθός επιστήμονας, απλά ήθελε να νικήσει τον θάνατο. Όπως ο Προμηθέας μας δώρησε την φωτιά, έτσι κι εκείνος ήθελε, μέσα από την επιστημονική δίοδο, να μας δώσει την Αθανασία, να μας βοηθήσει να μην χρειαστεί ξανά να χάσουμε τους αγαπημένους μας. Όμως, η τεχνολογία τον πρόδωσε. Δημιούργησε ένα τέρας που, τελικά, τον σκότωσε. Αυτός είναι ο φόβος του Μαρξ για τον καπιταλισμό: δημιουργεί καταπληκτικές τεχνολογίες, οικοδομεί αφάνταστες παραγωγικές δυνατότητες, που υπόσχονται να μας απελευθερώσουν από τον ανόητο μόχθο (καθιστώντας μας όλους εν δυνάμει φιλόσοφους σε κάποια Αγορά, όπως της Αρχαίας Αθήνας των ονείρων του), αλλά, εν τέλει, αυτά τα ίδια τα μηχανήματα καταλήγουμε να τα υπηρετούμε όλοι, πλούσιοι και φτωχοί. Καπιταλιστές και προλετάριοι γινόμαστε σκλάβοι των μηχανών που έπρεπε να μας απελευθερώνουν. Του χρήματος που τα λαδώνει. Κι όχι μόνο γινόμαστε σκλάβοι τους, αλλά σκλάβοι που, περιοδικά, δεν έχουν καν το δικαίωμα να... δουλεύουν.
Αυτό είναι το δράμα του καπιταλισμού στα μάτια του Μαρξ. Ότι δημιουργεί ταυτόχρονα συγκλονιστικές δυνατότητες παραγωγής και απελευθέρωσης αλλά, παράλληλα, δημιουργεί και μορφές δυστυχίας που η ανθρωπότητα δεν έχει ξαναζήσει. Αυτά τα δύο, τον ανείπωτο πλούτο και την αβάσταχτη φτώχεια, τα δημιουργεί η ίδια ακριβώς διαδικασία. Το ερώτημα, λοιπόν, που έθεσε ο Μαρξ στον εαυτό του, και το οποίο προσπαθούσε να απαντήσει μέχρι την τελευταία του στιγμή, ήταν: Πώς μπορούμε να κρατήσουμε την δημιουργική δυναμική του καπιταλισμού, απεμπολώντας τις καταστροφικές (και μάλιστα αυτο-καταστροφικές) τάσεις του;
Ας δούμε όμως τώρα από που προκύπτει η πεποίθηση του Μαρξ για αυτή την τεράστια αντίφαση που θεωρεί ότι χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Ο Μαρξ ξεκινά την ανάλυσή του με την εξής υπόθεση: Μόνο η ανθρώπινη εργασία δημιουργεί αξία. Οι μηχανές, η γη, το πετρέλαιο, είναι απλώς πρώτες ύλες. Χωρίς τον ανθρώπινο μόχθο, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια στοίβα «υλικών». Άρα, η αξία του κάθε εμπορεύματος, π.χ. του κάθε κινητού, αντανακλά τον ανθρώπινο μόχθο που «σπαταλήθηκε» για την κατασκευή του. Για αυτό, μετά από λίγο καιρό, όταν η παραγωγή αυτοματοποιηθεί, οι ηλεκτρονικές συσκευές φτηναίνουν: επειδή αυξάνεται το ποσοστό συμμετοχής στην παραγωγή τους των άψυχων μηχανών και, παράλληλα, μειώνεται το ανάλογο ποσοστό συμμετοχής της ανθρώπινης εργασίας. Και η αξία της ανθρώπινης εργασίας από τι καθορίζεται;
Εδώ έγκειται η σημαντική αναλυτική συνεισφορά του Μαρξ: το ότι ξεκαθαρίζει την διπλή φύση της εργασίας. Η πρώτη «φύση» της εργασίας είναι εκείνη που αγοράζει ο εργοδότης καταβάλλοντας ένα μισθό – η εργασία-εμπόρευμα, με άλλα λόγια. Η αξία της εργασίας-εμπόρευμα μεταφράζεται, σε όρους χρήματος, στον μισθό. Υπάρχει όμως κι η δεύτερη φύση της εργασίας: η εργασία-δραστηριότητα, ή ο μόχθος, η σκέψη, η δημιουργικότητα, το ταλέντο του εργαζόμενου την ώρα που εργάζεται. Αυτή η δεύτερη μορφή εργασίας δεν είναι εμπόρευμα, δεν αγοράζεται. Είναι όμως «δημιουργική ενέργεια» που εμφυσά αξία στα προϊόντα της επιχείρησης.
Περιληπτικά, οι εργαζόμενοι ζουν πουλώντας την εργασία-εμπόρευμα τους με αντάλλαγμα τον μισθό που αντανακλά την πραγματική αξία αυτού του εμπορεύματος. Όμως, την ώρα της δουλειάς, οι εργαζόμενοι προσφέρουν στην επιχείρηση την εργασία-δραστηριότητα τους, η οποία προσδιορίζει την αξία των παραγόμενων από αυτούς προϊόντων. Για να είναι βιώσιμο το καπιταλιστικό σύστημα, λέει ο Μαρξ, η συνολική αξία της εργασίας-δραστηριότητας (δηλαδή των προϊόντων) πρέπει να υπερβαίνει την συνολική αξία της εργασίας-εμπόρευμα (δηλαδή των μισθών). Αυτή η διαφορά ονομάζεται υπεραξία και παρακρατάται από τον εργοδότη. Με αυτά τα χρήματα, ο εργοδότης αποπληρώνει τα δάνεια του στην τράπεζα και πληρώνει νοίκι στον ιδιοκτήτη του ακίνητου. Τα υπόλοιπα αποτελούν τα κέρδη του επιχειρηματία. Στον βαθμό όμως που ο επιχειρηματίας αντιμετωπίζει έντονο ανταγωνισμό, αναγκάζεται να τα επενδύσει σε νέα τεχνολογία για να μην μείνει πίσω σε σχέση με τον ανταγωνισμό, για να μην φαλιρίσει στο μέλλον (στην περίπτωση που οι ανταγωνιστές καταφέρουν, με νέες τεχνολογίες, να ρίξουν το κόστος τους κάτω από το δικό του). Έτσι, σύμφωνα με τον Μαρξ, τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες ζουν δύσκολα κάτω από το βάρος του ανταγωνισμού: οι εργαζόμενοι φυτοζωούν, εισπράττοντας την πενιχρή αξία της εργασίας-εμπορεύματός τους, ενώ κι οι εργοδότες αναγκάζονται να επενδύουν τα κέρδη τους σε νέα τεχνολογία, υπό τον φόβο ότι θα καταλήξουν κι αυτοί υπάλληλοι άλλων εργοδοτών (σε περίπτωση που οι ανταγωνιστές τους τους ξεπεράσουν σε παραγωγικότητα).
Και πού είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα σύμφωνα με τον Μαρξ έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η κοινωνική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας παραγάγει, με μαθηματική ακρίβεια, Κρίσεις. Για του λόγου το αληθές, να τι έγραφε επί λέξει: «Κρίσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα θέτουν υπό αίρεση, κάθε φορά και πιο απειλητικά, την ύπαρξη ολόκληρης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στην διάρκεια αυτών των κρίσεων, ανά καιρούς καταστρέφεται όχι μόνο ένα μέρος των παραχθέντων προϊόντων, αλλά και των παραγωγικών δυνάμεων που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν.» Πόσο πιο συγκεκριμένα μπορούσε να το πει ο άνθρωπος;
Το ερώτημα βέβαια τίθεται: Σε τι οφείλεται αυτή η περιοδική καταστροφή η οποία θυσιάζει στον Καιάδα της Ιστορίας ολόκληρες γενιές, όπως η σημερινή στην χώρα μας; Η απάντηση του Μαρξ ήταν η εξής:
Ας υποθέσουμε ότι ξεκινάμε με μία περίοδο «παχιών αγελάδων». Η οικονομία μεγεθύνεται, οι επενδύσεις καλά κρατούν, και οι εργοδότες επανεπενδύουν πρόθυμα τα κέρδη τους σε περισσότερα και καλύτερα μηχανήματα. Είναι η κατάσταση αυτή διατηρήσιμη; Ο Μαρξ κοίταξε αυτή τη ρόδινη εικόνα μιας μεγεθυνόμενης καπιταλιστικής οικονομίας και διέκρινε την αρχή μιας επικείμενης οικονομικής κρίσης. Καθώς η παραγωγή αυτοματοποιείται, κάθε μονάδα προϊόντος ενσωματώνει όλο και λιγότερη ανθρώπινη εργασία. Και καθώς η τελευταία είναι εκείνη που καθορίζει την αξία των εμπορευμάτων, η μείωση των αξιών, η πτώση των τιμών και η κατάρρευση των κερδών είναι απλά ζήτημα χρόνου. Κάποιες επιχειρήσεις, οι περισσότερο ευάλωτες, θα χρεοκοπήσουν προκαλώντας μία αρνητική αλυσιδωτή αντίδραση: οι πρώτοι εργάτες που θα μείνουν άνεργοι θα περικόψουν την κατανάλωσή τους και έτσι θα μειώσουν ακόμα περισσότερο τα κέρδη κάποιων άλλων επιχειρήσεων οι οποίες θα αναγκαστούν τότε να απολύσουν περισσότερους εργαζόμενους κ.ο.κ. μέχρι η οικονομία να περιέλθει σε στασιμότητα οπότε τεράστιες ουρές ανέργων θα μαζεύονται έξω από τις πύλες εργοστασίων που υπολειτουργούν (ή, ακόμα χειρότερα, που έχουν κλείσει), ψάχνοντας απεγνωσμένα για δουλειά.
Σε κάποιο σημείο, η Ύφεση θα έχει βαθύνει τόσο πολύ, που όσες επιχειρήσεις έχουν επιβιώσει θα αρχίσουν να πηγαίνουν καλύτερα. Αυτό θα συμβεί διότι, με πολλούς από τους ανταγωνιστές τους να έχουν τεθεί εκτός αγοράς, θα απολαμβάνουν ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Παρά το ότι η πίτα θα έχει συρρικνωθεί, θα υπάρχουν πολύ λιγότερες επιχειρήσεις που θα ανταγωνίζονται για κάποιο κομμάτι, με αποτέλεσμα όσοι έχουν μείνει στο παιχνίδι να είναι σε θέση να αρπάξουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την (εντούτοις συρρικνωμένη) πίτα. Επιπρόσθετα, μέσω της δημιουργίας τεράστιων ποσοτήτων ανενεργού κεφαλαίου και εργασίας, οι τιμές των οποίων θα πέσουν κάτω από τις αξίες τους, η Ύφεση θα μειώσει τα κόστη των επιχειρήσεων. Με απλά λόγια, κατά τη διάρκεια της Ύφεσης, οι επιχειρήσεις που θα έχουν επιβιώσει θα είναι σε θέση να αγοράσουν πρώτες ύλες, ηλεκτρονικό εξοπλισμό και μηχανήματα, για ένα κομμάτι ψωμί. Όσον αφορά στους εργάτες, απεγνωσμένοι καθώς θα είναι για δουλειά, θα εργαστούν για χαμηλότερους μισθούς και – ακόμα και αν ο μισθός τους δεν μειωθεί – θα εργαστούν πολύ πιο σκληρά φοβούμενοι ότι μπορεί, με κάθε καπρίτσιο του εργοδότη, να πεταχτούν στον ανθρώπινο σωρό που περιμένει με αξιολύπητο τρόπο έξω από τις πύλες του εργοστασίου. Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι, σύμφωνα με τον Μαρξ, οι οικονομικές κρίσεις είναι για τον καπιταλισμό ό,τι και η κόλαση για τον Χριστιανισμό: απολύτως αναγκαίες.
Σε αντίθεση όμως με την κόλαση, μία οικονομική κρίση δεν είναι μόνιμη. Προσπαθώντας να επαυξήσουν την κυριαρχία τους στην αγορά, οι επιχειρήσεις που έχουν επιβιώσει αρχίζουν να επεκτείνονται μέσα στην ύφεση. Καθώς επεκτείνονται (π.χ. προσλαμβάνοντας περισσότερους εργάτες), ξεκινούν μία άλλη αλυσιδωτή αντίδραση, αυτή τη φορά θετική, η οποία αυξάνει το προϊόν, την απασχόληση και τελικά τη συσσώρευση κεφαλαίου. Η οικονομία βγαίνει από την ύφεση και εισέρχεται σε μία περίοδο μεγέθυνσης. Και πάλι όμως, η άνοδος εμπεριέχει τον σπόρο της επόμενης ύφεσης. Και ούτω καθ’ εξής.
Προσέξατε ότι ο οικονομικός κύκλος που μόλις περιέγραψα «παράχθηκε» χωρίς την παραμικρή μνεία στο χρήμα και τον χρηματοπιστωτικό, ή τραπεζικό, τομέα; Όταν στο μείγμα προστίθεται ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ο κύκλος γίνεται πιο ασταθής και ένας νέος, πρωτοφανής συστημικός κίνδυνος εμφανίζεται στον ορίζοντα: ο κίνδυνος μιας καταστροφικής πτώσης (τύπου 1929 ή 2008) σε αντίθεση με μια βαθμιαία και παροδική ύφεση.
Τέλος, τι πρέπει να γίνει για να κρατήσουμε τα «καλά» του καπιταλισμού και να απεμπολήσουμε τα αρνητικά του; Η απάντηση του Μαρξ, απλή: να ξεριζωθεί η ρίζα του «κακού» χωρίς να αγγιχτεί η τεχνολογία που μας χάρισε ο καπιταλισμός. Και πως μπορεί να γίνει αυτό; Να καταργηθεί ο διαχωρισμός μεταξύ εκείνων που εργάζονται χωρίς να είναι ιδιοκτήτες της επιχείρησης και των άλλων που δεν εργάζονται αλλά είναι οι μεγαλομέτοχοί της. Μόνο έτσι, υποστήριζε ο Μαρξ, θα διατηρήσουμε την βιομηχανική επανάσταση χωρίς τον ανορθολογισμό των Κρίσεων που γεννά, αναπόφευκτα, η μονοπώληση, από τους λίγους, των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί του προϊόντος που παράγουν οι πολλοί.
Αύριο η συνέχεια: Τι δεν είδε ο Μαρξ
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών