Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, λίγο μετά το Κραχ του 1929 που άλλαξε βίαια τον κόσμο, ξεκίνησε μια τιτάνια διαμάχη μεταξύ φιλελεύθερων οικονομολόγων για το τι είχε συμβεί και τι έπρεπε να γίνει για να καταπολεμηθεί η Κρίση. Σήμερα, το δικό μας 1929 (το Κραχ του 2008-12), έχει ξαναφέρει στο προσκήνιο την ίδια περίπου συζήτηση διεθνώς. Άλλη μια φορά απόψεις του φιλελεύθερου Keynes συγκρούονται αλύπητα με τις αντίθετες απόψεις του φιλελεύθερου Hayek. Από την μία έχουμε φιλελεύθερους που θεωρούν, όπως ο Hayek, ότι η λύση βρίσκεται στο να αφεθεί η αγορά να λειτουργήσει όπως μόνο εκείνη μπορεί (με μειώσεις τιμών και μισθών που θα φέρουν την ανάκαμψη των ποσοτήτων και της απασχόλησης) και από την άλλη έχουμε φιλελεύθερους που θεωρούν, όπως ο Keynes, ότι χωρίς συντονισμένη από το κράτος επενδυτική πολιτική οι αγορές θα παραπαίουν με τεράστιο κόστος για όλους.
Ο λόγος που έκρινα σκόπιμο να γράψω τα παρακάτω είναι ότι στο Μνημονιστάν που ζούμε, ή λατινιστί Bailoutistan (*), η συζήτηση αυτή παίρνει μια πολύ περίεργη μορφή (αν θέλετε μια αγγλική έκδοση του παρόντος, πατήστε εδώ). Μια μορφή που αντανακλά βασικές κακοήθειες της ελληνικής πραγματικότητας. Σήμερα θα επικεντρωθώ στους έλληνες οπαδούς μίας εκ των δύο αυτών σχολών: σε εκείνους που εμπνέονται από τον φιλελεύθερο Hayek (μεταξύ άλλων, όπως π.χ. ο von Mises). Και θα θέσω ερωτήματα σχετικά με την συνέπεια των λόγων τους με την σκέψη και στάση του Hayek.
Πριν φτάσουμε όμως εκεί, ας θυμηθούμε την τιτάνια διαμάχη των δύο ανδρών που ξεκίνησαν αυτή την συζήτηση στις σκοτεινές μέρες του Μεσοπόλεμου.
Hayek εναντίον Keynes
Λίγο μετά το Κραχ του 1929, ο John Maynard Keynes, ο φιλελεύθερος καθηγητής οικονομικών στο Cambridge, έσπασε το πιο ισχυρό ταμπού του επαγγέλματος των πανεπιστημιακών οικονομολόγων της εποχής: Ήρθε σε ρήξη με την άποψη του Βρετανικού Υπουργείου Οικονομικών που θεωρούσε δεδομένο πως μια οικονομία σε βαθειά ύφεση θα ανακάμψει αυτόματα. Ότι, εφόσον μειωθούν οι μισθοί και τα επιτόκια «αρκετά», κάποια στιγμή θα αντιδράσουν δημιουργικά οι επιχειρηματίες αυξάνοντας την απασχόληση και τις επενδύσεις τους.
Η ένσταση του Keynes ήταν ότι, μετά από μία κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (όπως εκείνη του 1929 ή του 2008) που μετατρέπεται σε ύφεση της πραγματικής οικονομίας, είναι πολύ πιθανόν η παραγωγή, οι επενδύσεις και τα εισοδήματα να «κλειδωθούν» σε πολύ χαμηλά επίπεδα – σε μια «κακή» ισορροπία από την οποία καμία μείωση μισθών και επιτοκίων δεν μπορεί να βοηθήσει την οικονομία να αποδράσει. Υπό αυτές της συνθήκες αποτελμάτωσης, υποστήριξε ο Keynes, η προσπάθεια μείωσης των δημόσιων ελλειμμάτων μέσα από περικοπές δημόσιων δαπανών, και μείωσης της ανεργίας μέσω μείωσης των μισθών, μόνο σε αυτό-γκολ θα οδηγήσει τους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής. Γιατί; Επειδή η μείωση των δημόσιων δαπανών θα ενισχύσει την ύφεση, η μείωση των μισθών θα μειώσει κι άλλο την συνολική ζήτηση, τα φορολογικά έσοδα θα μειωθούν κι άλλο, η ανεργία θα φουντώσει και, έτσι, όλοι θα βγουν χαμένοι: εργαζόμενοι, δημόσιο, επιχειρηματίες.
Όλα αυτά σας είναι πλέον γνωστά και δεν σκοπεύω να εντρυφήσω περαιτέρω στην άποψη του Keynes. Απλά την παραθέτω ως εισαγωγή στην σκέψη του μεγάλου αντίπαλου του Keynes, του Friedrich von Hayek. Η παρέμβαση του Hayek ήταν και παραμένει σημαντική. Καθώς η κριτική του Keynes κέρδιζε έδαφος, όσο η άποψη του Υπουργείου Οικονομικών εξευτελιζόταν καθημερινά (όσο οι περικοπές μισθών και δαπανών αποτύγχαναν να τιθασεύσουν ελλείμματα και ανεργία), ο Hayek ήταν εκείνος που (α) εξαπόλυσε την ισχυρότερη κριτική εναντίον του Keynes (και της πολιτικής κρατικών παρεμβάσεων που υποστήριζε ο Keynes), και (β) παρουσίασε μια διαφορετική εξήγηση των αιτίων της Κρίσης αλλά και του τι πρέπει να γίνει.
Η διάγνωση του Hayek για τα αίτια της Κρίσης ήταν απλή: Οφείλονται σε περιόδους δημιουργίας φθηνού χρήματος από το χρηματοπιστωτικό σύστημα (τις τράπεζες ως επί το πλείστον) το οποίο διοχετεύεται σε τομείς, κλάδους, επιχειρήσεις και χώρες υψηλού ρίσκου. Αυτό που συμβαίνει, κατά τον Hayek, είναι ότι περίοδοι σταθερότητας ρίχνουν τα επιτόκια και έτσι οι τράπεζες αρχίζουν να θέλουν να δανείσουν σε επισφαλείς πελάτες για να τους χρεώνουν υψηλότερα επιτόκια. Αυτό δημιουργεί λογιών-λογιών φούσκες: Φούσκες επενδύσεων, φούσκες καταναλωτικές, φούσκες δημόσιου δανεισμού και δημόσιων έργων, φούσκες στα χρηματιστήρια. Οι φούσκες δημιουργούν αισιοδοξία, η αισιοδοξία αυξάνει τις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, αυτές με την σειρά τους αυξάνουν τα εισοδήματα, τα μεγαλύτερα εισοδήματα επιτρέπουν στους επισφαλείς πελάτες των τραπεζών να αποπληρώνουν τα δάνειά τους κ.ο.κ. έως ότου έρχεται η στιγμή της αλήθειας, σκάνε οι φούσκες και όλοι χρωστούν σε όλους χωρίς κανείς να μπορεί να πληρώσει.
Έως εδώ οι Hayek και Keynes δεν διαφωνούν. Η διαφωνία τους αρχίζει στο τι πρέπει να γίνει όταν οι φούσκες πλέον σκάσουν. Αντίθετα με τον Keynes που πίστευε ότι το κράτος πρέπει να αποτρέψει την αποτελμάτωση και την δημιουργία μιας «κακής» ισορροπίας, ο Hayek έκρινε ότι το Κραχ ήταν η Πραγματικότητα ενώ η πρότερη περίοδος Ανάπτυξης ήταν το Ψέμμα. Ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι «να αφήσουμε την ύφεση να κάνει την δουλειά της» - το σκληρό αλλά «θεάρεστο έργο» της. Και ποιο είναι αυτό το «θεάρεστο έργο» που επιτελεί η ύφεση; Καταστρέφει («ρευστοποιεί» ήταν το ρήμα που χρησιμοποιούσε ο Hayek) τα «κακά χρέη», διαλύει δηλαδή τα χρέη που χτίστηκαν ηλιθιωδώς την Εποχή του Ψέμματος και τα οποία δεν μπορούν πλέον να αποπληρωθούν. Κι αν αυτό σημαίνει ότι πολλοί θα υποφέρουν, τι να κάνουμε. Ας είναι. Όπως το επόμενο πρωί ενός κακού μεθυσιού το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να πάρουμε μια ασπιρίνη και να κάνουμε υπομονή, έτσι και με τα Κραχ: η ύφεση που τα ακολουθεί είναι επίπονη αλλά καθαρτική και πρέπει να την αφήσουμε να λειτουργήσει λυτρωτικά, χωρίς κρατικές παρεμβάσεις που θυμίζουν την προσπάθεια μετρίασης του πονοκέφαλου πίνοντας κι άλλα οινοπνευματώδη. Η πτώχευση του υπερχρεωμένων οργανισμών, επιχειρήσεων, νοικοκυριών, κρατών, είναι τραυματική αλλά απαραίτητη. Θυμίζει τον ρόλο της Κόλασης στο Χριστιανικό Δόγμα: δυσάρεστη αλλά μη εξαιρετέα.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να προσέξουμε μια ειδοποιό διαφορά του Hayek από όψιμους θιασώτες της αγοράς, όπως οι πολιτικοί της Βρετανίας τότε ή της ΕΕ σήμερα, οι οποίοι πασχίζουν, εν καιρώ Κρίσης, να χαϊδεύουν αυτιά. Εκεί που η επίσημη τοποθέτηση του Βρετανικού υπουργείου οικονομικών τότε, ή της ΕΕ σήμερα, ήταν ότι η μείωση των δημόσιων δαπανών και των μισθών θα μας επιστρέψει στην προ της Κρίσης ευημερία και θα βοηθήσει να αποπληρωθούν τα χρέη, ο Hayek δεν υπόσχεται τίποτα τέτοιο. Όταν του έλεγαν ότι η ύφεση, ακόμα και να αφεθεί να πράξει το «θεάρεστο καθήκον» της, μπορεί να μην πετύχει ποτέ να αναπληρώσει τα χαμένα εισοδήματα, ή να αποπληρώσει τα παλαιά και νέα χρέη, εκείνος σήκωνε τους ώμους του και έλεγε: αυτά έχει η ζωή! Ο λόγος πίσω από αυτή την στωικότητα ήταν, βέβαια, ότι ο ίδιος θεωρούσε την ανάπτυξη που προηγήθηκε του Κραχ κίβδηλη. Άρα, ρωτούσε: Γιατί να επιστρέψουμε εκεί μετά το Κραχ; Κι αν δεν επιστρέψουμε εκεί, που θα πάμε; Η απάντηση του Hayek ήταν αφοπλιστική: Δεν έχουμε ιδέα! Όχι μόνο δεν γνωρίζουμε αλλά, χειρότερα, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι, όπου και να καταλήξουμε, θα είναι «καλύτερα» από εκεί που θα βρεθούμε αν ακολουθήσουμε την πολιτική των μεγαλύτερων παρεμβάσεων ενός κράτους το οποίο, αρνούμενο την πραγματικότητα (ότι η πρότερη ανάπτυξη ήταν φούσκα, και ότι τα χρέη που χτίστηκαν πάνω της δεν μπορούν να αποπληρωθούν), δημιουργεί νέα χρέη και οικοδομεί ένα μέλλον χειρότερο από εκείνο που θα είχαμε αν (το κράτος) καθόταν στα αυγά του.
Ας αφήσουμε λοιπόν, προτείνει ο Hayek, την ύφεση και μια ακολουθία πτωχεύσεων να καθαρίσουν τον Κόπρο του Αυγείου που μας άφησε το φαγοπότι των περασμένων ετών. Ας αφήσουμε την αγορά να κάνει εκείνο που ξέρει καλύτερα: να παραγάγει το βέλτιστο από όλα τα εφικτά μέλλοντα μας σπάζοντας τις φούσκες και διαγράφοντας ανόητα χρέη.
Τι θα έλεγε ο Hayek για την Ελλάδα, σήμερα;
Όπως θα παρατηρήσατε από τα πιο πάνω, σκοπός μου δεν είναι να κρίνω την θεωρία του Hayek. Ούτε και να αναλωθούμε σε μια αντιπαράθεση του Hayek με τον Keynes. Όχι, σκοπός μου είναι να εστιάσω (α) στο τι θα έλεγε ο Hayek σήμερα περί Μνημονίων κλπ και (β) στον περίεργο τρόπο με τον οποίο τα Μνημόνια «μετάλλαξαν» έλληνες φιλελευθέρους των οποίων η σκέψη έχει, υποτίθεται, επηρεαστεί από θεωρητικούς όπως ο Hayek.
Τι θα μας έλεγε λοιπόν ο Hayek σήμερα αν μπορούσε να μας στείλει μήνυμα από το υπερπέραν; Επιτρέψτε μου να ισχυριστώ ότι το μήνυμα αυτό θα περιείχε τουλάχιστον δύο εξηγήσεις της τραγικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα μας και η οποία απειλεί να την μετατρέψει σε κρανίου τόπον.
Η πρώτη εξήγηση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας
Ο Hayek, συνεπής με την εξήγησή του όλων των περιόδων ύφεσης, θα καταδείκνυε τις φούσκες που σχηματίστηκαν την περίοδο 1996-2008 λόγω υπερβολικής τραπεζικής πίστης τόσο προς τον ιδιωτικό όσο και προς τον δημόσιο τομέα. Αυτός ο οχετός πίστης (δανεισμού) σχημάτισε φούσκες στο χρηματιστήριο, στην αγορά ακινήτων, στον δημόσιο τομέα και στην αγορά εργασίας. Τα ποτάμια χρήματος που έρρεαν προς την Ελλάδα ώθησαν όλες τις τιμές στα ουράνια δημιουργώντας μια επίπλαστη «ανάπτυξη» που θα μετατρεπόταν σε κραχ με την ίδια σιγουριά που η μέρα δίνει την θέση της στην νύχτα. Και καθώς ο ρυθμός της επίπλαστης «ανάπτυξης», σε σύγκριση με τον πραγματικό παραγωγικό ιστό της οικονομίας, ήταν τόσο μεγάλος, το ίδιο βαρύγδουπη ήταν και η πτώση που ακολούθησε.
Συνεπώς, οι έλληνες πρέπει να αποδεχθείτε (είναι σαν να ακούω τον Hayek να μας λέει) ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από την «ρευστοποίηση» χάρτινων τίτλων (δηλαδή, να μάθουμε να ζούμε με χαμηλές τιμές μετοχών στο χρηματιστήριο), την ρευστοποίηση των αγροτικών εισοδημάτων (τουλάχιστον όσων αγροτών βασίζονται στην καλοσύνη των ευρωπαίων φορολογουμένων), την ρευστοποίηση των τιμών των ακινήτων (ενθυμούμενοι πως είχαμε φτάσει στο σημείο διαμερίσματα στο Κολονάκι να κοστίζουν ακριβότερα από lofts στην Νέα Υόρκη), την ρευστοποίηση της εργασίας (δηλαδή των θέσεων εργασίας που δεν παράγουν προϊόν αξίας αρκετής για να καλύψουν το κόστος τους) κλπ.
Η δεύτερη εξήγηση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας
Μετά την διάγνωση της ασθένειας, ο Hayek θα προέβαινε σε εντονότατη κριτική της θεραπείας που εφαρμόζεται εδώ και δύο χρόνια και, συγκεκριμένα, της προσπάθειας να αποφευχθεί η στάση πληρωμών, το default, του ελληνικού δημοσίου απέναντι στους δανειστές του εντός της ευρωζώνης. Ο Hayek, για να το πω σκληρότερα, θα αναθεμάτιζε την ιδέα νέου κρατικού δανεισμού σε πτωχευμένο κράτος για να αποπληρωθούν τα παλαιά και νεότερα δανεικά. Θυμηθείτε την άποψή του ότι όλα τα «κακά χρέη» πρέπει να «ρευστοποιηθούν», δηλαδή να διαγραφούν, καθώς (α) δεν είναι δυνατόν να αποπληρωθούν και (β) είναι απαραίτητο, μετά το Κραχ, να τιμωρηθούν ανάλογα τόσο αυτοί που τα πήραν όσο και εκείνοι που τα έδωσαν. Γιατί λοιπόν να ρευστοποιηθούν όλα τα «κακά χρέη» εκτός από εκείνα του δημοσίου; Για τον Hayek απάντηση σοβαρή δεν υπάρχει. Μήπως όμως ο ίδιος ο Hayek θα άλλαζε γνώμη επειδή η Ελλάδα βρίσκεται στην ευρωζώνη, δηλαδή σε μια νομισματική ένωση που στις μέρες του δεν υπήρχε ακόμη; Μήπως το γεγονός ότι σήμερα υπάρχει το ευρώ, και η Ελλάδα είναι μέλος του, εξαιρεί το δημόσιο χρέος μιας χώρας-μέλους από το επιχείρημα του υπέρ της ρευστοποίησης των «κακών χρεών»;
Πριν απαντήσω, αξίζει τον κόπο να ρίξουμε μια ματιά στην αμφίθυμη σχέση του Hayek με την ιδέα ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος υπό την αιγίδα μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Γνωστός πολέμιος των Κεντρικών Τραπεζών (**), ο Hayek είχε τα εξής να πει για το ευρώ που τελικά προέκυψε:
«Αν και κατανοώ πλήρως την επιθυμία για την ολοκλήρωση της Δυτικής Ευρώπης μέσα από την απόλυτη ελευθερία των χρηματικών ροών μεταξύ των χωρών της, διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις για την επίτευξη αυτού του σκοπού μέσω της δημιουργίας ενός νέου ευρωπαϊκού νομίσματος το οποίο θα διαχειρίζεται μία υπερ-εθνική αρχή. Πέραν του ότι το βρίσκω απίθανο να συμφωνήσουν τα κράτη-μέλη σε μια κοινή νομισματική πολιτική την οποία θα ασκεί η υπερεθνική αρχή,… δεν μου φαίνεται καθόλου πιθανόν η διαχείριση του κοινού νομίσματος να είναι καλύτερη απ’ ότι η διαχείριση των σημερινών εθνικών νομισμάτων.»
Ο Hayek τελικά αποδέχθηκε το ευρώ ως μέρος της προσπάθειας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, χωρίς βέβαια να σταματήσει ποτέ να διατυπώνει τις επιφυλάξεις του – π.χ. την άποψη ότι είναι δύσκολη η συμβίωση σταθερών νομισμάτων και κυβερνητικών πολιτικών, που στόχο έχουν την επιβίωση των κομμάτων που τις στηρίζουν! Πάντως όπως και να ερμήνευε τις προσπάθειες της κας Merkel, του κ. Sarkozy και του κ. Draghi να «σώσουν» το ευρώ, ένα πράγμα δεν τελεί υπό αμφισβήτηση: Ο Friedrich von Hayek θα φύλαγε τα πιο δηλητηριώδη σχόλιά του για τις προσπάθειες των ευρωπαίων ηγετών να επιλύσουν το πρόβλημα του χρέους χωρών όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία δημιουργώντας μια νέα κατηγορία τοξικού χρέους (θυμηθείτε τα τοξικά ευρωομόλογα του EFSF) που στόχο έχει την (αδύνατη) εξυπηρέτηση «κακών χρεών» του ένοχου παρελθόντος με κόστος την υποθήκευση του μέλλοντος όλης της Ευρώπης.
Εν κατακλείδι, αν και δεν είναι ξεκάθαρο αν σήμερα ο Hayek θα πρότεινε την διατήρηση της ευρωζώνης ως έχει ή όχι, είναι απόλυτα σίγουρο ότι θα επιχειρηματολογούσε έντονα και καταλυτικά υπέρ της «ρευστοποίησης» των «κακών χρεών» των τραπεζών και των κρατών-μελών. Ένα ολοκληρωτικό default (όχι απλώς στάση αλλά κατάργηση πληρωμών) θα ήταν, στα μάτια του Hayek, η μοναδική ατραπός που δεν έρχεται σε αντίθεση με το όραμά του όσον αφορά τα μεγάλα ζητήματα της ευρωζώνης. Ένα όραμα που θα τον έθετε σε πορεία σύγκρουσης με την λογική των δανειακών πακέτων «διάσωσης» καθώς και με την πρακτική της ΕΚΤ που πρόσφατα τύπωσε περίπου €1 τρις φρέσκου χρήματος με σκοπό τον δανεισμό των πτωχευμένων τραπεζών.
Η περίεργη περίπτωση των ελλήνων libertarians-οπαδών του Hayek
Στην Ελλάδα υπάρχουν φιλελεύθεροι συμπατριώτες μας που έχουν επηρεαστεί ιδιαίτερα από την σκέψη του Friedrich von Hayek, του συμπατριώτη του Lutwig von Mises, του αμερικανού Robert Nozick, και γενικότερα της σχολής σκέψης που στις αγγλοσαξονικές χώρες είναι γνωστή ως libertarians (ελευθεριάζοντες). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Δράση του κ. Σ. Μάνου και της κας Μ. Ξαφά οι οποίοι, με συνέπεια, εδώ και καιρό (πολύ πριν την Κρίση) αρθρώνουν λόγο που διακατέχεται από την σκέψη του Hayek. Όμως, από τότε που το ελληνικό δημόσιο πτώχευσε, και ήρθαν τα απανωτά Μνημόνια, αυτή η μικρή αλλά με σημαντικό ειδικό βάρος, και πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις, πολιτική παράταξη μετετράπη σε μια «περίεργη περίπτωση».
Τι το «περίεργο» την χαρακτηρίζει; Το εξής: Ενώ οι έλληνες ελευθεριάζοντες διατηρούν την προσήλωσή τους στην θυμωμένη ανάλυση του Hayek όσον αφορά την «πρώτη εξήγηση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας», από τότε που μας ήρθε το Μνημόνιο τελούν υπό πλήρη και βαθειά άρνηση όσον αφορά την «δεύτερη εξήγηση» που θα έδινε ο μεγάλος Αυστριακός γκουρού τους.
Τους ακούω και τους διαβάζω, με πολλή μάλιστα προσοχή, να μεταδίδουν το μήνυμα του Hayek ότι, στο Μνημονιστάν μας (και ιδίως στην Ελλάδα), δεν υπάρχει επιλογή πέραν την «ρευστοποίησης» των τιμών των μετοχών, των επιδοτούμενων αγροτικών εισοδημάτων, των τιμών των ακινήτων, των περισσότερων δημόσιων οργανισμών, και βέβαια ενός μεγάλου τμήματος των υπαρχουσών θέσεων εργασίας. Μιλούν ευθαρσώς για την ανάγκη μεγάλης μείωσης του εθνικού και προσωπικού εισοδήματος έως ότου τα εισοδήματα πιάσουν «πάτο», έρθουν δηλαδή στο ίδιο επίπεδο με την παραγωγική ικανότητα της χώρας. (Προφανώς θεωρούν ακόμα και το σημερινό επίπεδο εισοδήματος πολύ υψηλό, φούσκα που δεν έχει ακόμα ξεφουσκώσει ικανοποιητικά, και που έχει ακόμα κι άλλο «αέρα» να δώσει έως ότου βρεθούμε στην «ισορροπία».) Όμως, την ίδια ακριβώς στιγμή, την μία φούσκα, το ένα «κακό χρέος», που δεν είναι διατεθειμένοι να δούνε να «ρευστοποιείται» είναι το δημόσιο χρέος. Γιατί αυτή η εξαίρεση;
Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι θεωρούν την ελληνική περίπτωση μια «ιδιαιτερότητα» εντός της οποίας τα διδάγματα του Hayek αφορούν τα πάντα εκτός του δημόσιου χρέους. Πράγματι, αν τους ρωτήσουμε, είναι πιθανότατο να μας απαντήσουν με τρόπο που να υπονοεί εμμέσως πλην σαφώς πως έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στις ελληνικές ελίτ, στον ίδιο τους τον εαυτό, να ηγηθούν των μεταρρυθμίσεων που θα προκύψουν μέσα από τις «ρευστοποιήσεις» που, όπως επέμενε ο Hayek, αποτελούν την μόνη «λύση». Και από την στιγμή που δεν πιστεύουν ότι η ελληνική κοινωνία θα τους δώσει την ευκαιρία να ηγηθούν αυτής της μέσω-ρευστοποιήσεων-μεταρρύθμισης, εναποθέτουν όλες τους τις ελπίδες στις υπερ-εθνικές ελίτ (π.χ. τρόικα). Υπό αυτό το πρίσμα, αν για να ασχοληθούν οι υπερ-εθνικές ελίτ με την Ελλάδα [και να θέσουν σε λειτουργία στο εσωτερικό της χώρας (ίσως και με την επιστράτευση των εγχώριων θιασωτών του Hayek) τον απαραίτητο συνδυασμό «ρευστοποιήσεων» και «μεταρρυθμίσεων»] χρειάζεται η αποδοχή ότι το δημόσιο χρέος θα είναι η μοναδική φούσκα (απομεινάρι της προ του Κραχ εποχής) που δεν θα ρευστοποιηθεί (ώστε να μην θυμώσουν οι ξένες τράπεζες που στηρίζουν, και στηρίζονται από, τις υπερ-εθνικές ελίτ), τότε ίσως να αξίζει να θυσιαστεί η αρχή του Hayek για την «ρευστοποίηση» όλων των «κακών χρεών».
Απελπισμένες σκέψεις οδηγούν σε απελπισμένες παραδοχές. Όσο όμως απελπισμένοι και να είναι οι εγχώριοι οπαδοί του Hayek, πρέπει κατά βάθος να κατανοούν ότι ο Αυστριακός θεωρητικός που τους καθοδηγούσε ως τώρα δεν θα τους συγχωρούσε αυτή την απελπισμένη παράδοση στην λογική των Μνημονίων: ο κατ’ εξοχήν πολέμιος των κρατικών παρεμβάσεων που στόχο έχουν την διατήρηση μη διατηρήσιμων χρεών και τιμών, δεν θα συγχωρούσε την υποστήριξη Μνημονίων που φορτώνουν νέα δημόσια τοξικά χρέη στις ήδη υπάρχουσες δημοσιονομικές φούσκες του ευρωζωνικού γίγνεσθαι.
Επίλογος
Αναρωτιούνται κάποιοι γιατί έντιμοι άνθρωποι και πολιτικοί σχηματισμοί με ελευθεριάζουσες απόψεις (που για τη πλειοψηφία δεν φαντάζουν πιο ακραίες από εκείνες αριστερών κομμάτων, ή του ΛΑΟΣ), δεν κατάφεραν να ανεβάσουν τα ποσοστά τους πάνω από το 1%. Η απάντηση είναι διττή. Πρώτον, οι ιδέες τύπου Hayek φοβίζουν καθώς προδιαγράφουν δάκρυα και αίμα χωρίς να υπόσχονται την επιστροφή στην ανάπτυξη (δείτε τα χαμηλά ποσοστά του Ron Paul στις ΗΠΑ σήμερα). Δεύτερον, και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία στην χώρα μας, λόγω ενός σιωπηλού Φαουστιανού Συμφώνου μεταξύ (α) των πιο προβεβλημέων ελευθεριαζόντων Χαγιεκικών του Μνημονιστάν και (β) της τρόικας. Ένα «Σύμφωνο» το οποίο επιλέγουν οι ελευθεριάζοντες της Περιφέρειας να τους αυτο-δεσμεύει στην πολιτική παχυλών νέων δανείων σε πτωχευμένα κράτη και τράπεζες με αντάλλαγμα (που ελπίζουν ότι θα πάρουν) την προνομιακή τους πρόκριση από τις υπερεθνικές ελίτ ως διαχειριστές της εσωτερικής «ρευστοποίησης» των πάντων – πλην του δημόσιου χρέους.
Θυμάστε, πιστεύω, το επεισόδιο όπου ο Sherlock Holmes έλυσε ένα από πολλά μυστήρια επειδή πρόσεξε ότι ένας σκύλος δεν γαύγισε. Το αίνιγμα εδώ λύνεται με τον ίδιο λίγο-πολύ τρόπο: Το σχετικό ερώτημα είναι «Ποια φούσκα δεν σκάει;» «Γιατί οι έλληνες οπαδοί του Hayek Ελλάδα εξαιρούν το δημόσιο χρέος από τον κατάλογο των υπό «ρευστοποίηση» περιουσιακών στοιχείων;» «Γιατί οι ιρλανδοί σύντροφοί τους εξαιρούν τα χρέη των ιδιωτικών τραπεζών τους;» «Δεν καταλαβαίνουν ότι ο Hayek δεν θα δικαιολογούσε τέτοιες εξαιρέσεις, ιδίως δεδομένου ότι οι εξαιρούμενες φούσκες είναι οι μεγαλύτερες και η μη «ρευστοποίησή» τους αναιρεί το «θεάρεστο έργο» της Κρίσης;» Μια πιθανή απάντηση είναι το Φαουστιανό Σύμφωνο στο οποίο ήδη αναφέρθηκα. Δεν αρκεί όμως για να εξηγήσει αυτή την ιδεολογική και θεωρητική σύγχυση. Στην περίπτωση τόσο της Ελλάδας όσο και της Ιρλανδίας υπάρχει μία ακόμα εξήγηση: η πολύ «κοντινή» σχέση μεταξύ κάποιων εκ των ηγετικών στελεχών αυτής της σχολής σκέψης με τις τράπεζες των οποίων οι μεγαλομέτοχοι θα «ρευστοποιηθούν» άνευ Μνημονίων.
Με άλλα λόγια, τα Μνημόνια της ευρωζώνης (όχι μόνο στην Ελλάδα) έχουν κι άλλο ένα θύμα το οποίο έως τώρα έχει περάσει απαρατήρητο: την ιδεολογική ακεραιότητα της μόνης δεξιόστροφης πολιτικής παράταξης που έχει να προσφέρει σημαντικές ιδέες όσον αφορά τα αίτια και την φύση της Κρίσης. Η τοξικότητα των Μνημονίων έχει διαβρώσει την ιδεολογική εντιμότητα της «σχολής» που έως τώρα αποτελούσε το τελευταίο προπύργιο καθαρής σκέψης στο οποίο κατέφευγαν για να εμπνευστούν, στις δύσκολες στιγμές τους, οι ευρωπαϊκές ελίτ. Ίσως αυτό να εξηγεί γιατί κόμματα του χώρου, όπως η Δράση, αδυνατούν να εμπνεύσουν ένα κοινό που μπορεί να μην έχει διαβάσει Hayek αλλά διαισθάνεται την περίεργη αυτή απόκλιση των εγχώριων οπαδών του από τις ίδιες τους τις αρχές.
(*) Μια «χώρα» που ξεκινά στον Έβρο, συνεχίζεται μέχρι την Αδριατική, επεκτείνεται στον Ατλαντικό και φτάνει μέχρι και το σμαραγδένιο νησί δυτικά της Αγγλίας.
(**) Το 1974 ο Hayek υποστήριξε (βλ. εδώ) την κατάργηση των Κεντρικών Τραπεζών και την ιδιωτικοποίηση του χρήματος. Για την ακρίβεια, πρότεινε να δοθεί στις εμπορικές τράπεζες το δικαίωμα να τυπώνει η κάθε μία το δικό της χρήμα και, έτσι, να εναπόκειται στους ιδιώτες-πολίτες να επιλέγουν ποιο νόμισμα (ποιανής τράπεζας) εμπιστεύονται για τις συναλλαγές τους.
(***) Βλ. Friedrich von Hayek, “Market Standards for Money”, Economic Affairs, April-May 1986.