Ήταν Φεβρουάριος του 1993. Σε ένα μικρό γραφείο συνεδριάσεων στις Βρυξέλλες, τρεις άντρες συσκέπτονταν. Οι δύο από αυτούς βρισκόντουσαν στο επίκεντρο ενός νέου μεγαλοεπίβολου πολιτικο-οικονομικού σχεδίου για την Ευρωπαϊκή Ένωση που σήμερα δοκιμάζεται τόσο σκληρά: ήταν ο Πρόεδρος της Γαλλίας Francois Mitterrand και ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jacques Delors. Ο τρίτος ήταν σύμβουλος του τελευταίου και παραβρισκόταν επειδή ήταν ο εμπνευστής της ιδέας που ο Delors θα προσπαθούσε να πείσει τον γάλλο Πρόεδρο να ενστερνιστεί.
Ποια ιδέα; Την ιδέα ότι, για να εδραιωθεί σωστά η νομισματική ένωση που ετοίμαζαν τότε ο γάλλος Πρόεδρος με τον γερμανό Καγκελάριο Helmut Kohl, ήταν απαραίτητη η δημιουργία ενός κοινού ομολόγου που θα χρηματοδοτούσε κυρίως επενδυτικές ροές χωρίς τις οποίες η απόκλιση των οικονομιών (που θα κλείδωναν τα νομίσματά τους μέσω του κοινού νομίσματος) θα ήταν αναπόφευκτη. Αυτή η πρόταση είχε πάρει την μορφή Green Paper που είχε ετοιμάσει ο σύμβουλος του Delors και το οποίο προσπαθούσαν, σύμβουλος και Πρόεδρος της Επιτροπής, να πείσουν τον Francois Mitterrand να ασπαστεί. Η θεμελιώδης ιδέα ήταν να εκδοθούν ευρωομόλογα που θα χρηματοδοτούν επενδυτικά έργα μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) με διπλό στόχο (α) την δημιουργία ισχυρού κοινού ομολόγου το οποίο θα προσέλκυε επενδύσεις στην Ευρώπη από τον υπόλοιπο κόσμο και (β) την σύγκλιση των οικονομιών (κέντρου και περιφέρειας) της ευρωζώνης.
Ο Jacques Delors ανέπτυσσε την πρόταση για περίπου 40 λεπτά, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό του. Ο Francois Mitterrand άκουγε προσεκτικά. Όταν ο Delors τελείωσε, έπεσε σιωπή στο δωμάτιο καθώς ο γάλλος Πρόεδρος σκεφτόταν για 5 ολόκληρα λεπτά πριν απαντήσει. Όταν ήρθε η ώρα να μιλήσει, κοίταξε το ταβάνι και είπε: «Jacques, έχεις απόλυτο δίκιο. Όμως δεν υπάρχει πιθανότητα να προωθήσω αυτήν την πρότασή σου. Ο Helmut κι εγώ απλά δεν διαθέτουμε την πολιτική ισχύ να την περάσουμε. Προς το παρόν, απλά να δέσουμε τις οικονομίες μας με ένα κοινό νόμισμα μπορούμε – και αυτό θα κάνουμε. Όταν όμως μετά από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια θα έρθει μια μεγάλη Κρίση, τότε οι διάδοχοί μας θα βρεθούν μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα: Είτε να κάνουν πράξη αυτό που προτείνεις, είτε να αφήσουν το κοινό νόμισμα να καταρρεύσει.»
Ο λόγος που γνωρίζω αυτή την ιδωτική συζήτηση είναι επειδή ο «τρίτος άνθρωπος», ο σύμβουλος του Delors που είχε συγγράψει την εν λόγω πρόταση, δεν ήταν άλλος από τον Stuart Holland (με τον οποίο δουλεύουμε μαζί την πρόταση για την επίλυση της Κρίσης που πρωτο-διαβάσατε εδώ στο protagon πριν από καιρό, κατόπον ξανά εδώ, και σε τελική επανέκδοση στο προηγούμενο άρθρο μου). Την αναφέρω όχι μόνο επειδή ο Francois Mitterand απεδείχθη εξαιρετικά προφητικός αλλά επειδή μας βοηθά να καταλάβουμε, σε αρκετό βαθμό, τι συμβαίνει αυτές τις μέρες στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, βοηθά να «αναγνώσουμε» τον Francois Holland ο οποίος, μην το ξεχνάμε, «ανδρώθηκε» πολιτικά υπό την σκιά του Mitterand και θα κάνει ό,τι μπορεί για να ολοκληρώσει αυτό που θεωρεί ότι ήταν το ανολοκλήρωτο έργο του δάσκαλού του.
Στην πρώτη του (άτυπη) Σύνοδο Κορυφής, ο νέος γάλλος Πρόεδρος απεδείχθη συνεπής με αυτή την «ανάγνωση» των στόχων του. Μεταξύ άλλων δήλωσε πως θα επιμείνει στα ευρωομόλογα, προσθέτοντας ότι: «η ιδέα δεν είναι απλά να προχωρήσουμε στην έκδοση ομολόγων έργων (project bonds) αλλά να σκεφτούμε τρόπους χρηματοδότησης που επιτρέπουν στις χώρες μας την πρόσβαση στα ελάχιστα δυνατά επιτόκια, θέτοντας τέλος στην κερδοσκοπία και στην αμφιβολία των αγορών.»
Αυτή του η τοποθέτηση φαίνεται ότι αποσταθεροποίησε την κα. Merkel, η οποία κατέληξε να πει κάτι το οποίο σίγουρα μετάνιωσε: Δήλωσε πως διαφωνεί επειδή τα ευρωομόλογα θα έριχναν πολύ τα επιτόκια και αυτό θα ήταν κακό επειδή τα χαμηλά επιτόκια ήταν εκείνα που ευθύνονται για τον υπερβολικό δανεισμό των κρατών η οποία οδήγησε, μετά το 2008, στην Κρίση. Λέω ότι το μετάνιωσε για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή η γερμανική γραμμή έως τώρα ήταν πως το ευρωομόλογο δεν θα πετύχαινε χαμηλά επιτόκια. Και, δεύτερον, επειδή έδωσε έναυσμα στον κ. Hollande να απαντήσει καταδεικνύοντας ότι, σήμερα, τα γερμανικά επιτόκια είναι εκείνα που τείνουν στο μηδέν (υπονοώντας ότι αν τα χαμηλά επιτόκια είναι εξ ορισμού «κακά», τότε η Γερμανία έχει το... πρόβλημα) την στιγμή που Ισπανία και Ιταλία αδυνατούν, λόγω επιτοκίων του 6%, να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους. Ως χαριστική βολή, ο κ. Hollande εστίασε (επακριβώς) στην διαφωνία του με την γερμανική κυβέρνηση: «Προς το παρόν» είπε, «η Γερμανία σκέφτεται ότι τα ευρωομόλογα, τουλάχιστον αυτή είναι η αισιόδοξη ερμηνεία μου, θα μπορούσε να είναι η κατάληξη, ενώ για εμάς πρέπει να είναι η αρχή [της λύσης].»
Κανονικά, όσοι έχετε παρακολουθήσει την εξέλιξη της πρότασής μας με τον Stuart Holland, ίσως να νομίσετε ότι οι εξελίξεις αυτές με χαροποιούν. Πράγματι, και τα τρία σκέλη της πρότασής μας φαίνεται ότι, ξαφνικά, βρέθηκαν στο επίκεντρο των συζητήσεων σε επίπεδο αρχηγών κρατών. Πέραν της ισχυρής υποστήριξης της ιδέας των ευρωομολόγων για την εξυπηρέτηση του κατά Μάαστριχτ χρέους των κρατών-μελών (όπως προτείνουμε στην Πολιτική 2 εδώ), αυτές τις μέρες υποστηρίχτηκε και:
- η πρόταση ευρωπαιο-ποίησης του τραπεζικού συστήματος, με την απ’ ευθείας επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από το EFSF (δημοσίως από τον κ. Hollande, τον Ιρλανδό πρωθυπουργό Enda Kenny, τον ΟΟΣΑ, τον υπουργό οικονομικών της Ισπανίας και κύκλους της Fed (Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ) – βλ. Πολιτική 1 εδώ
- η πρόταση για έκδοση νέων ευρωομολόγων από το EIF με στόχο την χρηματοδότηση ενός ευρωπαϊκού New Deal – βλ. Πολιτική 2 εδώ
Κι όμως. Όσο θετικό κι αν είναι το γεγονός ότι, επί τέλους, άρχισε η συζήτηση που τόσο καιρό η Ευρώπη αρνιόταν να κάνει, πολύ φοβάμαι ότι είναι, ίσως, πολύ αργά. Ελπίζω να σφάλω. Πραγματικά το ελπίζω. Δεν σας κρύβω όμως ότι δεν είμαι αισιόδοξος. Και δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα μόνο – αντίθετα με πολλούς που φοβούνται ότι η Ελλάδα θα θυσιαστεί ώστε να σωθεί η υπόλοιπη ευρωζώνη. Το κοινό νόμισμα είναι έτσι δημιουργημένο που είναι αδύνατον να επιβιώσει μετά από μια ελληνική έξοδο. Ο φόβος μου αφορά, όπως έγραφα από τον Μάρτιο του 2010, ολόκληρη την ήπειρό μας. Γιατί τέτοια απαισιοδοξία; Για τρεις λόγους:
Πρώτον, επειδή η εφαρμοζόμενη πολιτική στην ευρωζώνη ολόκληρη έχει διώξει σχεδόν όλα τα ιδιωτικά κεφάλαια από το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης. Δεν εννοώ τις καταθέσεις που απέδρασαν προς Ελβετία κλπ. Εννοώ τους επενδυτές που κάποτε αγόραζαν είτε μετοχές τραπεζών είτε ομόλογα τραπεζών (δηλαδή, τις δάνειζαν). Αυτά τα κεφάλαια ετράπησαν σε φυγή εδώ και καιρό, ιδίως όταν (μετά τον Δεκέμβριο) η ΕΚΤ δάνεισε περί το 1 τρις στις τράπεζες (για να δανείσουν εκείνες τα κράτη). Αυτά τα δάνεια της κεντρικής τράπεζας πανικόβαλαν τους επενδυτές οι οποίοι, μετά το δικό μας (εγκληματικό) PSI, γνωρίζουν πως, στην περίπτωση που οι τράπεζες έχουν πρόβλημα, τα δικά τους δάνεια σε αυτές (ή οι μετοχές τους) θα «κουρευτούν» πριν χάσει μια πεντάρα η ΕΚΤ. Έτσι, απεδήμησαν για άλλους τόπους. Ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο έχει χάσει την πρόσβασή του σε ιδιωτικά κεφάλαια, και βασίζεται αποκλειστικά πλέον σε μια Κεντρική Τράπεζα η οποία μάλιστα φοβάται τον ίσκιο της (δηλαδή την Bundesbank), αποτελεί νάρκη στα θεμέλια της ευρωζώνης.
Δεύτερον, επειδή μαζί με την απόδραση των καταθέσεων από τις τράπεζες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, απέδρασαν και τα μη ευρωπαϊκά κεφάλαια από την ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων. Λόγω της ανόητης πολιτικής (ή, για την ακρίβεια, μη πολιτικής) που μετά το δικό μας Μνημόνιο εφαρμόζει η Ευρώπη παντού, και με την τραπεζική κρίση να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, οι ξένοι επενδυτές ξεπουλούν τα ομόλογά τους ακόμα και χωρών πλεονασματικών όπως η Αυστρία (κάτι που δικαιολογεί την πρόσφατη αλλαγή στάσης της Βιέννης υπέρ των ευρωομολόγων). Έτσι, το μόνο που κρατά ζωντανά τα κράτη-μέλη είναι η έμμεση χρηματοδότησή τους από την ΕΚΤ (μέσω των προβληματικών τραπεζών).
Τρίτον, το SPD: το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα το οποίο, αν και πέρσι υιοθέτησε την πρότασή μας (επισήμως μάλιστα), σήμερα υποστηρίζει την σκληρή γραμμή της κας Merkel φοβούμενο ότι θα χάσει ψήφους αν την αφήσει να το παρουσιάσει στην κοινή γνώμη της Γερμανίας ως φιλο-γαλλικό κόμμα έτοιμο να υποχωρήσει στις πιέσεις των ελλειμματικών.
Εν κατακλείδι, από την μία παρατηρώ το σαράκι να έχει ροκανίσει τα θεμέλια της ευρωζώνης ενώ, από την άλλη, παρακολουθώ έντρομος την απόλυτη παράλυση της μίας μεγάλης γερμανικής πολιτικής δύναμης που γνωρίζει τι πρέπει να γίνει για να σωθεί η ευρωζώνη. Ελπίζω να κάνω λάθος. Όμως, μην ξεχνάμε τα προφητικά λόγια του Francois Mitterand σε εκείνη την συζήτηση του 1993: «Όταν ... μετά από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια θα έρθει μια μεγάλη Κρίση, τότε οι διάδοχοί μας θα βρεθούν μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα: Είτε να κάνουν πράξη αυτό που προτείνεις, είτε να αφήσουν το κοινό νόμισμα να καταρρεύσει.» Αυτό το «είτε» δίνει πιθανότητες 50-50 στα δύο ενδεχόμενα. Ένα 50% πιθανότητα κατάρρευσης του ευρώ ισοδυναμεί με ένα 50% πιθανότητα μιας νέας δυστοπίας για ολόκληρη της ήπειρο. Ελπίζω η λοταρία της Ιστορίας να κληρώσει το «άλλο 50%». Θέλει όμως δουλειά πολλή και ταχύτατη.