Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Γ. Βαρουφάκης


Photo: Reza a.k.a PokYa@Flickr
Photo: Reza a.k.a PokYa@Flickr
1 εικόνα
Το ότι το ΠΑΣΟΚ τετέλεσται, και απλώς είμαστε μάρτυρες του αργού, αναξιοπρεπή θανάτου του, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Πρόκειται για ένα κόμμα του οποίου η ηγεσία, με προεξάρχοντα τον Γιώργο Παπανδρέου, βρέθηκε να κρατά το τιμόνι της χώρας πάνω στην μεγαλύτερη φουρτούνα των τελευταίων ογδόντα ετών. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή, ο ηγέτης και η περί αυτόν ομάδα, απέτυχε να διαγνώσει την Φύση της Κρίσης και έτσι εγκλώβισε την κυβέρνησή του στην επιλογή πορείας που έθετε την ελληνική κοινωνία σε διαδικασία μαρασμού-χωρίς-τέλος.
Έχοντας χάσει την μια ευκαιρία μετά την άλλη να αλλάξει ρότα, να πει την αλήθεια στον πολίτη, να σταματήσει να παραπλανά βουλευτές, μέλη, φίλους και την κοινή γνώμη γενικότερα, η ηγεσία του κόμματος δρομολόγησε, άθελά της, τον αργό θάνατο του ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν απλά και μόνο η απογοήτευση, κι ο θυμός, της κοινωνίας απέναντι στο ΠΑΣΟΚ που το πλήγωσε θανάσιμα. Όχι, ο θάνατος εξασφαλίστηκε όταν ακόμα και σημαντικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ (π.χ. ο κ. Πάγκαλος) αμφισβήτησαν την συνολική συνεισφορά του κόμματος, από το 1981 έως το 2009, ουσιαστικά υιοθετώντας την εκ δεξιών κριτική ότι το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να κάνει κοινωνική πολιτική με δανεικά και στηριζόμενο σε συντεχνίες που έθεταν το δικαίωμα στην μη παραγωγή πάνω από το κοινωνικό συμφέρον. Δεδομένου ότι τα εν λόγω στελέχη, μετά από αυτή την σημαδιακή παραδοχή, δεν έχουν να προσφέρουν ένα όραμα εναλλακτικό εκείνου της φιλελεύθερης κεντροδεξιάς (π.χ. περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, απελευθέρωση των αγορών), το ΠΑΣΟΚ απλά δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης και, έτσι, ο θάνατός του είναι προδιαγεγραμμένος (με πιθανή μετεξέλιξή του σε υπο-πτέρυγα ενός νέου κεντροδεξιού πολιτικού σχήματος).
Αυτή η εξήγηση του θανάτου του κόμματος που ίδρυσε ο Α. Παπανδρέου, αν και περιέχει πολλές αλήθειες, είναι ελλιπέστατη και ανίκανη να φωτίσει τα πραγματικά αίτια της συνολικής απαξίωσης της σοσιαλδημοκρατίας σε όλα τα μήκη και πλάτη της Οικουμένης. Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρηματολογήσω ότι, όπως η κρίση που χτύπησε την χώρα μας ήταν η αιχμή του δόρατος μιας παγκόσμιας Κρίσης, έτσι και το τέλος του ΠΑΣΟΚ αποτελεί την χειρότερη και πιο πρώιμη αντανάκλαση του θανάτου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Πριν εξηγήσω τι εννοώ, καλώ τον αναγνώστη να αναρωτηθεί γιατί άλλα, πιο «σοβαρά», σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται σήμερα, αν όχι στην τραγική θέση του ΠΑΣΟΚ, σε μια κατάσταση αποσύνθεσης και ηθικής απαξίωσης. Πάρτε για παράδειγμα το γερμανικό SPD. Αντίθετα με το ΠΑΣΟΚ, όλοι παραδέχονται ότι η «απόδραση» της Γερμανίας από το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει η οικονομία της την δεκαετία του 90 (μετά από πολυετή κυβέρνηση της κεντροδεξιάς) οφείλεται σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμιστικές κινήσεις εκ μέρους του Καγκελάριου Schroeder επί των ημερών της συμμαχικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης SPD-Πρασίνων. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση κρίνεται από την παγκόσμια κοινή γνώμη, και την γερμανική, ως απολύτως επιτυχημένη στους τομείς (Α) της μείωσης του (λεγόμενου μοναδιαίου) κόστους εργασίας, σε αγαστή συνεργασία με τα συνδικάτα, και (Β) της εξωστρεφούς «κατάκτησης» των αγορών της Ασίας όσο αφορά τα κεφαλαιουχικά αγαθά (π.χ. μηχανήματα) και της Ανατολικής Ευρώπης την οποία μετέτρεψε σε ζωτικό χώρο της βιομηχανίας της. Με αυτές τις κινήσεις, η κυβέρνηση Schroeder βοήθησε να επεκταθούν τα πλεονάσματα της χώρας τόσο εντός όσο και εκτός της Ευρωζώνης τα χρόνια που προηγήθηκαν του Κραχ του 2008. Έτσι, όταν ξέσπασε το Κραχ του 2008, και η Κρίση της Ευρωζώνης που ακολούθησε, η Γερμανία ήταν σε ισχυρή θέση τόσο στην παγκόσμια όσο και στην Ευρωπαϊκή σκακιέρα. Εν ολίγοις, αντίθετα με το ΠΑΣΟΚ, το σοσιαλδημοκρατικό SPD εισπράττει εύσημα όσον αφορά την προετοιμασία της χώρας για την Κρίση από όλους – ακόμα και από τους αντιπάλους του.
Μάλιστα, θυμηθείτε ότι την ώρα που ξέσπασε το Κραχ του 2008, το SPD είχε χάσει τις εκλογές αλλά συμμετείχε σε κυβέρνηση συνασπισμού υπό την κα Merkel. Έτσι, το Κραχ βρήκε στο τιμόνι της οικονομίας τον σοσιαλδημοκράτη κ. Peer Steinbrück ο οποίος κατάφερε, με σύνεση και εμπειρία, να οδηγήσει την γερμανική οικονομία σε σχετικά ήρεμα νερά. Η ίδια η κα. Merkel έχει παραδεχθεί ότι, τότε, δεν είχε την εμπειρία να τα καταφέρει χωρίς τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό της. Κι όμως: Αυτή την στιγμή, ο Steinbrück, ως ηγέτης πια του SPD, δεν καταφέρνει να επωφεληθεί από αυτή την καλή του φήμη, ούτε και από την γενική αποδοχή του θετικού ρόλου που είχε παίξει το κόμμα του κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Σύμφωνα τουλάχιστον με τις δημοσκοπήσεις, το SPD είναι μακράν του να απειλήσει την κα Merkel στις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει στην Ισπανία όπου το σοσιαλδημοκρατικό PSOE δεν μπορεί να βρει στον ήλιο μοίρα. Ό,τι ανοησία και να κάνει ο κεντροδεξιός κ. Rajoy, όση αδιέξοδη λιτότητα και να εισαγάγει η κυβέρνηση, η λαϊκή απογοήτευση δεν μεταφράζεται σε πρόθεση ψήφου υπέρ του PSOE. Γιατί; Σίγουρα όχι επειδή ο μέσος Ισπανός προσάπτει στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της χώρας την καταρράκωση της δημόσιας διοίκησης ή την διόγκωση του δημόσιου χρέους. Το 2008, όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση, τόσο το δημόσιο έλλειμμα της χώρας όσο και το δημόσιο χρέος κυμαίνονταν σε επίπεδα χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Γερμανίας. Μπορεί ο ιδιωτικός τομέας να είχε αναλάβει βουνά χρέους αλλά κανείς δεν μπορούσε να κατηγορήσει για αυτό την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του κ. Zapatero. Γιατί λοιπόν σήμερα, όπως και στην περίτπωση του γερμανικού SPD, αποτυγχάνει η ισπανική σοσιαλδημοκρατία να εισπράξει οφέλη από την συνεχιζόμενη Κρίση;
Θα μπορούσε να συνεχίσω με αντίστοιχα παραδείγματα από την Ιρλανδία, όπου το αντίστοιχο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής, την Αυστρία κ.ο.κ. Ακόμα κι η Γαλλία, όπου ο κ. Hollande διεξήγαγε νίκη σπουδαία σχετικά πρόσφατα, την νίκη αυτή δεν την οφείλει στην αύξηση της επιρροής της σοσιαλδημοκρατίας αλλά στην κούραση του εκλογικού σώματος μετά από τρεις κυβερνήσεις Γκολιστών, μετά από το θέατρο παραλόγου που εκπροσωπούσε ο κ. Sarkozy, καθώς και την ενίσχυση της Αριστεράς από την μία (που ψήφισε το Hollande) και της ακροδεξιάς από την άλλη (που δεν ψήφισε τον Sarkozy).
Τι συνέβη λοιπόν και η σοσιαλδημοκρατία στο σύνολό της απαξιώθηκε τόσο που να ισχυρίζομαι ότι παρατηρούμε όχι μια απλή κρίση της αλλά ίσως και τον θάνατό της; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η σοσιαλδημοκρατία έχει τις ρίζες της στην διάσπαση του κομμουνιστικού κινήματος (επί Β’ Διεθνούς) μεταξύ δύο μεγάλων ρευμάτων: Των μπολσεβίκων και των σοσιαλδημοκρατών, με επίκεντρο το γερμανικό SPD. Και τα δύο αυτά ρεύματα θεωρούσαν ότι ο καπιταλισμός είναι ένα προβληματικό σύστημα το οποίο ενδογενώς δημιουργεί κρίσεις, καταδικάζοντας γενιές ολόκληρες άλλοτε στην ανεργία και άλλοτε στην φτώχεια. Και οι δύο έκριναν ότι ένα οικονομικό σύστημα όπου (Α) η διάθεση του χρήματος έχει αφεθεί στις βουλές των τραπεζών, όπου (Β) η εργασία αγοράζεται και πουλιέται σαν να μην διαφέρει από τα άλλα εμπορεύματα, και (Γ) όπου η γη (και η στέγη) αποτελεί αντικείμενο κερδοσκοπίας (πάνω στο οποίο χτίζονται χρηματο-οικονομικές πυραμίδες), παράγει μεγάλες τεχνολογικές βελτιώσεις που, όμως, αντί να φέρνουν την κοινωνική ευημερία δημιουργούν όλο και μεγαλύτερη αστάθεια, όλο και μεγαλύτερες κρίσεις, όλο και βαθύτερες ανισότητες.
Εκεί που τα δύο ρεύματα διαφώνησαν εντονότατα ήταν στο δια ταύτα. Στο τι πρέπει να γίνει. Το ένα ρεύμα (μπολσεβίκων-κομουνιστών) επέμειναν ότι η μόνη ορθολογική λύση είναι η κατάλυση του αστικού δημοκρατικού καθεστώτος πάνω στο οποίο βασίζεται το κεφάλαιο για να αναπαράγει αυτό το προβληματικό σύστημα. Το άλλο ρεύμα (οι σοσιαλδημοκράτες) διαφώνησαν προτείνοντας την χρήση των αστικο-δημοκρατικών θεσμών (π.χ. εκλογές, βουλή, κυβέρνηση) ώστε να επιβάλουν στο κεφάλαιο κανόνες που θα εκπολίτιζαν την κοινωνία και φορολογία που θα τους επέτρεπε να «εξισορροπήσουν» την κοινωνία, να σταθεροποιήσουν το οικονομικό σύστημα, και να θέσουν κανόνες στις αγορές, ιδίως σε εκείνες του χρήματος, της εργασίας και των ακινήτων.
Στην μεταπολεμική περίοδο, όταν δόθηκε η ευκαιρία στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να κυβερνήσουν (π.χ. στην Αυστρία του Kreisky, στην Γερμανία του Brandt, στην Βρετανία των Attlee και αργότερα Wilson, στις σκανδιναβικές χώρες), κατάφεραν να αλλάξουν την Ευρώπη εφαρμόζοντας την πολιτική αναδιανομής, περιορισμού των τριών προβληματικών αγορών χρήματος-εργασίας-ακινήτων, και γενικότερα ιδρύοντας τους θεσμούς του κοινωνικού κράτους. Η μεγαλύτερη δε επιτυχία τους ήταν το ότι κατάφεραν να αλλάξουν τα κόμματα της κεντροδεξιάς, τα οποία πολύ συχνά όταν ερχόντουσαν στην εξουσία αποδέχονταν την βάση της σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας.
Για είκοσι τουλάχιστον χρόνια, οι σοσιαλδημοκράτες πάσχιζαν να έρθουν στην εξουσία ώστε να επιβάλουν στους βιομήχανους και εν γένει στους εκπροσώπους του κεφαλαίου, φόρους με τους οποίους να χρηματοδοτήσουν το κοινωνικό κράτος που υπόσχονταν στους πολίτες. Παράλληλα, σε μια προσπάθεια να ανταμείψουν τους βιομήχανους που αποδέχονταν αυτή την πολιτική, εισήγαγαν και νομοθεσίες φιλικές προς την δημιουργία ημι-καρτέλ, ώστε να αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων από τα οποία, ένα μέρος, ήταν η πρώτη ύλη για τα δημόσια συστήματα υγείας, τα σχολειά κλπ.
Η μεγάλη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας ήρθε τα μέσα της δεκαετίας του '70, όταν ο κόσμος άλλαξε ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, του συστήματος Bretton Woods (1947-1971). Τότε, αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, το τραπεζικό σύστημα έσπασε τα δεσμά που δημιουργήθηκαν μετά το Κραχ του 1929 (και που στόχο είχαν να μην δοθεί ξανά η δυνατότητα στις τράπεζες να δημιουργήσουν μια νέα παγκόσμια φούσκα, όπως εκείνη που έσκασε το 1929 με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα). Η παγκοσμιοποίηση του χρηματικού κεφαλαίου, μαζί με την κρίση πληθωρισμού και ανεργίας της εποχής, μείωσε σημαντικά την δυνατότητα των σοσιαλδημοκρατών να φορολογούν το κεφάλαιο ώστε να χρηματοδοτείται το κοινωνικό κράτος. Και τότε, έψαξαν και βρήκαν άλλους τρόπους χρηματοδότησής του.
Στην δεκαετία του '80 κάποιες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, π.χ. του ΠΑΣΟΚ (αλλά και της πρώτης κυβέρνησης Mitterrand), χρηματοδότησαν την αναδιανομή εισοδήματος με δανεικά, ελπίζοντας ότι, κάποια στιγμή, η παραγωγή θα δημιουργούσε τα εισοδήματα από τα οποία θα αποπληρώνονταν τα δανεικά. Σε άλλες χώρες, εκεί που οι κυβερνώντες φοβόντουσαν περισσότερο τον δανεισμό (ίσως και λόγω προτεσταντικής κράσης), βρήκαν άλλη λύση: την συμμαχία με το τραπεζικό και χρηματιστικό κεφάλαιο. Παρατηρώντας τους ποταμούς χρήματος που «δημιουργούσαν» οι τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα (μετά την σταδιακή του «απελευθέρωση» από τα «δεσμά» του κράτους), σκέφτηκαν ότι, αν υπόσχονταν στους τραπεζίτες όσους βαθμούς ελευθερίας εκείνοι ήθελαν, μπορούσαν να πάρουν ένα μικρό μερίδιο των υπερκερδών τους και από αυτό να χρηματοδοτήσουν το κράτος πρόνοιας στο οποίο ήταν πολιτικά ταγμένοι.
Για να το πω απλά, όπως ο Faust έτσι και οι σοσιαλδημοκράτες εκχώρισαν την ψυχή τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με σκοπό το κοινό καλό, το κοινωνικό κράτος (και βέβαια τις καλές προσωπικές σχέσεις με τους τραπεζίτες). Πολύ περισσότερο από τα αντίστοιχα κεντροδεξιά κόμματα (με εξαίρεση ίσως τους Συντηρητικούς της κας Thatcher, τους οποίους όμως αργότερα ξεπέρασαν σε ενθουσιασμό οι Εργατικοί του κ. Blair), τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν εκείνα που βοήθησαν να επιτευχθεί η πλήρης και αχαλίνωτη ελευθερία των τραπεζών να τζογάρουν, άνευ παραμικρού περιορισμού, με τις καταθέσεις των πελατών και τις συντάξεις των εργαζόμενων.
Να σας θυμίσω ότι δεν ήταν οι Ρεπουμπλικάνοι εκείνοι που κατήργησαν τον νόμο Glass-Steagall που εμπόδιζε τις τράπεζες να επιδίδονται σε στοιχήματα παραγώγων: η κυβέρνηση Clinton ήταν, με τους υπουργούς Rubin, Summers και Geithner στην «πρωτοπορεία» – μια κυβέρνηση που ήταν όσο πιο κοντά γίνεται στην κοσμοθεωρία και ιδεολογία των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών. Το ίδιο και στην Ιταλία: η κυβέρνηση της κεντροαριστεράς υπό τον κ. Prodi ήταν που αγκάλιασε την ελευθερία της αγοράς χρήματος ως μέσο χρηματοδότησης (από τα υπερκέρδη των τραπεζιτών) του όλο και διογκούμενου κρατικού προϋπολογισμού. Στην Βρετανία, μετά την νίκη του κ. Blair, η νέα κυβέρνηση το διατυμπάνιζε: Θέλουμε την υπερ-κερδοφορία των τραπεζών του City επειδή έτσι μπορούμε να τις φορολογούμε κάπως και από αυτά τα χρήματα να ξαναφτιάξουμε το κοινωνικό κράτος που καταρράκωσε η κα Thatcher. Ακριβώς το ίδιο και στην Ισπανία (όπου το PSOE έγινε το αγαπημένο κανίς των τραπεζιτών και των εργολάβων), στην Ιρλανδία (όπου το Fianna Fail, κόμμα στα αριστέρα του Fine Gael, έδωσε γην και ύδωρ στους χειρότερους τραπεζίτες που έχει δει ο πλανήτης οι οποίοι, με την σειρά τους, δανειοδότησαν τους χειρότερους εργολάβους) αλλά και στην Γερμανία όπου το SPD ήταν εκείνο το οποίο, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 90, άναψε το πράσινο φως στις τράπεζες της Φραγκφούρτης να κάνουν τέρατα και σημεία, φτάνοντας το ποσοστό δανεισμού (με το οποίο χρηματοδοτούσαν τα στοιχήματα-παράγωγα) στο 55 προς 1 (όταν η Lehman Brothers είχε «μόλις» 30 προς 1). Όσο για τα δικά μας, οι δικοί μας εκσυγχρονιστές της κυβέρνησης Σημίτη ήταν εκείνοι που αγκάλιασαν με στοργή και αγάπη την επέκταση του τραπεζικού τομέα, την ίδρυση αγοράς παραγώγων, την χρήση των παραγώγων της Goldman Sachs για την δημιουργική μακρο-λογιστική κλπ.
Εν κατακλείδι, στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, από το 1990 και μετά, κυριάρχησαν «εκσυγχρονιστές» που κόμισαν μια απλή συνταγή:  «Αφήστε τους τραπεζίτες να αλωνίζουν ανενόχλητοι, τους επιτήδειους των hedge funds να κόβουν και να ράβουν κατά το δοκούν, τα παράγωγα να κατακλύζουν την υφήλιο, την εργασία να ελαστικοποιείται (με αποτέλεσμα η μείωση των πραγματικών μισθών να ωθεί τους εργαζόμενους στις πιστωτικές κάρτες, όταν τα επιτόκια έπεφταν ραγδαία). Γιατί; Επειδή από τα υπερκέρδη αυτών των νέων «μάγων» του χρήματος και του χρέους θα παίρνουμε ένα ποσοστό (αλλά και θα δανειζόμαστε από αυτούς με χαμηλά επιτόκια) το οποίο θα μας βοηθά να χτίζουμε το κοινωνικό κράτος.» Ο και γέγονε.
Πράγματι, όσο η φούσκα κρατούσε, τα κράτη έπαιρναν μικρά αλλά ουκ ευκαταφρόνητα μερίδια από τα ποτάμια κερδών του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ακόμα και η ελληνική κυβέρνηση «ωφελήθηκε» από αυτά, με αποτέλεσμα, την δεκαετία 1995-2005, να αυξηθούν ιδιαίτερα οι κοινωνικές δαπάνες. Και οι τραπεζίτες; Οι τραπεζίτες δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Όσο οι σοσιαλδημοκράτες τους άφηναν να αλωνίζουν, δεν τους πείραζε καθόλου να παίρνουν κι αυτοί, οι πολιτικοί, τα ψίχουλα που έπεφταν από το τεράστιο τραπέζι τους, δίνοντάς τους και μια επίφαση κοινωνικής συνεισφοράς καθώς άκουγαν στους λόγους των σοσιαλδημοκρατών να αναφέρεται θετικά η συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην «θωράκιση» της οικονομίας και του κράτους πρόνοιας.
Ξάφνου όμως το πανηγύρι τελείωσε. Οι πυραμίδες που δημιούργησε το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατέρρευσαν το 2008, αρχής γενομένης με την Wall Street. Τότε οι σοσιαλδημοκράτες δεν διέθεταν πλέον τα θεωρητικά εργαλεία, αλλά ούτε και τις ηθικές αξίες, που θα τους επέτρεπαν σε προγενέστερες εποχές να θέσουν το καταρρέον σύστημα στο φως της κριτικής και να μπορέσουν να διακρίνουν ότι άλλο είναι να διασώσουμε τις τράπεζες (από το Κραχ) και άλλο το να διασώσουμε, εις βάρος της κοινωνίας, τους τραπεζίτες. Εκείνη την στιγμή, αποδείχθηκαν έτοιμοι να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των τραπεζιτών για μεταφορά των ζημιών τους από τα λογιστικά βιβλία των τραπεζών στο δημόσιο χρέος, επιβάλλοντας μάλιστα λιτότητα όχι στους τραπεζίτες (που πτώχευσαν τις τράπεζές τους) αλλά στους πιο αδύναμους των πολιτών, που πλήρωναν και πληρώνουν την λυπητερή.
Πως ήταν δυνατόν να κάνουν αλλιώς, οι σοσιαλδημοκράτες;
• Έχοντας απολέσει την γνώση, που κάποτε ανέδυε η σοσιαλδημοκρατία, ότι οι αγορές χρήματος-εργασίας-ακινήτων, αν αφεθούν «ελεύθερες» δημιουργούν κραχ, κρίσεις, ανθρώπινες απώλειες,
• έχοντας θυσιάσει, στον βωμό των καλών σχέσεων με τους ανθρώπους των χρηματαγορών, την γνώση ότι οι αποτυχίες αυτών των τριών αγορών (χρήματος-εργασίας-ακινήτων) οδηγούν σε μεγαλύτερη οικονομική αστάθεια και αναποτελεσματικότητα μια κοινωνία που βασίζεται στις αγορές
• έχοντας ξεχάσει πως όσο πιο πολύ βασίζεται μια οικονομία στα υπερκέρδη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε αγορές εργασίας που αντιμετωπίζουν την εργασία ως ένα απλό εμπόρευμα, σε ακίνητα των οποίων οι αξίες θεωρούνται ότι θα ανεβαίνουν, και ότι πρέπει να ανεβαίνουν, τόσο πιο ασταθής, επιρρεπής στην κρίση και, εν τέλει, απολίτιστη είναι μια κοινωνία,
Έχοντας λοιπόν φτάσει σε αυτό το σημείο μη συνείδησης, τους ήταν αδύνατον να σταθούν απέναντι σε εκείνους που, όπως ο Μεφιστοφελής στην περίπτωση του Faust, είχαν ήδη αποκτήσει ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην ψυχή τους και απαιτούσαν από αυτούς να θυσιάσουν το κοινωνικό συμφέρον, και την ελπίδα αναστροφής της Κρίσης, υπέρ της Πτωχοτραπεζοκρατίας. Έτσι, όμως, η σοσιαλδημοκρατία υπέγραψε την θανατική της ποινή. Καμία κοινωνία, πλέον, δεν θα μπορέσει να την εμπιστευτεί. Θα προτιμά την κεντροδεξιά, όσο και να την αντιπαθεί, η οποία, αν μη τι άλλο, δεν υποσχέθηκε ποτέ στους αδύναμους ότι θα διεξάγει υπέρ τους τον αγώνα τον καλό εναντίον των ισχυρών.
Συνοψίζοντας και επιστρέφοντας την συζήτηση στα ελληνικά δεδομένα, το ΠΑΣΟΚ μπορεί πράγματι να προσπάθησε, κατά την δεκαετία του 80, να κάνει αναδιανομή και κοινωνικό κράτος με δανεικά. Όμως, στην δεκαετία του 90, το ΠΑΣΟΚ «εκσυγχρονίστηκε». Νέα στελέχη του, με θαυμασμό (και μερικοί με θητεία) στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύμπαν έφεραν στην Ελλάδα την νέα πρακτική των απανταχού σοσιαλδημοκρατών: κοινωνικό κράτος με τοξικό χρήμα (δηλαδή από μερίδιο των υπερκερδών των χρηματαγορών τις οποίες οι ίδιοι οι σοσιαλδημοκράτοες βοήθησαν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα). Κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ αντέδρασαν (π.χ. ο Αλέκος Παπαδόπουλος). Όμως, τα ποτάμια χρήματος ήταν ασταμάτητα, ιδίως όταν η σοσιαλδημοκρατία είχε απωλέσει την κριτική της ικανότητα με την οποία κάποτε «έβλεπε» πόσο προβληματικές είναι οι ασύδοτες αγορές χρήματος, εργασίας και ακινήτων. Όταν λοιπόν ήρθε το Κραχ του 2008, το ΠΑΣΟΚ παρεσύρθη από την φούσκα που έσκαγε, χωρίς αντιστάσεις στις επιταγές του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος του οποίου τις αξίες είχε ασπαστεί πολλαπλώς. Αυτό όμως που είναι εντυπωσιακό είναι ότι, όπως η ελληνική κρίση δεν είναι παρά μια παραφυάδα της ευρωπαϊκής και διεθνούς κρίσης, έτσι και ο θάνατος του ΠΑΣΟΚ δεν είναι παρά η προαγγελία του θανάτου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012




Ο Μάρξ για τις τράπεζες δημιουργούς χρήματος και το δημόσιο χρέος

(Κ. Μάρξ, Κεφάλαιο, Τόμος Ι, σ. 779-781)

''Το σύστημα της δημόσιας πίστης, δηλ. των κρατικών χρεών, που τις αρχές του τις ανακαλύπτουμε κιόλας στο μεσαίωνα στη Γένουα και στη Βενετία, διαδόθηκε σ’ όλη την Ευρώπη στη διάρκεια της περιόδου της μανιφακτούρας. Το αποικιακό σύστημα με το θαλάσσιο εμπόριό του και με τους εμπορικούς του πολέμους τού χρησίμευσε σαν θερμοκήπιο. Έτσι στέριωσε πρώτα στην Ολλανδία. Το δημόσιο χρέος, δηλ. το ξεπούλημα του κράτους –αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος– βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού, είναι το δημόσιο χρέος τους. Γιαυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δημόσιο χρέος γίνεται το credo [πιστεύω] του κεφαλαίου. Και από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματος ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δημόσιο χρέος".
Καρλ Μαρξ

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

ΒΑΣΙΛΗ ΒΙΛΙΑΡΔΟΥ


ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙ ΝΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Όταν το Άδικο κυριαρχήσει επί του Δικαίου, τότε η αντίσταση γίνεται καθήκον. Επομένως, ο απλός Έλληνας Πολίτης έχει καθήκον να αντισταθεί, όταν εκβιάζεται σε τέτοιο βαθμό – πολύ περισσότερο όταν η Δημοκρατία στη χώρα του (ότι έχει απομείνει από αυτήν, για να είμαστε ειλικρινείς) κινδυνεύει να καταλυθεί, από τις συγχρονισμένες ενέργειες και τις «απολυταρχικές εντολές» του ΔΝΤ και της Γερμανίας
B. BRECHT

του ΒΑΣΙΛΗ ΒΙΛΙΑΡΔΟΥ

Τα εθνικά κράτη σχεδιάζεται να διαλυθούν, έτσι ώστε να δώσουν τη θέση τους σε έναν τερατώδη γραφειοκρατικό μηχανισμό, ο οποίος θα ελέγχει όλους τους Πολίτες, θα τους αστυνομεύει καλύτερα, θα τους λέει τι ακριβώς να κάνουν και πώς να σκέφτονται

Εικόνα «εξωφύλλου»: «Ένας λαός, μία αυτοκρατορία, ένα ευρώ», από το έγκριτο γερμανικό περιοδικό Compact, το οποίο ειρωνεύεται την κυβέρνηση με τη φωτογραφία του Χίτλερ. Σημειώνουμε εδώ ότι, σύμφωνα με τα «εθνικοσοσιαλιστικά σχέδια» του δικτάτορα η νέα τάξη πραγμάτων, η οποία όφειλε να επιβληθεί στην Ευρώπη, προέβλεπε την «αναδιάταξη» της ηπείρου, με τοπικά και... φυλετικά κριτήρια... 


Στα πλαίσια αυτά, άμεσοι στόχοι ήταν η προσάρτηση πολλών κρατών στη γερμανική αυτοκρατορία (τρίτο ράιχ), η υποχρεωτική μετανάστευση ομάδων των εκάστοτε πληθυσμών, καθώς επίσης η καταπίεση και η λεηλασία ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων – με στρατιωτικά μέσα, αλλά και με τη συμμετοχή της γερμανικής οικονομίας.
Η Ελλάδα μοιάζει με ένα πολυτελέστατο, πλούσιο κρουαζιερόπλοιο, το οποίο ευρίσκεται στο κέντρο μίας τρομακτικής καταιγίδας, έχοντας καταληφθεί από δύο αντίπαλες «συμμορίες» – οι οποίες επιμένουν ότι, σκοπός τους είναι να βοηθήσουν, αφού διαφορετικά το καράβι κινδυνεύει να βυθιστεί. Οι «πειρατές» έχουν τοποθετήσει δικό τους καπετάνιο, τρομοκρατούν και εκβιάζουν το πλήρωμα, σχεδιάζουν προσεκτικά τη λεηλασία ότι πολύτιμου ανακαλύψουν, ενώ ρίχνουν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα τους πιο φτωχούςεπιβάτες - ισχυριζόμενοι ότι, μόνο με αυτόν τον τρόπο, ελεύθερο περιττών βαρών δηλαδή, θα καταφέρει το καράβι να ξεφύγει από την τρικυμία” (R.Vial).


“Ο B. Brecht είχε πει κάποτε πως, όταν το Άδικο κυριαρχήσει επί του Δικαίου, τότε η αντίσταση γίνεται καθήκον. Επομένως, ο απλός Έλληνας Πολίτης έχει καθήκον να αντισταθεί, όταν εκβιάζεται σε τέτοιο βαθμό – πολύ περισσότερο όταν η Δημοκρατία στη χώρα του (ότι έχει απομείνει από αυτήν, για να είμαστε ειλικρινείς) κινδυνεύει να καταλυθεί, από τις συγχρονισμένες ενέργειες και τις «απολυταρχικές εντολές» του ΔΝΤ και της Γερμανίας (η οποία ηγείται της Ευρωζώνης). 



Προσωπικά βλέπω μία μόνο λύση για την Ελλάδα: τη λαϊκή εξέγερση, εάν θέλουμε να αποφευχθεί τοστρατιωτικό πραξικόπημα, με στόχο τη σύλληψη και την καταδίκη της συμμορίας εκείνων των διεφθαρμένων πολιτικών, οι οποίοι οδηγούν τη χώρα τους στην καταστροφή. Στα πλαίσια αυτά, όποιος από τους γραφειοκράτες της ΕΕ και του ΔΝΤ δεν εξαφανιστεί, μέχρι να μετρήσει κανείς έως το τρία, θα πρέπει να έχει την ίδια ακριβώς μοίρα – τη σύλληψη του από τους Πολίτες και την καταδίκη του από την Ελληνική Δικαιοσύνη” (T.Mehner, Γερμανός συγγραφέας, παρεμβάσεις).



“Οι παλαιοί φόβοι επιστρέφουν. Η Γερμανία γίνεται ξανά ισχυρή, ενώ οι Βρετανοί αναφέρονται όλο και πιο συχνά σε ένα 4ο Ράιχ. Κάτω από τις σημερινές συνθήκες όμως, η Γερμανία δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα 4ο Ράιχ, αφού η χώρα δεν έχει αποκτήσει εντελώς την εθνική της κυριαρχία, από την 8η Μαΐου του 1945. Όποιος δεν θέλει να το πιστέψει, του προτείνουμε την πρόσφατη ομιλία του κ. Σόϊμπλε - παρά το ότι ο υπουργός οικονομικών παρέλειψε να «οριοθετήσει» ακριβώς την έλλειψη εθνικής κυριαρχίας.



Εάν έχει δίκιο, ακόμη και εν μέρει, τότε θα πρέπει να πάρουμε πολύ σοβαρά εκείνες τις θεωρίες συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες η Γερμανία είναι μία Ε.Π.Ε., μία μη κυβερνητική οργάνωση ή μία «διοικητική οντότητα» των συμμαχικών δυνάμεων του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Στην προκειμένη περίπτωση, εμείς οι Γερμανοί δεν είμαστε Πολίτες, αλλά εργαζόμενοι – οι οποίοι θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να απολυθούν. Ανεξάρτητα από αυτά, η ομιλία του κ. Σόιμπλε φανερώνει ολοκάθαρα ότι, η Γερμανία είναι κάτω από διεθνή έλεγχο – δεν είναι ανεξάρτητη λοιπόν και δεν παίρνει μόνη της αποφάσεις. Επομένως δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα 4ο Ράιχ, εκτός εάν το επέτρεπαν οι Η.Π.Α. – κάτι που φυσικά δεν είναι εντελώς απίθανο, αφού και οι ίδιοι οι Αμερικανοί ευρίσκονται ήδη στο δρόμο για το φασισμό.



Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, η Γερμανία δεν χρειάζεται την εθνική της κυριαρχία, εάν θέλει να κατασκευάσει ένα 4ο Ράιχ – αφού θα μπορούσε να τα καταφέρει διαφορετικά, μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προτείνω σε όλους αυτούς, οι οποίοι αντιμετωπίζουν δύσπιστα μία τέτοια προοπτική, να ανατρέξουν στις απόψεις του Χίτλερ, σε σχέση με μία Ενωμένη Ευρώπη. Βέβαια, δεν γνωρίζει κανείς που ακριβώς κατευθύνεται η ΕΕ, από πολιτικής άποψης – εκτός του ότι, τα εθνικά κράτη σχεδιάζεται να διαλυθούν, έτσι ώστε να δώσουν τη θέση τους σε έναν τερατώδη γραφειοκρατικό μηχανισμό, ο οποίος θα αστυνομεύει όλους τους Πολίτες, θα τους λέει τι ακριβώς να κάνουν και πώς να σκέφτονται” (Kopp Γερμανίας).



Ανάλυση

Τα παραπάνω κείμενα, παρά το ότι προέρχονται από πρόσφατες, επίσημες δημοσιεύσεις έγκριτων Γερμανών, μοιάζουν με θεωρίες συνωμοσίας. Εν τούτοις αποδεικνύουν ότι, ακόμη και οι ίδιοι οι Γερμανοί φοβούνται τυχόν αναβίωση του ναζισμού στη χώρα τους – ενώ αρκετοί είναι αντίθετοι με τις εμφανείς προθέσεις της πρωσικής κυβέρνησης τους, η οποία σκοπεύει να «αναρτήσει» την Ευρώπη στο γερμανικό άρμα (αποδυναμώνοντας μία προς μία όλες τις χώρες, με τη βοήθεια της «πολιτικής λιτότητας» και του ισχυρού της νομίσματος). 



Παράλληλα γνωρίζουν ότι, ο νεοφιλελευθερισμός των παιδιών του Σικάγου, έτσι όπως επιβάλλεται μεθοδικά από το αμερικανικό ΔΝΤ στην Ελλάδα, με την αποκρατικοποίηση της εξουσίας, με τηνκατάργηση της Δημοκρατίας, με το γκρέμισμα του κοινωνικού κράτους, με τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας, με την καταστροφή της μεσαίας τάξης, με τηνεξαθλίωση των μαζών, με τη χρεοκοπία κλπ., εξελίσσεται σε μία τρομακτική δικτατορία της ελίτ – σε έναν άκρατο απολυταρχικό καπιταλισμό καλύτερα, ο οποίος θα είναι ίσως πολύ χειρότερος, από τον εθνικοσοσιαλισμό και το ναζισμό.



Φυσικά υποθέτουν ότι, η Ελλάδα είναι μόνο η αρχή – ενώ δεν θα ξεφύγουν από τα νύχια του ούτε οι πλούσιες χώρες της Ευρωζώνης, ούτε η υπόλοιπη Δύση. Προτείνουν δε ως μοναδική δυνατότητα αντίστασης την έγκαιρη, μαζική εξέγερση των Πολιτών, αφού η πολιτική είτε εξαγοράζεται, είτε εκβιάζεται, είτε τρομοκρατείται - με αποτέλεσμα να υποτάσσεται ολοκληρωτικά στους εισβολείς και με τέτοιον τρόπο, ώστε να μη γίνεται αντιληπτή ούτε από τον ίδιο τον κομματικό μηχανισμό της.



Ολοκληρώνοντας λέγεται ότι, η Γερμανία εξακολουθεί να βρίσκεται υπό ξένη κατοχή – χωρίς Συνθήκη Ειρήνης με όλες τις χώρες που τότε βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση, με μία προσωρινή κατάπαυση πυρός απέναντι της, με απουσία Συντάγματος (διέπεται ουσιαστικά από έναν προσωρινό Βασικό Νόμο ή Grundgesetz), το οποίο θα είχε ψηφισθεί και επικυρωθεί από έναν ελεύθερο γερμανικό λαό καθώς επίσης, το σημαντικότερο, χωρίς καμία κρατική ή άλλη νομική υπόσταση, εντός των εδαφικών της ορίων.



Ειδικότερα, όταν το 1990 άνοιξαν τα σύνορα μεταξύ των δύο Γερμανιών, με νομικούς όρους «μεταξύ των δύο προσωρινών διοικητικών οντοτήτων», τα δύο «κράτη» καταργήθηκαν αυτόματα, με τη μέχρι τότε μορφή τους. Έτσι έπαψε ουσιαστικά να ισχύει ο «βασικός νόμος», χωρίς όμως να έχει ψηφιστεί καινούργιος – πολύ περισσότερο, αφού δεν ακολούθησε ένα νέο Σύνταγμα (θεωρητικά ισχύει ακόμη το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, από το 1919).



Ο βραβευμένος δε με Νόμπελ Γερμανός συγγραφέας G.Grass, στο βιβλίο του «Ερωτήσεις για τη γερμανική ενοποίηση» λέγεται πως γράφει: «Δεν τηρήθηκε το άρθρο-κλειδί του παλιού βασικού νόμου (146), το οποίο διέτασσε ότι, στην περίπτωση της γερμανικής ενοποίησης, έπρεπε να υποβληθεί στο γερμανικό λαό ένα νέο Σύνταγμα».



Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, τα οποία αδυνατούμε να εκτιμήσουμε, η Γερμανία δεν είναι στην πραγματικότητα εθνικά κυρίαρχο κράτος. Ενδεχομένως δε, η δανειοδότηση της Ελλάδας από την κρατική της τράπεζα Kfw (η οποία ουσιαστικά συστήθηκε από τις Η.Π.Α. για την ανοικοδόμηση της Δ. Γερμανίας, μέσω του σχεδίου Marshall), όταν όλες οι άλλες χώρες μας δανείζουν οι ίδιες, ως εθνικά κράτη, να το αποδεικνύει. Φυσικά κάτι τέτοιο θα σήμαινε, σε σχέση με την Ενωμένη Ευρώπη ότι, εκτελεί απλά εντολές των Η.Π.Α. και του σκιώδουςχρηματοπιστωτικού συστήματος – κάτι που θεωρούμε πως αποτελεί μία ακόμη θεωρία συνωμοσίας.



Η ΕΛΛΑΔΑ 

Είναι πλέον φανερό ότι, η Ελλάδα ευρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα – ανάμεσα σε δύο μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες μάχονται για το χρυσόμαλλο δέρας: την Ευρώπη. Στα πλαίσια αυτά, η κρίση ρευστότητας του 2009 οδηγήθηκε μάλλον σκόπιμα σε μία κρίση δανεισμού και, στη συνέχεια, σε μία κρίση φερεγγυότητας – με ελάχιστους αντικειμενικούς λόγους.Δυστυχώς, η κυβέρνηση της χώρας δεν έδωσε σημασία στο συγκριτικά πολύ χαμηλό συνολικό χρέος, ούτε στον εξαιρετικά θετικό Ισολογισμό της – όπου το δημόσιο χρέος της είναι κατά πολύ χαμηλότερο από τα περιουσιακά της στοιχεία (δημόσια περιουσία, κρατικές επιχειρήσεις, μεγάλος υπόγειος πλούτος).



Ουσιαστικά θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε την Ελλάδα με μία επιχείρηση, η οποία διαθέτει μεγάλες ανεκμετάλλευτες εκτάσεις, με πλούσιο σε πρώτες ύλες υπέδαφος και θυγατρικές εταιρείες οι οποίες, παρά τη μονοπωλιακή θέση τους, λειτουργούν ζημιογόνα. Η επιχείρηση αυτή, παρά τα μεγάλης αξίας πάγια της, λειτουργεί με ζημίες, λόγω ανεπαρκούς, ανίκανης ή διεφθαρμένης διοίκησης – με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δανεισθεί με βιώσιμο επιτόκιο, αφού οι τράπεζες δεν ζητούν μόνο εγγυήσεις αλλά, κυρίως, κέρδη, με τα οποία να μπορεί να αποπληρώνει τα δάνεια της.



Όταν δε ο νέος οικονομικός διευθυντής μίας τέτοιας επιχείρησης αρχίζει να τη διασύρει, ανακοινώνοντας δημοσίως ότι έχει πολύ μεγαλύτερες ζημίες από αυτές που εμφανίζει στα βιβλία της, χωρίς παράλληλα να παίρνει τα απαιτούμενα μέτρα εξυγίανσης, το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο.



ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΨΕΜΜΑΤΑ

Συνεχίζοντας, η Ελλάδα καίγεται, ενώ οι «μηχανισμοί» της συνεργάζονται με τους εμπρηστές – με τηνΓερμανική Ευρώπη και με το Αμερικανικό ΔΝΤ.



Όπως φαίνεται πλέον καθαρά, είναι πάρα πολύ εύκολο να καταστρέψεις μία σύγχρονη Οικονομία – αρκεί να πείσεις τους Πολίτες της «θυματοποιώντας» τους ότι, έχουν ζήσει πάνω από τις δυνατότητες τους και πρέπει να προσαρμοσθούν σε μαζικά χαμηλότερους μισθούς, με πολύ μικρότερες κοινωνικές παροχές. Έτσι προκαλείς μία καταστροφική ύφεση, η οποία αυξάνει τις δαπάνες, λόγω κλιμακούμενης ανεργίας και μειώνει τα έσοδα, λόγω περιορισμού του ΑΕΠ – με αποτέλεσμα να εκτοξεύονται στα ύψη τόσο τα χρέη, δημόσια και ιδιωτικά, όσο και οι τόκοι εξυπηρέτησης τους, παράλληλα με τη ραγδαία απαξίωση όλων των περιουσιακών στοιχείων.



Η απαξίωση αυτή, σε συνδυασμό με τη μείωση των μισθών, προκαλεί μεταξύ άλλων την αδυναμία εξόφλησης των οφειλών απέναντι στις τράπεζες – οπότε την αύξηση των κόκκινων δανείων η οποία, αργά ή γρήγορα, τις οδηγεί είτε στη χρεοκοπία, είτε στην εκποίηση τους σε εξευτελιστικές τιμές. 



Παρά το ότι λοιπόν η πραγματική αιτία των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας δεν είναι άλλη από τις μεθοδεύσεις των εισβολέων, πολύ πριν δραστηριοποιηθούν στη χώρα (ενδεχομένως από το 2008) η εντύπωση, η οποία έχει εσκεμμένα δημιουργηθεί, είναι εντελώς διαφορετική – με έμφαση στο υπερβολικό δημόσιο χρέος της και όχι στο χαμηλό συνολικό ή στους υπόλοιπους θετικούς οικονομικούς δείκτες. 



Εν τούτοις, σύμφωνα με στατιστικές του ΟΟΣΑ, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας μεταξύ των ετών 2000 και 2008 ήταν κατά πολύ υψηλότερες, από αυτές της Γερμανίας (ακόμη και μετά το 2010 το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν σχετικά μικρό – επειδή το δημόσιο χρέος, σε αντίθεση με το ιδιωτικό, είναιπανεύκολο στην επίλυση του). 



Δημιουργήθηκαν περισσότερες θέσεις εργασίας, οι επενδύσεις αυξήθηκαν ταχύτερα (η κατά κεφαλήν παραγωγή στην Ελλάδα, μεταξύ των ετών 2000-2009 αυξήθηκε κατά 25%, στη Γερμανία μόλις κατά 5%), ενώ το ΑΕΠ αυξήθηκε τρεις φορές γρηγορότερα. Εκτός αυτού, σε αντίθεση με τη Γερμανία, οι Έλληνες εργαζόμενοι συμμετείχαν στα κέρδη της ανάπτυξης, σε κάποιοι βαθμό – αφού οι πραγματικές αμοιβές τους αυξανόταν ετήσια κατά 2,6%, όταν αυτές των Γερμανώνσυναδέλφων τους μόλις κατά 0,1%.



Δυστυχώς αυτό το τελευταίο, η μεγαλύτερη αύξηση των μισθών δηλαδή, ήταν το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας - όχι ο υπερβολικός δανεισμός ή όλα τα άλλα που ισχυρίζονται οι καταστροφείς της (γεγονός που τεκμηριώνεται από το ότι, έχει το τρίτο χαμηλότερο ιδιωτικό χρέος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ). Αναλυτικότερα επειδή οι Έλληνες, σε αντίθεση με τους Γερμανούς ή με τους Ολλανδούς, δεν διατηρούσαν χαμηλούς τους μισθούς, έτσι ώστε να εξασφαλίζουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα απέναντι στους «εταίρους» τους (dumping), προκλήθηκε στην Ελλάδα ένας ετήσιος πληθωρισμός της τάξης του 3,2% - όταν ο μέσος της Ευρωζώνης διατηρήθηκε στο 2,1% και στη Γερμανία μόλις στο 1,2%. Η διαφορά αυτή οδηγεί υποχρεωτικά, εντός μίας νομισματικής ένωσης, σε έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών – το οποίο έφθασε στη χώρα μας (2008) στο 14% του ΑΕΠ της.



Περαιτέρω, όταν η Ελλάδα αντιμετώπισε προβλήματα δανεισμού από τις αγορές, κυρίως λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (σε συνδυασμό με την εγκληματική διαχείριση της νέας κυβέρνησης), η Γερμανία την ανάγκασε, σε συνεργασία με το ΔΝΤ, να υιοθετήσει ένα καταστροφικό πρόγραμμα λιτότητας (παρά το ότι γνώριζε εκ των προτέρων την αποτυχία του, με κριτήριο το αντίστοιχο που εφαρμόσθηκε από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, οδηγώντας τη Γερμανία στον εθνικοσοσιαλισμό).



Τα αποτελέσματα του είναι πλέον ορατά δια γυμνού οφθαλμού: το δημόσιο χρέος αυξήθηκε εκρηκτικά (από 120% του ΑΕΠ στο 170%), το ΑΕΠ μειώθηκε πάνω από 15%, ενώ η σκόπιμη ανεργία (χωρίς αύξηση της ανεργίας δεν μειώνονται οι μισθοί, δεν «γκρεμίζονται» οι συλλογικές συμβάσεις και δεν «κατατροπώνονται» τα συνδικάτα) διπλασιάσθηκε στο 21%.



Παράλληλα φυσικά αυξήθηκε ο δανεισμός της Ελλάδας από την ΕΚΤ, μέσω της κεντρικής της τράπεζας (η ΤτΕ οφείλει περί τα 108 δις €, ενώ το 2008 δεν όφειλε τίποτα) και των εμπορικών τραπεζών (περί τα 60 δις €) - αφενός μεν λόγω της μείωσης των καταθέσεων, αφετέρου λόγω της κρίσης αξιοπιστίας της χώρας, με αποτέλεσμα να διακινδυνεύει πλέον και το τραπεζικό της σύστημα.



Φυσικά η Ελλάδα δεν είχε και δεν έχει μόνο θετικά στοιχεία στην Οικονομία της – το αντίθετο μάλιστα, υπήρξαν πολλές υπερβολές και υπερδανεισμός. Υπενθυμίζουμε όμως ότι «Υπάρχουν δύο δυνατότητες για να λεηλατήσεις και να υποδουλώσεις μία χώρα: Η μία από αυτές είναι το ξίφος, τα όπλα. Η δεύτερη είναι η υπερχρέωση» (John Adams, ο δεύτερος πρόεδρος των Η.Π.Α. – 1826).



Επειδή όμως είναι αρκετοί αυτοί, οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με τα ελαττώματα της χώρας μας, με μία τόσο υπερβολική πολλές φορές αυτοκριτική, η οποίαξεπερνάει τα όρια της θυματοποίησης, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει λόγος να αναφερόμαστε και εμείς. 



ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ Η ΤΙΜΩΡΙΑ

Η Ευρωζώνη είχε δύο επιλογές για τη σωστή καταπολέμηση της κρίσης δανεισμού της Ελλάδας:την αλληλεγγύη και την τιμωρία. Εάν είχε επιλεχθεί αμέσως η αλληλεγγύη (Μάιος του 2010), αφενός μεν το κόστος θα ήταν πολύ χαμηλό, ενώ το ΔΝΤ δεν θα είχε εισβάλλει στην Ευρωζώνη, αφετέρου τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί πολύ θετικότερα - τόσο για το Ευρώ, όσο και για την Ελλάδα.



Εν τούτοις, η Γερμανία προτίμησε την τιμωρία, με στόχο να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα ως πειραματόζωο - πιθανότατα για την προώθηση των ηγεμονικών βλέψεων της στην Ευρώπη. Στόχος της ήταν ανέκαθεν και συνεχίζει να είναι η παράδοση της Ελλάδας στην πυρά, η «σταύρωση» της καλύτερα έτσι ώστε,


(α) να μην επιχειρήσει καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης τη διαγραφή μέρους των δημοσίων χρεών της, φοβούμενη τα ελληνικά «δεινά»,



(β) να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους οι αγορές στο ευρώ, συνεχίζοντας να δανείζουν την ίδια με ελάχιστα επιτόκια (κερδίζει τουλάχιστον 40 δις € ετήσια από τη μείωση των επιτοκίων) και



(γ) να υποταχθούν όλες οι άλλες χώρες-μέλη στην οικονομική παντοδυναμία της, για να ηγηθεί μίας γερμανικής Ευρωζώνης. 



Στα πλαίσια αυτά, πιθανολογούμε πως έχει προγραμματισθεί ήδη ο τρόπος αποβολής της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, σε περίπτωση μη υποταγής της πολιτικής ηγεσίας της στις γερμανικές εντολές – με τη συμφωνία της χώρας μας φυσικά, αφού δεν επιτρέπεται διαφορετικά.



Κατά την άποψη πολλών όμως, η Γερμανία έχει μάλλον επιλέξει το λάθος πειραματόζωο – γεγονός που εμείς πιστεύουμε ότι το γνωρίζει και η ίδια, αλλά αναγκάσθηκε να το κάνει, λόγω του ότι η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε παράλληλα από τις Η.Π.Α. (ως ο Δούρειος Ίππος για την εισβολή του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη, όπως έχουμε αναλύσει επαρκώς σε παλαιότερα άρθραμας).



ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ

Το κοινό νόμισμα, το Ευρώ δηλαδή, ήταν από την αρχή ένας πολιτικός στόχος – σε καμία περίπτωση οικονομικός, αφού η Ευρώπη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένας «άριστος νομισματικός χώρος» (εάν οι τιμές και οι μισθοί στα κράτη-μέλη της ανέβαιναν και έπεφταν συγχρόνως, όταν μεσολαβούσε κάποια αλλαγή στις οικονομικές συνθήκες, κάτι που προϋποθέτει πλήρη κινητικότητα του Κεφαλαίου και των Εργαζομένων μεταξύ όλων των χωρών, τότε θα μιλούσαμε για έναν άριστο νομισματικό χώρο). Ακριβώς για το λόγο αυτό, προσπαθεί η Πολιτική να τη διατηρήσει «τεχνητά» στη ζωή, όσο της είναι δυνατόν.



Εν τούτοις, δεν πρόκειται να τα καταφέρει για πολύ ακόμη, αφού η βιωσιμότητα της Ευρωζώνης προϋποθέτει μία οργανωμένη «transfer union» - μία ένωση δηλαδή, στην οποία οι πλεονασματικές χώρες θα πρέπει να ενισχύουν κάθε χρόνο τις ελλειμματικές, μεταφέροντας τεράστια ποσά στους προϋπολογισμούς τους. Στην πραγματικότητα όμως είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσε να αποφασισθεί κάτι τέτοιο – πόσο μάλλον αφού δεν είναι σε καμία περίπτωση επιθυμητό, εκ μέρους των πλεονασματικών κρατών.



Η δεύτερη εναλλακτική λύση θα ήταν μία μακρόχρονη «δημοκρατικοποίηση» της Ευρώπης, με τη βοήθεια εκλογών, νέων Θεσμών, νόμων και συμβάσεων, με στόχο την επίτευξη ενός ομοσπονδιακού συστήματος – των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. «Εθνολογικά» όμως και όχι μόνο, πρόκειται μάλλον για μία ουτοπία, η οποία δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί – με εξαίρεση ίσως μία Ενωμένη Ευρώπη, χωρίς τη Γερμανία. Η τρίτη εναλλακτική δυνατότητα θα ήταν η διάλυση της Ευρωζώνης στη σημερινή της μορφή, με την επιστροφή όλων ή κάποιων κρατών στα εθνικά τους νομίσματα.



Κατά την άποψη μας, η πλέον σωστή μελλοντική επιλογή για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης θα ήταν η σταδιακή επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς – όπου όλα τα κράτη ήταν συνδεδεμένα με το ECU, με μία επιτρεπόμενη απόκλιση της τάξης του (+-) 15%. Παράλληλα, η διευκόλυνση των υπερχρεωμένων χωρών για τα προηγούμενα δάνεια τους (χαμηλά επιτόκια, επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, επενδυτική βοήθεια «τύπου Marshall Plan» κλπ.), η οποία θα ομαλοποιούσε τις διαστρεβλώσεις που επέφερε στις οικονομίες τους η εισαγωγή του Ευρώ – με αποτέλεσμα τη ριζική επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης. 



Στην περίπτωση αυτή, οι ελλειμματικές οικονομίες θα μπορούσαν στη συνέχεια να υποτιμούν ελεγχόμενα τα εθνικά τους νομίσματα, οπότε θα επέστρεφε η ομαλότητα τόσο στην ανταγωνιστικότητα και στα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών, όσο και στους προϋπολογισμούς τους, χωρίς επικίνδυνες εσωτερικές υποτιμήσεις ή/και καταστροφικές μονομερείς αποχωρήσεις. Ταυτόχρονα, θα επανερχόταν η Γερμανία στην τάξη, χωρίς να απειλεί την Ελευθερία, τη Δημοκρατία και την Ειρήνη, με τις αρρωστημένες ηγεμονικές της βλέψεις – ενώ θα εκδιωκόταν «άπαξ και δια παντός» οι Σύνδικοι του διαβόλου από την Ευρώπη.



ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κλείνοντας οφείλουμε ίσως να προσθέσουμε ότι, το πρώτο «μνημόνιο» (2010) που υπεγράφη από την Ελλάδα, με εξαίρεση βέβαια τη συμμετοχή του ΔΝΤ, το τοκογλυφικό επιτόκιο και τον περιορισμένο χρόνο αποπληρωμής, δεν ήταν απόλυτα καταστροφικό – ενώ μία ικανή, επαρκής και σοβαρή κυβέρνηση, μη ενδοτική, θα μπορούσε τότε να οδηγήσει τη χώρα σχετικά εύκολα στην έξοδο από την κρίση.



Το δεύτερο όμως «μνημόνιο», το οποίο ψηφίσθηκε δυστυχώς από τη Βουλή το Φεβρουάριο του 2012, είναι εξαιρετικά εγκληματικό, αφού:



(α) η Ελλάδα υπέγραψε μόνη της την επίσημη χρεοκοπία της, αποδεχόμενη τη διαγραφή χρέους και «πυροβολώντας τα πόδια της» (άρθρο μας),



(β) επέτρεψε το αποικιοκρατικό αγγλικό δίκαιο στις ανταλλαγές ομολόγων με τους ιδιώτες πιστωτές, παρά τις προηγούμενες συνεχείς αρνήσεις και αντίθετες διαβεβαιώσεις του διορισμένου πρωθυπουργού της,



(γ) παραιτήθηκε από την ασυλία κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου της, από τηνΕθνική της κυριαρχία δηλαδή (μοναδική περίπτωση παγκοσμίως),



(δ) υποτάχθηκε πλήρως στους δανειστές της και τόσα πολλά άλλα, τα οποία δεν θα αποδεχόταν καμία μη ενδοτική κυβέρνηση στον πλανήτη - ακόμη και η πιο δειλή.



Φυσικά καμία διεθνής συνθήκη δεν υποχρεώνει τους Έλληνες να σεβαστούν τα υπογεγραμμένα – αφού η χώρα τους ευρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, οι βουλευτές της ψήφισαν κάτω από συνθήκες εκβιασμών, άγνοιας και τρομοκρατίας, ενώ έχει καταπατηθεί εμφανώς το Σύνταγμα της. Αντίθετα, οι Έλληνες έχουν καθήκον να προστατέψουν την πατρίδα τους – επομένως, να αντιδράσουν εξεγειρόμενοι συλλογικά, πριν ακόμη οδηγηθούν λεηλατημένοι, εξαθλιωμένοι και εντελώς κατεστραμμένοι στην απόλυτη χρεοκοπία, στη δικτατορία και στην υποδούλωση. 



ΥΓ: Ενώ όλα αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα έχουν μονοπωλήσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον (ενδεχομένως σκόπιμα, έτσι ώστε να καλυφθούν τα προβλήματα της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και, κυρίως, του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, της Μ. Βρετανίας και των Η.Π.Α.), η ΕΚΤ, καθώς επίσης πολλές άλλες κεντρικές τράπεζες έχουν ανοίξει «στο φουλ» τους κρουνούς των χρημάτων, με στόχο να βοηθήσουν τράπεζες και επιχειρήσεις να ξεφύγουν από την κρίση (μόνο η ΕΚΤ προσέφερε 500 δις € το Δεκέμβρη και 530 δις € επί πλέον την Τετάρτη, με επιτόκια της τάξης του 1% - παράλληλα με τις κεντρικές τράπεζες της Ιαπωνίας, της Μ. Βρετανίας και των Η.Π.Α.).



Εύλογα λοιπόν κυριαρχεί ο φόβος ότι, η πλημμύρα της ρευστότητας, του φρεσκοτυπωμένου χρήματος δηλαδή, θα προκαλέσει τεράστιες ζημίες στην παγκόσμια Οικονομία – όμοιες με αυτές ενός καταστροφικού τσουνάμι. Ήδη φαίνονται καθαρά τα πρώτα σημάδια του κινδύνου, εάν διαπιστώσει κανείς την αύξηση των τιμών του πετρελαίου, των μετάλλων, των πρώτων υλών, των μετοχών, καθώς επίσης των νομισματικών ισοτιμιών σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες - στις οποίες κινδυνεύουν πλέον πολύ σοβαρά οι εξαγωγικές επιχειρήσεις. 



Ολοκληρώνοντας, το φθηνό «διαδικτυακό χρήμα» των κεντρικών τραπεζών έχει οδηγηθεί με γοργό ρυθμό σε κερδοφόρες τοποθετήσεις ανά τον πλανήτη, γεμίζοντας με αέρα τεράστιες χρηματοπιστωτικές φούσκες, το σπάσιμο των οποίων θα ήταν η αφετηρία της επόμενης κρίσης – πιθανότατα πολύ πιο μεγάλης και εξαιρετικά καταστροφικής.



“Μία απίστευτη μονεταριστική αναρχία ευρίσκεται σε κατάσταση αμόκ”, όπως αναφέρουν έντρομοι οι ειδικοί, συνεχίζοντας “Εάν, ή καλύτερα όταν ο κύκλος αυτός ολοκληρωθεί, τότε θα είναι οι κεντρικές τράπεζες μέρος του προβλήματος, κινδυνεύοντας να χρεοκοπήσουν οι ίδιες, επειδή δεν θα μπορούν πλέον να εμφανίζονται πειστικά σαν τον ύστατο σωτήρα του συστήματος. Το «πλαστικό κάλυμμα» μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και των αγορών, οι οποίες κινούνται από την υπερβάλλουσα ρευστότητα είναι πλέον τόσο λεπτό, ώστε θα μπορούσε να σπάσει ανά πάσα στιγμή”.


ellinikoforoum