Aνισορροπίες στην ευρωζώνη από τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας.
Καθηγητής Rudolf Hickel-Ρούντολφ Χίκελ. Οι απόψεις του αποτελούν μειοψηφία. Προς το παρόν τουλάχιστον. Αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να τις εκφράζει εκτενώς και συνεχώς – όπως έκανε τη Δευτέρα στην οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt. Η θεωρία του ξεκινάει από μία υπόθεση εργασίας που ακούγεται συχνά εκτός συνόρων, αλλά δεν γίνεται δεκτή στην ίδια τη Γερμανία: ότι οι σημερινές ανισορροπίες της ευρωζώνης δεν οφείλονται σε έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά στα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα που συσσωρεύει ο εξαγωγικός προσανατολισμός κυρίως της γερμανικής οικονομίας:
«Πράγματι, έτσι είναι. Θέτουμε το ερώτημα γιατί υπάρχουν τόσο έντονες ανισορροπίες στην Ευρωζώνη και κατά τη γνώμη μας ο βασικός λόγος είναι ότι η Γερμανία έχει τεράστια εμπορικό πλεονάσματα, άλλωστε το 42% των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνονται στις χώρες της Ευρωζώνης. Αυτό οφείλεται κυρίως στο σχετικά χαμηλό κόστος εργασίας, το οποίο μάλιστα μειώθηκε τα τελευταία χρόνια, αν δείτε τους μισθούς σε σχέση με την παραγωγικότητα. Αυτό σημαίνει ότι στις χώρες, στις οποίες εξάγουμε εκτοπίζουμε την τοπική παραγωγή. Γι αυτό εμείς υποστηρίζουμε ότι αν θέλουμε να σταθεροποιήσουμε το ευρώ, τότε θα πρέπει να μειώσουμε τα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας».
Οι περισσότεροι Γερμανοί συνάδελφοι του καθηγητή Ρούντολφ Χίκελ έχουν διαφορετική άποψη, την οποία στηρίζουν σε ένα πολύ απλό επιχείρημα: γιατί θα πρέπει να απολογηθούμε για το γεγονός ότι παράγουμε προϊόντα υψηλής ποιότητας σε λογικές τιμές;
«Πράγματι παράγουμε ποιοτικά προϊόντα σε διεθνώς ανταγωνιστικές τιμές, αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι όμως ότι η ανταγωνιστικότητα οφείλεται κυρίως σε μισθολογική εγκράτεια, με αποτέλεσμα η εσωτερική ζήτηση να έχει υποχωρήσει. Αν την τονώσουμε, τότε θα αυξηθούν και οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών από το εξωτερικό, οπότε θα είχαμε και πιο δίκαιες εμπορικές σχέσεις στο πλαίσιο της ευρωζώνης».
Εναλλακτικό σχέδιο 7 σημείων για την ευρωζώνη
Η ομάδα οικονομολόγων υπό τον καθηγητή Χίκελ που αυτοαποκαλείται «Ομάδα εργασίας για μία εναλλακτική οικονομική πολιτική» προτείνει συγκεκριμένο σχέδιο για τη στήριξη της ευρωζώνης, Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, οι προτάσεις της προχωρούν πιο πέρα από τα θέσφατα της Συνθήκης της Μάαστριχτ, τα οποία ούτως ή άλλως έχουν ξεπεραστεί από την πραγματικότητα:
«Κατ΄αρχάς επικροτούμε τον μηχανισμό στήριξης της ευρωζώνης. Προτείνουμε όμως και τη συμμετοχή των πιστωτών σε ενδεχόμενη αναδιάρθρωση, για παράδειγμα ένα ομόλογο που έχει πωληθεί στα εκατό να εξοφληθεί στα εξήντα ή στα εβδομήντα. Τρίτο μέτρο είναι τα ευρωομόλογα. Από κει και πέρα το μεγαλύτερο λάθος μας είναι ότι θέλουμε να εμπεδώσουμε δημοσιονομική πειθαρχία με σκληρή λιτότητα σε χώρες όπως η Ελλάδα, τη στιγμή ακριβώς που πλήττονται από την κρίση. Εμείς λέμε ότι δεν πρόκειται να βγούμε από την κρίση, εάν δεν βοηθήσουμε τις χώρες αυτές να επιτύχουν ικανούς ρυθμούς ανάπτυξης. Και το τελευταίο μέτρο που προτείνουμε είναι ο συντονισμός της οικονομικής – και κυρίως της φορολογικής – πολιτικής στην ευρωζώνη. Δεν μπορεί να λειτουργήσει μία νομισματική ένωση, όταν οι χώρες που συμμετέχουν σε αυτή επιδίδονται σε φορολογικό ντάμπινγκ.»
Στόχος η ανάπτυξη, όχι η σταθερότητα των τιμών
Επιπλέον η ομάδα εργασίας υπό τον καθηγητή Χίκελ προτείνει την ίδρυση Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, την ενίσχυση προγραμμάτων για τις δημόσιες επενδύσεις και τον αναπροσανατολισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έτσι ώστε να μην εστιάζει κυρίως στη σταθερότητα των τιμών, αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς και στην καταπολέμηση της ανεργίας.
Οι περισσότεροι Γερμανοί οικονομολόγοι δεν συμφωνούν, εκτιμώντας ότι όλα αυτά θα προκαλούσαν πληθωριστικές πιέσεις, ιδιαίτερα σε μία εποχή που αυξάνονται συνεχώς οι τιμές των πρώτων υλών και του πετρελαίου, ανεβάζοντας το κόστος παραγωγής.
Ο καθηγητής Χίκελ έχει διαφορετική άποψη:
«Η αλήθεια είναι ότι πράγματι αυτήν την εποχή έχουμε αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών, αλλά αυτές οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως σε πολύ συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα που συνδέονται με το πετρέλαιο και τα τρόφιμα. Υπάρχει κίνδυνος πληθωριστικών πιέσεων, αλλά αυτός ο κίνδυνος δεν οφείλεται στην οικονομική στήριξη των χωρών της ευρωζώνης, ούτε στο ότι κάποια κεντρική τράπεζα τυπώνει χρήμα, ούτε και σε αύξηση της ζήτησης πάνω από τα επίπεδα της προσφοράς.»
Συνέντευξη: Γιάννης Παπαδημητρίου
Υπεύθ. σύνταξης: Βιβή Παπαναγιώτου