Ορυκτός Πλούτος Ευχή ή Κατάρα ;
Η μεταλλευτική βιομηχανία ανήκει
ως γνωστό στην πρωτογενή παραγωγή και αποτελεί σημαντικό παράγοντα οικονομικής
ανάπτυξης μιας χώρας παρέχοντας πρώτη ύλη σε σειρά μεταποιητικών βιομηχανιών ή και εισάγοντας συνάλλαγμα από την
εξαγωγή συμπυκνωμάτων των μεταλλευτικών και των βιομηχανικών ορυκτών ή και των
τελικών προϊόντων από την επεξεργασία
τους.
Σε αυτή την παραγωγή εμπλέκονται
αφενός οι μεταλλευτικές και λατομικές επιχειρήσεις και αφετέρου το κράτος υπό
τις ακόλουθες ιδιότητες του.
- Ως ιδιοκτήτης του ορυκτού πλούτου της γης
- Ως φορέας δημοσιονομικής πολιτικής και
- Ως τοπική κοινωνία, στον ζωτικό χώρο της οποίας εντάσσεται η μεταλλευτική δραστηριότητα.
Και οι τρεις αυτές συνιστώσες
έχουν κάθε νόμιμο συμφέρον να διεκδικούν αντισταθμιστικά οφέλη από την
εκμετάλλευση μίας πλουτοπαραγωγικής πηγής που διαφέρει βασικά από τις άλλες
πρωτογενείς δραστηριότητες όπως, η γεωργία, η δασοπονία, η κτηνοτροφία και η
αλιεία καθόσον στην μεταλλευτική
βιομηχανία το προϊόν δεν είναι ανανεώσιμο αλλά εξαντλείται τελεσίδικα. Από την
άλλη μεριά και η επιχείρηση που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση του ορυκτού
πλούτου πρέπει εκ των πραγμάτων να είναι κερδοφόρα και βιώσιμη μέχρι την
εξάντληση της εξορυσόμενης πρώτης ύλης.
Η συνεργασία κράτους και μεταλλευτικής
επιχείρησης οφείλει να γίνεται με βάση το αμοιβαίο συμφέρον και οι κανόνες που
τη διέπουν πρέπει να προσβλέπουν προς αυτό έτσι ώστε αφενός να εξασφαλίζονται
οι απαιτούμενες επενδύσεις και αφετέρου
η τοπική κοινωνία να δέχεται ευχαρίστως μία τέτοια δραστηριότητα. Είναι γνωστό
ότι σήμερα υπάρχει μεγάλη παρεξήγηση στις σχέσεις αυτές με αποτέλεσμα να
αποθαρρύνονται πολλές επιχειρήσεις να αναλάβουν δραστηριότητα ή και το αντίθετο
πολλές τοπικές κοινωνίες να υφίστανται περιβαλλοντικές ακόμη και οικονομικές επιπτώσεις ώστε να
δημιουργείται αρνητικό κλίμα ακόμη και
σε επενδυτικές προτάσεις αμοιβαίου συμφέροντος..
Τα μεταλλεύματα, τα βιομηχανικά
ορυκτά αλλά και το νερό δεν αποτελούν ιδιοκτησία του ιδιοκτήτη της επιφάνειας
(αγρού, δάσους, οικοπέδου, λίμνης ή θάλασσας) αλλά ανήκουν στο δημόσιο απλά από
το γεγονός ότι η δημιουργία τους και η τελική τους απόθεση εξελίχθηκε ή και
εξελίσσεται (περίπτωση του νερού) βάσει
γεωλογικών και κλιματικών συνθηκών που
διέπουν χώρους πέρα από την σημερινή τοποθεσία τους και πολλές φορές
υπερβαίνουν ακόμη και τα εθνικά σύνορα.
Δυστυχώς ο σημερινός
μεταλλευτικός κανονισμός αποτελεί ένα φαυλοκρατικό κατασκεύασμα που η πρόθεση
του αποκαλύπτεται ακόμη και από την χρησιμοποιούμενη ορολογία. Ονομάζει
μεταλλειοκτήτη αυτόν στον οποίο μεταβιβάζει το δικαίωμα εκμετάλλευσης της
πρώτης ύλης, ο οποίος μάλιστα ως «ιδιοκτήτης» δεν έχει καν την υποχρέωση να
ανταποδώσει στο κράτος μία αντιπαροχή
για τον δημόσιο πλούτο που αποσπά.
Φανταστείτε να έχετε ένα οικόπεδο και να το
δίνετε σε έναν εργολάβο χωρίς αντιπαροχή με την μόνη υπόσχεση ότι θα σας
προσλάβει ως εργάτη στην οικοδομή που θα εγείρει. Το σωστό είναι ο ιδιοκτήτης
να ζητήσει αντιπαροχή ανάλογα με την αξία του οικοπέδου που προσδιορίζεται από τη θέση του. Κάτι
ανάλογο πρέπει να συμβαίνει και με τον ορυκτό πλούτο. Το κράτος πρέπει να
απαιτεί:
- Αντιπαροχή 15% – 25 % τουλάχιστον από την περιεχόμενη αξία του εξορυσσομένου μετάλλου ανεξαρτήτως από το εάν αυτό θα επεξεργασθεί εντός ή εκτός των συνόρων.
- Φόρο επί των κερδών της επιχείρησης, περιλαμβανομένης στο κόστος λειτουργίας της επιχείρησης της δοθείσης αντιπαροχής. Ο φόρος αυτός θα είναι αυτός που πληρώνουν όλες οι επιχειρήσεις. Σήμερα είναι γύρω στα 30% και αποτελεί μέρος της γενικότερης αναπτυξιακής πολιτικής και όχι μόνο των μεταλλευτικών επιχειρήσεων..
- Αντισταθμιστικές εισφορές προς την τοπική κοινότητα, πέρα από τα λαμβανόμενα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, αξίας τουλάχιστον 2% επί των κερδών, που θα λογαριάζονται στο κόστος της επιχείρησης και θα δίδονται σε μορφή που να μην μπορούν να τα καπηλευθούν οι τοπικοί δήμαρχοι..
Υπό τους όρους αυτούς κάθε
αντίδραση στην αδειοδότηση και λειτουργία της επιχείρησης θα αποτελεί
κακοπροαίρετη πράξη. Θα μπορούσε κανείς ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς και
την προκαλούμενη όχληση να διαπραγματευτεί τα ποσοστά αντιπαροχής, φόρου και
αντισταθμιστικών εισφορών αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγκαιότητας τους
χωρίς την οποία δεν ομιλούμε για επένδυση αλλά για πειρατεία. Επίσης εάν αυτά ικανοποιηθούν τότε η αντίδραση αποτελεί
υστερόβουλη πράξη προς ικανοποίηση ιδίων τοπικών συμφερόντων όπως δυστυχώς έχει
δείξει η εμπειρία σε τέτοιου είδους συναλλαγές.
Ηλίας Σταμπολιάδης
Καθηγητής
Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων
Πολυτεχνείο Κρήτης
2 Μαρτίου 2013