Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Τσιφτσιάν, A. ΕΥΡΩ Η ΔΡΑΧΜΗ; ΔΙΛΛΗΜΑ Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ;


ΕΥΡΩ Η ΔΡΑΧΜΗ; ΔΙΛΛΗΜΑ Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ; - του Ανδρέα Τσιφτσιάν

Το ευρώ είναι ένα νόμισμα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων των χωρών που συμμετέχουν σε αυτό, αντίθετα με την δραχμή που λειτουργούσε σε ένα σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπου οι κεντρικές τράπεζες αφήνουν τη συναλλαγματική ισοτιμία να κινηθεί ελεύθερα με στόχο την εξίσωση της προσφοράς και της ζήτησης ξένου συναλλάγματος. 


Η δραχμή λοιπόν μπορούσε να διολισθαίνει (σταδιακή μείωση της αξίας της έναντι των άλλων νομισμάτων μέσα από τα διεθνή χρηματιστήρια)  ή να υποτιμάται (διοικητικός καθορισμός της αξίας της σε σχέση με τα άλλα νομίσματα από την κεντρική κυβέρνηση/Τράπεζα της Ελλάδας)  και να το κάνει αυτό ως μέσο άμυνας, ώστε να απορροφά τους κραδασμούς εξαιτίας της προβληματικής  ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και των ελλειμματικών εμπορικών της ισοζυγίων, όπου οι εισαγωγές της υπερέβαιναν τις εξαγωγές. Πολύ απλά, τα προϊόντα της Ελλάδας ήταν πολύ ακριβά για την ποιότητά τους. Με μια υποτίμηση (ή διολίσθηση) λοιπόν τα ελληνικά προϊόντα μπορούσαν να γίνονται «ελκυστικότερα» στα ράφια των ξένων χωρών και να εξάγονται πιο εύκολα, γιατί γινόταν πιο φθηνά, ενώ αντίστοιχα η ζήτηση των ξένων  προϊόντων στο εσωτερικό μειωνόταν, επειδή γινόταν ακριβότερα, φρενάροντας έτσι τις εισαγωγές. Αυτός ο μηχανισμός ήταν μια οικονομική λύση «τεχνικής» φύσης, που προσπαθούσε να διορθώσει τις εμπορικές ανισορροπίες,  αλλά δεν αντιμετώπιζε το κατ εξοχήν πρόβλημα ανάπτυξης της Ελλάδας στην καρδιά  και ουσία του. Κάποιος ξένος καταναλωτής δηλαδή αγόραζε ένα ελληνικό προϊόν κοιτώντας στην τιμή του και όχι στην ετικέτα του. 

Ιστορικά λοιπόν η δραχμή έμαθε να λειτουργεί σε ένα διεθνές νομισματικό περιβάλλον ως φθηνό νόμισμα έναντι των άλλων, που μάλιστα συνεχώς έχανε την αξία του σε σχέση με αυτά, ως αποτέλεσμα  της συνεχούς μείωσης της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.  Όταν ξαφνικά το 2002 το ευρώ έγινε το ελληνικό νόμισμα, η ελληνική οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη για αυτήν κατάσταση. Οι Έλληνες βρέθηκαν από την μια μέρα στην άλλη να κρατούν στα χέρια τους το ισχυρότερο νόμισμα του κόσμου που έμελε να γίνεται ολοένα και πιο ισχυρό και έτσι η Ελλάδα έγινε ακριβότερη ακόμη κι από την Κίνα. Το κουστούμι αυτό  ήταν πολλά νούμερα μεγαλύτερο από την «μικρόσωμη» ελληνική οικονομία, που δεν έριξε ποτέ βαρύτητα στην ουσιαστική ανάπτυξή της και διεύρυνση της παραγωγικής της βάσης τόσο ποσοτικά όσο κυρίως ποιοτικά, αλλά προγραμματίστηκε έτσι, ώστε να ζει πάντα με το χέρι απλωμένο καλύπτοντας τις συνεχώς αυξανόμενες  ανάγκες του πελατειακού-κομματικού κράτους της  με δανικά. 

Το ευρώ αντίθετα έπρεπε να αποδείξει τις αντοχές του στο διεθνές περιβάλλον, να εδραιωθεί ως διεθνές ισχυρό νόμισμα και να δείξει τα δόντια στο αντίπαλο δέος, το δολάριο. Για αυτό τον σκοπό έπρεπε λοιπόν  να χαρακτηρίζεται από  ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Την διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, να είναι δηλαδή ένα αντιπληθωριστικό, «σκληρό» νόμισμα που περισσότερο θα ανατιμάται παρά θα υποτιμάται. Όπως πολύ γλαφυρά λένε οι Γερμανοί: «το σταθερό νόμισμα δεν είναι το παν, αλλά χωρίς σταθερό νόμισμα είναι το παν τίποτα!». Ένα ασθενές νόμισμα θα μείωνε την αξία των καταθέσεων, που είναι το ενεργητικό κεφάλαιο των τραπεζών και αυτό με την σειρά του τις επενδύσεις, που γίνονται από τα δάνεια που μοιράζουν οι τράπεζες. Αυτό όμως δεν θα ήταν συμβατό με το όραμα μιας Ευρώπης (και ιδίως της Γερμανίας) που ήθελε να πρωτοστατεί σε ένα περιβάλλον Turbo-Kapitalismus με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ως ένα τέτοιο δυνατό, αξιόπιστο και σταθερό  νόμισμα το ευρώ είχε και ένα άλλο «παράδοξο» χαρακτηριστικό στοιχείο για όλα τα κράτη που το μοιράζονταν. Δημιούργησε αρχικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού. Ειδικά οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου μπορούσαν ξαφνικά να δανείζονται φθηνά, πολύ φθηνότερα απ' ότι πριν. Το ονομάζω παράδοξο, διότι ενώ ο φθηνός δανεισμός είναι ένα οικονομικό ευεργέτημα και μια ευκαιρία, στην περίπτωση της σπάταλης  Ελλάδας λειτούργησε μάλλον αρνητικά. Την παρέσυρε σε μια κατάσταση υπερδανεισμού με ολέθριες τελικά  συνέπειες. Το τυρί το είδαμε, την φάκα όχι. 


Αναρωτιέται ίσως κανείς με τα παραπάνω, αν τελικά το πρόβλημα είναι στο ευρώ ή σε εμάς. Είναι το ευρώ προβληματικό ή η ελληνική οικονομία. Η απάντηση είναι πιστεύω απλή: Και τα δύο. Η Ελλάδα αποδείχτηκε ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης. Έσπασε πρώτη. Αυτό και μόνο το γεγονός δεν της επιτρέπει να επιρρίπτει τις ευθύνες μόνο στο ευρώ. Ξεγυμνώθηκε  ολοκληρωτικά και εκτέθηκε στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου. Οδηγήθηκε σε μια δημοσιονομική κρίση και κρίση χρέους εξαιτίας μιας μακρόχρονης πορείας διδύμων ελλειμμάτων, τόσο δηλαδή στον προϋπολογισμό της, όσο και στο εμπορικό ισοζύγιο. Ξόδευε περισσότερα απ όσα εισέπραττε και εξήγαγε λιγότερα απ όσα εισήγαγε. Δεν επένδυσε σε μια αέναη ανάπτυξη, δεν μεγάλωσε την παραγωγική της ικανότητα, μείωσε αντί να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της, έμεινε τεχνολογικά υπανάπτυκτη, δεν έγινε καινοτόμα, έδιωξε αντί να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, κι όταν αυτές γινόταν δεν ήταν νέες επενδύσεις που ξεκινούσαν από το μηδέν με νέες υποδομές, αλλά ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας σε ιδιωτικές εταιρίες ξένων συμφερόντων. Δεν είδε ποτέ την παιδεία και την εκπαίδευση ως εργαλείο και επένδυση  για το μέλλον και έδιωξε τις ελληνικές επιχειρήσεις στον βαλκανικό βορρά αφού πρώτα τις χρηματοδότησε φειδωλά. Η Ελλάδα θα οδηγούνταν στην καταστροφή αργά ή γρήγορα από τα δικά της λάθη και μόνο. Το ευρώ δεν είναι η αιτία της ελληνικής κατάντιας.

Όμως το ευρώ κατά έναν οξύμωρο τρόπο την επιτάχυνε. Είναι ένα νόμισμα που δεν φτιάχτηκε γι αυτήν. Φτιάχτηκε από τους ισχυρούς της Ευρώπης για τους ισχυρούς της Ευρώπης με πολύ σοβαρά συστημικά προβλήματα, ελλείψεις και λάθη που υποτιμήθηκαν, όταν αυτό δημιουργούνταν. Είναι ένα  νόμισμα που προϋποθέτει τεράστιο βαθμό ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας για να την  ευεργετήσει με επιπλέον ανάπτυξη. Ενώ λοιπόν η Ελλάδα αύξησε την αξία του νομίσματός της μπαίνοντας στην ευρωζώνη και άρα έγινε ακριβότερη, ταυτόχρονα γινόταν (από δικά της λάθη) λιγότερο ανταγωνιστική. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να ακολουθήσει το ευρώ και το ευρώ δεν μπορούσε να την περιμένει. Ακολούθησαν αμφίδρομη πορεία και εδώ ακριβώς συνίσταται  το δομικό πρόβλημα της ευρωζώνης. Ενώ οι χώρες της Ευρωζώνης μοιράζονται την ίδια νομισματική πολιτική δεν έχουν και την ίδια κοινή οικονομική πολιτική. Όλοι μαζί και ο καθένας χώρια. Με αυτές τις συνθήκες οι μετά Χριστόν προφήτες και δημιουργοί της ευρωζώνης σε αυτήν της την μορφή βρέθηκαν ενώπιον μιας τερατογέννεσης. Μιας Ευρώπης δηλαδή που παράγει ελλείμματα στην περιφέρεια και πλεονάσματα στο κέντρο. Είναι πολιτική και οικονομική διαστροφή όταν τα κράτη της δεν μπορούν να δανείζονται με ένα ενιαίο και αδιαίρετο επιτόκιο, αλλά ξεχωριστά το καθένα για τον εαυτό του με χαοτικές διαφορές πια μεταξύ τους και αυτό γιατί δεν υπάρχει κοινή οικονομική πορεία και στόχος και άρα κοινή αξιοπιστία και προοπτική, ενώ όλοι βαστούν το ίδιο νόμισμα στα χέρια τους. 

Εφόσον λοιπόν είδαμε ποιος φταίει, μοιραία γεννάται το επόμενο ερώτημα, αν πρέπει δηλαδή να εγκαταλείψουμε την ευρωζώνη και να επιστρέψουμε στην δραχμή. Η απάντηση είναι κι εδώ επίσης απλή και κοφτή: Όχι. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει αυτή την κίνηση ως αργό θάνατο. Διαφωνώ. Αυτό θα ήταν  ακαριαίος θάνατος, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη.  Ένας οικονομικός όλεθρος που δεν θα βρίσκει παράδειγμα στην ανθρώπινη ιστορία. Είναι άλλο πράγμα η ερώτηση, αν έπρεπε να μπούμε στην ευρωζώνη και αν και κατά πόσο τελικά ήμασταν έτοιμοι γι αυτό και άλλο πράγμα αν πρέπει να βγούμε, εφόσον μπήκαμε. Είναι δηλαδή άλλο πράγμα να αποφασίσει ένας χειρούργος επί παραδείγματι, αν ένα μόσχευμα πρέπει να μεταμοσχευθεί σε έναν ασθενή και αν και κατά πόσο αυτό είναι κατάλληλο και συμβατό  και άλλο πράγμα να αφαιρεθεί αυτό από τον ασθενή εφόσον η εγχείρηση έχει γίνει και αυτός ζει με αυτό εδώ και μια δεκαετία. Αυτό θα σκοτώσει και τον οργανισμό και το μόσχευμα. Αυτό οφείλουν να το καταλάβουν οι επικριτές του ευρώ που σκοντάφτουν μην θέλοντας να διακρίνουν, ότι οι δύο παραπάνω ερωτήσεις είναι τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Δεν είναι τυχαίο, ότι κανένα κόμμα της ελληνικής βουλής δεν επιδέχεται ούτε κατά διάνοια μια ενδεχόμενη επιστροφή στη δραχμή ακόμα και του ΚΚΕ, που ήταν το μόνο κόμμα που αντιτάχθηκε στην είσοδο στην Ευρωζώνη και μίσησε το Ευρώ όσο κανένα άλλο (βέβαια για τους δικούς του λόγους και ιδεολογικές αγκυλώσεις, που όμως δεν έχουν καμία σχέση με τα προβλήματα που προανέφερα). Σύμφωνα με τελευταία έρευνα, 95% των Ελλήνων τάσσεται υπέρ του ευρώ.   


Ένα επιχείρημα μόνο υπάρχει από τους «δραχμολάγνους» για επιστροφή στη δραχμή και είναι ένα και μοναδικό. Η ικανότητα της δραχμής να διολισθαίνει και να υποτιμάται ως μηχανισμός προώθησης των εξαγωγών και άρα δημιουργίας συνθηκών ανάπτυξης. Στην Ελλάδα επιμένουμε να κατανοούμε λάθος την έννοια της ανάπτυξης, όπως το κάναμε τόσα χρόνια εννοώντας ανάπτυξη αποκλειστικά και μόνο την οικοδομή, μπερδεύοντας την προφανώς με την βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών και αριθμών, που όμως είναι κάτι άλλο. Ίσως βέβαια ξεχνούν κιόλας, ότι η Ελλάδα με την δραχμή δεν δημιούργησε ποτέ πλεονάσματα και ότι με την δραχμή παρατηρήθηκαν οι πιο τερατώδης αυξήσεις του δημόσιου χρέους και μάλιστα σε μια εποχή που απολάμβανε υπέρογκα ποσά επιδοτήσεων και χρηματοδοτήσεων από τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης που δεν έγιναν επί ευρώ.    Άρα μάλλον αλλού πρέπει να είναι το πρόβλημα. Είναι ένα πρόβλημα λογικής που θέλει αυξημένες εξαγωγές που προϋποθέτουν χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Μία εύκολη τεχνική λύση χωρίς όραμα για την ελληνική οικονομία, της οποίας όμως τα προβλήματα είναι δομικά και διαρθρωτικά. Αυτό το σπίτι δεν χρειάζεται μερεμέτια, αλλά γκρέμισμα και χτίσιμο από την αρχή μέσα από έναν φιλόδοξο, μακρόπνοο, ολοκληρωτικά νέο και επαναστατικά καινοτόμο  αναπτυξιακό σχεδιασμό.


Η φιλολογία περί δραχμής έχει και μια ακόμη διάσταση όμως. Πέρα από την όποια ακαδημαϊκή συζήτηση μπορεί να γίνει σχετικά και θα την δούμε παρακάτω, συνδέεται άρρηκτα και με το ζήτημα χρέους της Ελλάδας και με βρώμικα κίνητρα σε βάρος της πατρίδας μας. Από την μια μεριά είναι καλοστημένα κερδοσκοπικά σχέδια, διότι πολύ απλά η επιστροφή σε αυτήν προϋποθέτει χρεωκοπία (το αντίστροφο δεν ισχύει απαραίτητα). Όλη η σπέκουλα που δημιουργείται λοιπόν γύρω από το νόμισμα έχει έναν και μόνο σκοπό, να αποδυναμώσει την αξία των ελληνικών ομολόγων στην δευτερογενή αγορά παραγώγων (μέσα από μια τρομοκρατία πτώχευσης), ώστε να επιτρέψει μεγαλύτερα περιθώρια κερδών στους κερδοσκόπους που ποντάρουν σε περεταίρω μείωση της τιμής τους. Σε αυτήν την περίπτωση θα κέρδιζαν ακόμη και μέσα από μία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με hair cut. Από την άλλη μεριά η επιστροφή στην δραχμή θα έκανε μέσα σε μια νύχτα αυτούς δισεκατομμυριούχους, που έχουν εξασφαλίσει τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Και αυτοί δεν είναι κάποιοι ξένοι μακριά από την Ελλάδα, αλλά Έλληνες. Αυτοί οι Έλληνες που μόνο τον τελευταίο χρόνο μετέφεραν 24 δις ευρώ σε ξένες τράπεζες. Δεν θα με εξέπληττε μάλιστα αν μάθαινα, ότι αριθμός τους είναι τελικά πολύ μικρός, διότι το ελληνικό κράτος εγγυάται τις καταθέσεις μέχρι 100.000 ευρώ. Άρα δεν πρόκειται μάλλον για πολλούς χιλιάδες μικροκαταθέτες.    



Στην Ελλάδα είναι εκτός του πολιτικού και ο ακαδημαϊκός κόσμος  συμπαγής γύρω από το ευρώ εκτός ολίγων τραγικών εξαιρέσεων, όπως αυτή του καθηγητή Καζάκη, ο οποίος βασίζει την επιχειρηματολογία του σε μια σειρά από ανακρίβειες σε σημείο που σε εμένα τουλάχιστον προκαλούν έκπληξη για έναν ακαδημαϊκό. Από την μία μεριά θέλει δραχμή, διότι μέσα από μια σειρά υποτιμήσεων  θα αναθερμανθούν οι εξαγωγές μας και από την άλλη δεν πρέπει να φοβόμαστε αύξηση  τιμών, διότι αυτή δεν εξαρτάται από την ισοτιμία του νομίσματος, αλλά από τις δομές της αγοράς! Ουδέν ψευδέστερον τούτου. Μάλιστα λέει, ότι αυτό το γνωρίζει ο οποιοσδήποτε που έχει περάσει έστω και από το προαύλιο μιας οικονομικής σχολής! (ραδιοφωνική συνέντευξη από το youtube με τίτλο «Καζάκης: Επιστροφή στη δραχμή. Ξεσκέπασμα της Σπίθας»). Αναρωτιέμαι, δεν  έχει ακούσει τίποτα ο κύριος καθηγητής σχετικά με τo international Fisher effect... Δεν αισθάνομαι την παραμικρή ανάγκη εν είδει «εξυπνακισμού» να κάνω μαθήματα μακροοικονομίας στον οποιοδήποτε, όμως αισθάνομαι ταπεινά την υποχρέωση να προστατεύσω το ακροατήριο του από την άγνοια, στην οποία φαίνεται πως επενδύει και εκ του πονηρού κεφαλαιοποιείται προφανώς σε βάρος της επιστήμης που καλείται να υπηρετήσει. Παραθέτω απλά για την ιστορία την παρακάτω εξίσωση χωρίς την απόδειξή της  (1+nεσ)/(1+nεξ) = (1+πες)/(1+πεξ) = et+1/et (όπου n: ονομαστικό επιτόκιο, π: δείκτης πληθωρισμού, e: νομισματική ισοτιμία στην προσφερόμενη τιμή). Αυτή η εξίσωση του Fisher λοιπόν δεν μας λέει τίποτε άλλο παρά το ότι νομίσματα με υψηλά ονομαστικά επιτόκια έναντι άλλων με χαμηλά υποτιμούνται, πράγμα που με την σειρά του αντικατοπτρίζει αντίστοιχα υψηλές τιμές πληθωρισμού. Σε απλά ελληνικά: Η φτώχεια θα μεγαλώνει σε αντιστοιχία της πτώσης του νομίσματος. Αλλά και εμπειρικά η στατιστική επιστήμη και η οικονομετρία έχουν αποδείξει την σχέση πληθωρισμού και ισοτιμίας του νομίσματος. Θέλω να πιστεύω, ότι κ. καθηγητής έχει ξαναδεί τον τύπο P= α0 + Σwi Mt-I + Σyj Et-j (όπου Ρ: ρυθμός μεταβολής τιμών, Μ: ρυθμός μεταβολής νομισματικής κυκλοφορίας, Ε: ρυθμός μεταβολής συναλλαγματικής ισοτιμίας). Ας μην επιχειρεί να καταργεί λοιπόν την επιστήμη του με ψεύδη. 


Αυτό που επιχειρεί ο κύριος Καζάκης επίσης είναι η ανακάλυψη εκ νέου των νεοκλασικών (εκπρόσωπος των οποίων ήταν σημειωτέον και ο Fisher, αλλά αυτός μάλλον του ξέφυγε) και  του Keynes λες και ανακάλυψε την Αμερική. Βεβαίως ο Keynes μπορεί να σταθεί ως σημαντικό βοήθημα της μακροοικονομίας ιδίως σε περιόδους κρίσεως. Δεν τον απορρίπτω, αν και τα εργαλεία που πρότεινε είναι περισσότερα από αύξηση του πληθωρισμού μέσα από μια επεκτατική νομισματική πολιτική  για την δημιουργία συνθηκών πλήρους απασχόλησης (όμως οφείλουμε να κινηθούμε προσεκτικά ως προς αυτά). Εφαρμόστηκε με επιτυχία στο αμερικανικό κραχ όμως με μια βασική λεπτομέρεια που ο κύριος Καζάκης φαίνεται να αγνοεί. Στην εποχή του Keynes το χρήμα δεν ήταν πεπερασμένο, όπως στην περίπτωση της σημερινής υπερχρεωμένης   Ελλάδας! Δεν ξέρω δηλαδή κατά πόσον είναι εφαρμόσιμος. Η Αμερική μπορούσε με τον δικό της μαγικό τρόπο να παράγει όσο χρήμα ήθελε και να το ρίχνει στην αγορά. Η Ελλάδα που θα το βρει... Οι δρόμοι του δανεισμού της είναι πια κλεισμένοι. Βεβαίως θα πει κανείς, να επιστρέψουμε στην δραχμή και να κόψουμε όσο χρήμα θέλουμε, πληθωρικό χρήμα που θα έχει τόση αξία, όση για να το χρησιμοποιούμε ως ταπετσαρία στους τοίχους των σπιτιών μας, όμως στην εποχή του Keynes κύριε Καζάκη το πρόβλημα της κρίσης δεν ήταν ο πληθωρισμός, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Ο αποπληθωρισμός. Αυτό που είναι για εσάς το μέσον, ήταν για αυτόν το ζητούμενο. Ο Keynes ανακάλυψε την σημασία του πληθωρισμού πολύ αργότερα, τα αίτια του οποίου στην περίοδο της αμερικανικής κρίσης δεν έδειχναν και πολύ να τον ενδιαφέρουν.  


Μας λέει επίσης, ότι την ισοτιμία του νέου νομίσματος θα την καθορίσουμε εμείς ως αυτόβουλο και κυρίαρχο έθνος. Λάθος. Εμείς θα καθορίσουμε  αρχικά την ισοτιμία του νέου νομίσματος, είτε 1 προς 1 με το ευρώ, είτε 340 προς 1 όπως το αφήσαμε, είτε με κάποια άλλη σχέση, αλλά στην ουσία την ισοτιμία θα μας την επιβάλουν αυτοί και μάλιστα ήδη από τις πρώτες εβδομάδες, όταν θα δούμε το εθνικό νόμισμα να καταποντίζεται. Η Ελλάδα απλώς θα παρακολουθεί αβοήθητη, πώς το νέο της δημιούργημα  θα χάνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα την αξία του, χωρίς να μπορεί να παρέμβει. Επίσης έχω την αυστηρή απαίτηση προσωπικά από έναν ακαδημαϊκό, που μας προτείνει την δραχμή, να μας πει, ποια θα είναι αυτή η αρχική ισοτιμία τελικά. Το ερώτημα είναι καίριο, διότι από αυτή την αρχική ισοτιμία θα εξαρτηθεί και η ταχύτητα διολίσθησης της τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, αλλά και η οροφή σταθεροποίησής της.   Επιστροφή σε δραχμή με ποια ισοτιμία... Ο κ. Καζάκης αφήνει το ερώτημα ανοιχτό και συνεπώς εκθέτει την θεωρία του ως ελλιπή και διάτρητη.  Το ελάχιστο που θα όφειλε να κάνει, είναι να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη οικονομική προσομοίωση σχετικά με την διολίσθηση της δραχμής σε ισοτιμία που θα πρότεινε και θα τεκμηρίωνε.  Δεν το κάνει όμως (θέλω να πιστεύω όχι επειδή δεν έχει την κατάρτιση) είτε γιατί αν παρουσιάσει ψευδής προβλέψεις, τότε θα εκτεθεί από τα γεγονότα, είτε αν παρουσιάσει αληθείς προβλέψεις θα χάσει σε επιχειρήματα λόγω ιδιαίτερα δυσοίωνων αποτελεσμάτων σε όλους τους δείκτες της ελληνικής οικονομίας.  Τον προκαλώ ευθαρσώς να το κάνει. 


Αυτό που μου προκαλεί επίσης δυσάρεστη εντύπωση (παραπέμπω σε άρθρο του για την δραχμή στην επίσημη ιστοσελίδα του) είναι το γεγονός, ότι στηρίζει όλη την θεωρία του (έκτασης όχι μεγαλύτερης της μιας σελίδας!) σε μια σειρά από ανατριχιαστικά μέτρα σοβιετικού τύπου, που το ένα αναιρεί το άλλο! «Εθνικοποίηση των τραπεζών με παράλληλο πάγωμα της εξυπηρέτησης των δανείων (!!!)... δραστική αύξηση των εισοδημάτων (προφανώς εννοεί των ονομαστικών και όχι των πραγματικών) με σκοπό την αντίστοιχη άνοδο του τζίρου της αγοράς και την δημιουργία ροπής προς αποταμίευση». Δηλαδή η έλλειψη ρευστότητας στην αγορά θα επιφέρει αύξηση εισοδημάτων με αύξηση του τζίρου και αύξηση αποταμιεύσεων, που σημειωτέον ως αποταμίευση νοείται  η παραίτηση από την κατανάλωση, δηλαδή η μείωση του τζίρου!  Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου. «Διαγραφή των οφειλών και υποχρεώσεων των ελληνικών τραπεζών προς το εξωτερικό - εισροή ξένου συναλλάγματος με την έκδοση ομολόγων χρυσού - αύξηση της παραγωγής χρυσού σε 9 τόνους με κρατικοποίηση των ορυχείων». Δηλαδή αφού υπερδιπλασιάσουμε την παραγωγή χρυσού (μάλλον έτσι τον βόλεψε το νούμερο) εφόσον κρατικοποιήσουμε τα ορυχεία, θα ιδιωτικοποιήσουμε τον χρυσό που θα παίρνουμε από αυτά με έκδοση ομολόγων, για να μας πριμοδοτήσουν οι ξένες τράπεζες με συνάλλαγμα ως ευχαριστώ, επειδή θα αναγκαστούν  να διαγράψουν τις απαιτήσεις τους έναντι των ελληνικών! Είναι τόσα πολλά αυτά τα τρελά που λέει, που αν ασχοληθώ με αυτά, θα φύγω από το θέμα μου, αν και πολύ φοβάμαι, ότι το έχω ήδη κάνει. 


Η συνταγή του είναι απλή αν και μόνο σε αυτόν κατανοητή. Ξεκινάει ουσιαστικά  από την υπόθεση, ότι η επίλυση του ελληνικού χρέους βρίσκεται στην πλήρη διαγραφή του πράγμα που με την σειρά του συνεπάγεται έξοδο από το ευρώ, αν και κατά καιρούς έχει αναθεωρήσει την αρχική του άποψη για ολική διαγραφή μιλώντας για «γενναία αναδιάρθρωση». Χαίρομαι γι αυτό. Έτσι λοιπόν βλέπει ως μοιραία και αναπόφευκτη την είσοδό μας στην δραχμή, γιατί χωρίς αυτήν και άρα χωρίς αναδιάρθρωση θα παραμείνουμε στην λογική του μνημονίου. Ξεκινά λοιπόν από το τέλος για να πάει στην αρχή. Δεν οδηγούν τα επιχειρήματα σε ένα αποτέλεσμα, αλλά το αποτέλεσμα (η δραχμή) σε επιχειρήματα. Τα οποία όμως είναι ουρανοκατέβατα, χωρίς τεκμηρίωση και περεταίρω ανάλυση, αλληλοαναιρούνται, καταρρίπτονται αβίαστα, είναι μη εφαρμόσιμα (π.χ. επιβολή δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα, κρατικοποίηση όλων των εξαγωγικών ελληνικών επιχειρήσεων) γιατί έτσι τον βολεύουν για να στηρίξει την εξ αρχής λανθασμένη υπόθεσή του. Οι απόψεις του δεν είναι ούτε καν αιρετικές. Είναι ανιστόρητες! Πήρε λίγο Marx, λίγο Keynes, έβαλε και κάτι από την διαχείριση του ρουμανικού χρέους επί Τσαουσέσκου και βγήκε  μια θεωρία από άλλον πλανήτη. Καμία από τις προτάσεις του δεν έχει όραμα και προοπτική με βάση ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για μια αέναη ανάπτυξη, παρά αποτελούν όλα αμυντικά  μέτρα προς αποφυγή ανεξέλεγκτου υπερπληθωρισμού, τον οποίο φοβάται περισσότερο από όσο θέλει να παραδεχτεί. Δηλαδή προτείνει μία και μόνη λύση και ταυτόχρονα άλλα 10 μέτρα που θα φρενάρουν τις επιπτώσεις της λύσης που πρότεινε! Αυτό είναι όλο. 


Ακόμη κι αν συμφωνούσε κανείς με την δραχμή είναι φύση αδύνατον να συμφωνήσει κανείς με τα μέτρα.  Ουσιαστικά ζητά κρατικοποίηση των πάντων. Είναι άλλο πράγμα το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, στο οποίο αντιτασσόμαστε ως ελεύθερο έθνος και άλλο πράγμα να θες να κρατικοποιήσεις και τα βρακιά που φοράμε. «Σε όποιον επιχειρηματία θελήσει να κλείσει την επιχείρηση του, να του δημεύεται η περιουσία»! Δεν τα λέω εγώ, αυτός τα λέει. Ο κύριος καθηγητής λοιπόν αγνοεί εσκεμμένα τις επιπτώσεις που θα έχουν οι προτάσεις του. Αυτές μοιραία οδηγούν σε συνθήκες μηδενικής ελαστικότητας επενδύσεων. Ακόμη δηλαδή κι αν προσπαθεί να περιορίσει την άνοδο των επιτοκίων με κρατικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος εξαιτίας της υποτίμησης της δραχμής, που γνωρίζει ότι θα του έρθει έτσι κι αλλιώς ως εισαγόμενος πληθωρισμός, οι επενδύσεις δεν θα αντιδράσουν ανοδικά, λόγω της χαμηλής ανταποδοτικότητας που θα έχουν και της εξάλειψης ρευστότητας. Μάλιστα το λέει ο ίδιος: «Να δεσμευτούν τα ρευστά διαθέσιμα που υπάρχουν στους επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά και σε ιδιωτικά χέρια». Αρκετά όμως νομίζω ότι ασχολήθηκα με τον κύριο καθηγητή. Σε μία δημόσια συζήτηση τον προκαλώ όποτε θέλει. Ας έχει όμως υπόψη του, ότι δυστυχώς γι αυτόν δεν πέρασα μόνο από το προαύλιο μιας οικονομικής σχολής.


Η ανταγωνιστικότητα δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, που δυστυχώς πολλοί την χρησιμοποιούν φιλολογικά ως ευσεβή πόθο, χωρίς να ξέρουν καν στις περισσότερες φορές τι σημαίνει. Είναι ένα μέγεθος που φέρνει σε σχέση ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Είναι ένας δείκτης που στον αριθμητή του αντικατοπτρίζει την  ποιότητα και στον παρονομαστή του την τιμή ενός αγαθού. Είναι τόσο δύσκολος στην μέτρησή του, όσο εύκολα μετρίσιμη είναι και η έννοια της ποιότητας. Ίσως από αυτή την αδυναμία κατανόησής  και σημασίας της ποιοτικής έννοιας, ρέπουν οι πιο πολλοί στο να ασχολούνται περισσότερο με το κόστος ενός αγαθού και όχι με το όφελος του. «Ας γίνουμε λοιπόν φθηνοί, εφόσον δεν έχουμε καταφέρει να γίνουμε χρήσιμοι».  Από αυτή την εξαίρεση δεν ξέφυγε ποτέ και η Ελλάδα, η οποία διέφευγε πάντα στην εύκολη και γρήγορη λύση. Ποιος ασχολείται με κάτι που θα δείξει τα αποτελέσματά του στο «μακρινό» μέλλον... Εγώ «καίγομαι» για αποτελέσματα εδώ και τώρα, και η Ελλάδα μας δυστυχώς για έναν «ανεξήγητο» λόγο, ποτέ δεν είχε  χρόνο, για να θέλει να ασχολείται με τον «χρονοβόρο» αριθμητή που δεν κερδίζει εκλογές.  Αυτό ήταν δουλειά των άλλων, που έμεναν ξυπνητοί  όταν εμείς κοιμόμασταν.  Δεν αναφέρομαι στην έννοια της ποιότητας, όπως την αντιλαμβανόταν μόνο ο Μarx , αλλά σε μια σύγχρονη τεχνοκρατική οικονομία που δεν ήρθε ως αντίληψη και νοοτροπία ποτέ στην πατρίδα μας όπως τα πανάκριβα εισαγόμενα προϊόντα, αδιαφορώντας πώς θα μπορούσαμε  να το κάνουμε κι εμείς.     


Θέλω επίσης να κάνω κατανοητό όπως προανέφερα, ότι ακριβώς για τους παραπάνω λόγους η ανταγωνιστικότητα δεν έχει καμία σχέση με βελτίωση και ωραιοποίηση μακροοικονομικών μεγεθών, διότι αυτά αφορούν κυρίως σε ποσοτικές έννοιες. Θα θυμίσω μόνο τους «τεράστιους» ρυθμούς ανάπτυξής  στην προολυμπιακή Ελλάδα. Αυτό είναι κάτι που δεν κατάλαβαν ποτέ οι Έλληνες, γιατί δεν τους το  είπε και ποτέ κανείς. Και εδώ ακριβώς διαπιστώνει κανείς το μεγάλο κενό στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, που οφείλει να καλυφθεί από μία νέα αντισυστημική σκέψη.  Αν διαβάσει κανείς τα προγράμματα των κομμάτων, θα διαπιστώσει ότι όλες οι λύσεις που προτείνονται αφορούν σε οικονομικές τεχνικές πρακτικές που αποσκοπούν σε βελτίωση μεγεθών. Σε ανάπτυξη είτε μέσω μείωσης φόρων, είτε μέσω μείωσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων, πάταξης της φοροδιαφυγής κτλ. Διαφοροποιούνται μόνο ως προς αυτό, να δίνουν δηλαδή βαρύτητα είτε στην ζήτηση είτε στην προσφορά, ξεκαθαρίζοντας έτσι το καθένα τις πολιτικές του από το άλλο με βάση τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του.   Όλα αυτά που προτείνουν είναι πολύ καλά και ευπρόσδεκτα, όμως εκλείπουν παντελώς οι αναφορές για καινοτομία, έρευνα και τεχνολογία, σύγχρονες μορφές παραγωγής και μεταποίησης, υψηλής εκπαιδευτικής κατάρτισης,  πάταξης της διαφθοράς, υγιούς και αξιοκρατικού συστήματος χρηματοδότησης, πράγματα που όμως επηρεάζουν ακριβώς τον αριθμητή του κλάσματός μας. Κι όταν πάλι υπάρχουν αναφορές σε αυτά, δεν γίνονται παρά ως άκρατη, γενικόλογη αμπελοφυλοσοφία, διατυπωμένες σε μια ρητορική του ιδεατού πόθου σε μακροσκελή κείμενα, χωρίς συγκεκριμένες κατευθύνσεις και ολοκληρωμένα διατυπωμένο εθνικό σχέδιο μιας επιθετικής και στοχευμένης  οικονομικής στρατηγικής. 


Τα ανέφερα όλα αυτά για να πω, ότι η υποτίμηση της δραχμής είναι η ίδια και αυτή πλευρά του ίδιου νομίσματος, η ίδια λογική και οικονομική φιλοσοφία, που αγνοεί πεισματικά τον αριθμητή σε όφελος του παρονομαστή. Σε αυτό εγώ δεν θα έκανα συμβιβασμούς παρασυρόμενος από την δυσμενή κατάσταση του χρέους μας σήμερα. Πρέπει να πεισθώ για άλλη μια φορά λοιπόν, ότι η Ελλάδα μας δεν έχει χρόνο. Πρέπει να κάνουμε έκπτωση στο μέλλον, για να σώσουμε το παρόν υποτιμώντας την αξία μας, όπως το νόμισμά μας.  Και πρέπει να πεισθώ ακόμη, ότι η έξοδός μας από της ευρωζώνη είναι μέρος της λύσης του χρέους. Ε λοιπόν όχι. Ίσως τώρα παρά ποτέ είναι μια ευκαιρία να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, αυτή την φορά επιτέλους σωστά και να κάνουμε αυτό που επί αιώνες ήμασταν, αλλά δυστυχώς ξεχάσαμε ή μας έκαναν να το ξεχάσουμε: Η Ελλάδα ως παγκόσμιο brand name! Ξεκαθαρίζω, ότι ουδεμία σχέση δεν υπάρχει ανάμεσα στην επίλυση του χρέους με το νόμισμά μας. Η πρόταση για επίλυση του χρέους είναι μία άλλη συζήτηση όμως, στην οποία θα επανέλθω με άλλο άρθρο μου. Αναδιάρθρωση δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση έξοδο από την ευρωζώνη. Αυτό το έχουν καταλάβει όλοι πια και στην Ευρώπη. Επιστροφή στην δραχμή θα σήμαινε και για αυτούς ολοκληρωτική καταστροφή μέσα από μια αλυσιδωτή αντίδραση κατακρήμνισης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Για την Ελλάδα, ούτε λόγος. Οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες και μη αντιστρέψιμες.


Πρώτα από όλα θα εκτινασσόταν το ήδη υπάρχων δυσβάσταχτο ελληνικό δημόσιο χρέος. Ό,τι χρωστάμε σήμερα σε ευρώ θα το χρωστάμε σε δραχμές και μέσα από μία υποτίμηση θα αυξηθεί και η ονομαστική και η πραγματική του αξία, που πολύ πιθανόν να ξεπερνούσε και το 240% του ΑΕΠ.  Αλλά ακόμη κι αν διαγραφεί αυτό, ο τυχών μελλοντικός δανεισμός της χώρας θα πρέπει να πληρώνεται σε συνάλλαγμα γεγονός που σημαίνει ότι λόγω της συνεχούς διολίσθησης της δραχμής θα απαιτεί περισσότερες δραχμές για να εξυπηρετείται. Τα επιτόκια του δημόσιου δανεισμού θα πάρουν την ανιούσα, ενώ σήμερα βρίσκονται ήδη σε ασύλληπτα υψηλά νούμερα με ανοδική τάση, λόγω της κρίσης χρέους. Ο μηχανισμός αυτός θα επιταχυνόταν. Ακόμη κι αν βρίσκαμε άλλες χώρες, έτοιμες να μας δανείζουν (Κίνα, Ινδία, Ρωσία), δεν θα το έκαναν, παρά με τους κανόνες της αγοράς, κομμάτι της οποίας είναι και οι ίδιες. Θα ισοσκέλιζαν το συνεχώς αυξανόμενο ρίσκο δανεισμού μιας με αριθμητική πρόοδο φθίνουσας πορείας του νομίσματος μας, πουλώντας με ακριβότερο χρήμα. Ακόμη κι αν θελήσουν δηλαδή να μας βοηθήσουν με δάνεια, δεν θα θελήσουν ποτέ να μοιραστούν το ρίσκο, ειδικά μετά από μια διαγραφή χρεών. 

Ανάλογη θα είναι η πορεία του ιδιωτικού χρέους. Στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια είτε θα πάψουν να εξυπηρετούνται, είτε θα είναι δυσβάσταχτα ακριβά. Με κάθε υποτίμηση η αξία των δανείων θα μεγαλώνει. Το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων αναμένεται να επιβαρυνθεί επιπλέον σε επίπεδα της τάξης του 20-25%, καθιστώντας το όνειρο για το «δικό μου κεραμίδι» απαγορευτικό.  Το υψηλότερο επιτόκιο θα έχει επιπτώσεις τόσο στις δόσεις, όσο και στο ύψος του δανείου, γιατί πολύ απλά και τα δύο θα υπολογίζονται σε ευρώ, ενώ θα πληρώνονται δραχμές. Το υπόλοιπο της αποπληρωμής του δανείου λοιπόν θα αυξάνεται σε αντιστοιχία της διολίσθησης του νομίσματος, όσο θα αυξάνονται και οι δόσεις. Τα στεγαστικά δάνεια ανέρχονται σήμερα στην Ελλάδα σε ύψος περίπου των 80 δις ευρώ. Αρκεί να πολλαπλασιάσει κανείς αυτό το ποσόν με την παραπάνω επιβάρυνση τόκου, για να αντιληφθεί την αύξηση του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες από την μία μέρα στην άλλη. Κι όσο  η αγορά σπιτιού θα γίνεται λιγότερο ελκυστική η αντίστοιχη αύξηση στην ζήτηση για ενοικίαση κατοικίας θα αυξήσει την τιμή της.

Τα παραπάνω θα οδηγήσουν μοιραία σε αύξηση των επισφαλειών, με άλλα λόγια δηλαδή  σε τραπεζικές ζημιές, που με την σειρά τους, θα κλείσουν την στρόφιγγα ρευστότητας της αγοράς.  Αλλά η αναπόφευκτη μείωση στην ζήτηση στεγαστικών θα οδηγήσει σε υπερπροσφορά «φθηνής» στέγης, που θα είναι φθηνή μόνο για τους έχοντες και θα επιφέρει κόλαφο στο τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες συνεπώς θα επιβαρυνθούν επιπλέον κεφαλαιακά από την μείωση τιμών στα ακίνητα, γιατί θα χρειάζονται περισσότερα ρευστά διαθέσιμα. Για να καλύψουν δηλαδή οι τράπεζες τον κίνδυνο της μη εξυπηρέτησης δανείων, πρέπει να αυξήσουν το ρευστό του μη εξασφαλισμένου ποσού. Αν υποθέσουμε μια μεγάλη μείωση στην τιμή των ακινήτων ίση με το υπόλοιπο του δανείου, τότε αυτή θα επιβάρυνε τις τράπεζες με αυξημένες ανάγκες σε διαθέσιμα, πράγμα που θα έφερνε την αγορά σε μία δύνη αλυσιδωτού φαύλου κύκλου  με επιπλέον μείωση ρευστότητας. Οι θιασώτες της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής λοιπόν, θα πρέπει να τεκμηριώσουν τα επιχειρήματά τους, χωρίς να συνεχίζουν να αγνοούν τον παραπάνω μηχανισμό. 

Η λαϊκή φτώχεια θα διευρυνθεί και θα βαθύνει. Οι καταθέσεις θα χάσουν την αξία τους και το καλάθι της νοικοκυράς, που αποτελείται σήμερα κατά 70% από εισαγόμενα προϊόντα θα γίνει ακριβότερο. Σύμφωνα με τελευταία δημοσίευση του τραπεζικού ελβετικού κολοσσού UBS  η δραχμή θα χάσει την αξία της κατά 60% στις πρώτες εβδομάδες. Αυτός ταυτόχρονα θα είναι και ο ρυθμός της μείωσης της αγοραστικής αξίας των Ελλήνων, της μείωσης δηλαδή του πραγματικού εισοδήματος, έναντι του ονομαστικού. Οι συνταξιούχοι και οι μισθωτοί θα πληρώνονται σε δραχμές, ενώ το κόστος διαβίωσής τους ουσιαστικά θα πληρώνεται σε ευρώ και θα αυξάνεται σε αντιστοιχία με την συνεχώς διευρυνόμενη ισοτιμία. Ακόμα κι αν οι εξαγωγές μας τονωθούν, θα οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών ακόμη και των εγχώριων και όχι μόνο των εισαγόμενων προϊόντων στο εσωτερικό, διότι πολύ απλά θα υπάρξει αυξανόμενη ζήτηση με παράλληλη έλλειψή τους, που δεν θα μπορεί να καλυφθεί με αυξανόμενη προσφορά.



Και αυτό θα γίνει, διότι  τόσο η αγροτική οικονομία όσο και η βιομηχανία   μας θα αναγκάζονται να παράγουν με περισσότερο κόστος. Αυτό το κόστος είναι συνάρτηση κυρίως «εισαγόμενων» παραγόντων στην στρεβλή δόμηση της ελληνικής οικονομίας, όπου η παραγωγική ικανότητα είναι περιορισμένη και εξωγενώς εξαρτημένη. Από τους συντελεστές που την επηρεάζουν στην αγροτική και βιομηχανική μας παραγωγή μόνο ο παράγοντας της ανθρώπινης εργασίας δεν επηρεάζεται από τις συναλλαγματικές διαφορές. Όλα τα άλλα, καύσιμα, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, μέσα παραγωγής (γεωργικά και αρδευτικά  μηχανήματα, τρακτέρ, επαγγελματικά αυτοκίνητα) και γενικότερα οι πρώτες ύλες είναι κατά το πλείστον εισαγόμενες.  Αυτό το κόστος δεν θα το αναλάβουν οι βιομηχανίες μας, αλλά θα μετακληθεί στον τελικό καταναλωτή. Η βιομηχανική ελίτ της χώρας θα δρέπει απλά τους καρπούς των αυξανόμενων εξαγωγών και μείωση του εργατικού κόστους, γιατί ουσιαστικά αυτήν συμφέρει (αν συμφέρει) η επιστροφή στην δραχμή. Ελλάδα όμως δεν είναι αυτή η ελίτ. Είμαστε όλοι εμείς.  Οι υποστηρικτές της δραχμής αγνοούν επιμελώς τις κοινωνικές επιπτώσεις και προτείνουν επιγραμματικά «λύσεις» που στερούνται περεταίρω βαθύτερη και γενική ανάλυση. Οι κοινωνικές ανισότητες θα διευρυνθούν επίσης. Οι οικονομική μιζέρια θα επιφέρει κοινωνική περιθωριοποίηση και καστοποίηση στην ελληνική κοινωνική δομή. Θα ενεργοποιηθούν κοινωνικοί αυτοματισμοί και θα κινηθούν όλοι εναντίων όλων στον αγώνα για επιβίωση. Οι καταθέτες θα τρέχουν να ποδοπατιούνται στις τράπεζες να «σηκώσουν» τα λεφτουδάκια που έβαλαν στην άκρη από το υστέρημά τους, για να τα σώσουν από την μείωση της αξίας τους. Οι τράπεζες στον κίνδυνο να χάσουν τα αποθεματικά τους, θα βάλουν πλαφόν στις αναλήψεις (βλ. λέξη Αργεντινή) και ο μόχθος μιας ολόκληρης ζωής θα μείνει εκβιαστικά «κλειδωμένος» και άφταστος σε καλά φυλαγμένα θησαυροφυλάκια.  Όπως αγνοούν και νομικά ζητήματα, που αφορούν   σε χρηματοδοτικά προγράμματα και επιχορηγήσεις (ΕΣΠΑ κτλ) από τα ταμεία της Ε.Ε.  Τι θα γίνει με αυτά... Μάλλον δεν τα συμπεριέλαβαν στο σκεπτικό τους, διότι αυτά έχουν εκπονηθεί με βάση μια κοινή νομισματική πολιτική στην ζώνη του ευρώ διαφορετική από αυτή των χωρών εκτός ευρώ και άρα η Ελλάδα εφόσον αλλάξει νομισματικό status θα πρέπει να βρεθεί και ενώπιων νέων διαπραγματευτικών δεδομένων, σίγουρα όχι συμφερότερων από ότι πριν.  Έχω την απαίτηση όμως από όποιον  προτείνει την δραχμή, να δώσει και μια ολοκληρωμένη απάντηση επ' αυτού. 


Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα δεν θα αφήσουν αδιάφορη την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Θα ξεκινήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση με τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις. Νομίζω ότι καθηγητής Βαρουφάκης την περιέγραψε με τον πιο εύστοχο και γλαφυρό τρόπο.  Θέλω να καταθέσω το σκεπτικό του συνοπτικά αντιγράφοντάς το και  το οποίο με βρίσκει απολύτως σύμφωνο.  Οι ασθενέστερες χώρες της ευρωζώνης θα απαγορεύσουν την έξοδο κεφαλαίων από τον κίνδυνο ρευστοποιήσεων, για να μην βρεθούν και αυτές εκτός ευρώ.  Το επόμενο στάδιο θα είναι ότι οι αγορές θα προβλέψουν πως οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών θα σκεφτούν σοβαρά το κούρεμα των ομολόγων τους. Τα επιτόκια δανεισμού θα εκτιναχθούν. Οπότε η Γερμανία θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια ξεκάθαρη κατάσταση. Ή θα πρέπει να στηρίξει την ευρωζώνη με επανακεφαλαιοποίηση της ΕΚΤ ύψους 1 τρις ευρώ (πράγμα που δεν θα θέλει ή δεν θα μπορεί να κάνει) ή θα πρέπει για να σώσει το τομάρι της, να βγει η ίδια από το ευρώ! Αυτό θα είναι και το τέλος της ευρωζώνης, γιατί ευρώ χωρίς Γερμανία δεν νοείται. Και συνεχίσει ο καθηγητής Βαρουφάκης: «Τις μέρες που μεσολαβούν μέχρι την έκδοση του νέου Γερμανικού νομίσματος οι ουρές έξω από τις τράπεζες θα έχουν το αντίθετο σκοπό από εκείνες που προηγήθηκαν στην Ελλάδα: Οι πελάτες θα παλεύουν να βάλουν όσο πιο πολλά ευρώ έχουν σε μετρητά στην τράπεζα, γνωρίζοντας ότι τα χρήματά τους θα ανατιμηθούν με το που θα μετατραπούν στο Νέο Μάρκο. Το ίδιο όμως θα κάνουν και οι ξένοι: Θα στέλνουν όσα κεφαλαία μπορούν στις Γερμανικές τράπεζες, με αποτέλεσμα μια ανατίμηση του Νέου Μάρκου τουλάχιστον 50%, κάτι που θα φέρει την γερμανική βιομηχανία στα πρόθυρα μιας βαθειάς καθίζησης, καθώς οι εξαγωγές θα γίνουν, ξαφνικά, απαγορευτικά ακριβές  η απειλή της εκδίωξής μας από το ευρώ δεν είναι παρά μια φτηνή, κενή περιεχομένου, προσπάθεια να τρομοκρατηθούν οι Έλληνες. Γιατί; Ώστε να αποδεχθούμε την διαχείριση των οικονομικών και των πόρων της χώρας εξ ολοκλήρου από μια επιτροπή δανειστών μας».

Και το ντόμινο θα συνεχίζεται. Όποιος ευαγγελίζεται λοιπόν την σοβιετικοποίηση της ελληνικής οικονομίας, για να την προστατέψει με αυτόν τον τρόπο από τον πληθωρισμό, ελέγχοντας το τραπεζικό σύστημα, θα του έρθει μια νέα εισαγόμενη διεθνής κρίση κατακούτελα από εκεί που δεν το περιμένει, δίνοντας στην πλήρως εξαρτώμενη ελληνική οικονομία το χαριστικό χτύπημα. Σε αυτή την περίπτωση ούτε καν θα εξάγουμε περισσότερο, όπως θα ευελπιστούσαμε με το νέο μας νόμισμα, γιατί πολύ απλά προβλήματα ρευστότητας θα δημιουργηθούν παντού.  Ας σταματήσει λοιπόν η φιλολογία για επιστροφή στην δραχμή. Δεν βολεύει κανέναν. Τουλάχιστον δεν βολεύει κανέναν στην παρούσα στιγμή. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με όποιον βλέπει μια επιστροφή στην δραχμή πολύ μακροπρόθεσμα, εφόσον η Ελλάδα όμως γίνει ουσιαστικά μια οικονομικά άλλη χώρα και αλλάξει ολόκληρη την φιλοσοφία της για ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Κυρίως πρέπει πρώτα να καταλάβει, τί είναι ανταγωνιστικότητα. Επίσης και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας οφείλουν να δουν τα λάθη που έγιναν ήδη από τα γεννοφάσκια του ευρώ και που τώρα έρχονται αντιμέτωποι μαζί τους. Αυτό όμως χρειάζεται αλληλεγγύη, όχι μόνο με την ρομαντική της έννοια, αλλά και με την τεχνοκρατική έννοια μιας ουσιαστικής κοινής  οικονομικής συνεργασίας. Δεν υπάρχει η έννοια της δανειακής αλληλεγγύης κυρία Merkel, την οποία επικαλείστε, διότι ο δανεισμός έχει τόση σχέση με την αλληλεγγύη, όσο η αλληλεγγύη με εξάρτηση και σκλαβιά. Δεν πρέπει να αλλάξουν μόνο οι Έλληνες. Πρέπει να αλλάξετε κι εσείς.

Ανδρέας ΤσιφτσιάνDplm in Economics-Controlling 
University of Applied Sciences Giessen-Germany


ΠΗΓΗ http://www.mikis-theodorakis-kinisi-anexartiton-politon.gr/el/articles/?nid=1328