Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Βαρουφάκης

Photo: Eyecatchimagestoo@Flickr
Photo: Eyecatchimagestoo@Flickr
1 εικόνα

Με την Κυριακή να πλησιάζει καλπάζοντας, κι όλους (πολύ σωστά) να εκφράζουν απόψεις για εκείνους που ζητούν την ψήφο μας, είπα να γράψω κι εγώ δύο λόγια επ’ αυτού, υπό το πρίσμα των δύο ετών Κρίσης που μας οδήγησαν σε τούτες τις πρόωρες εκλογές. Στο Μέρος Α’, σήμερα, αναφέρομαι στα τρία ψέμματα ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Αύριο, στο Μέρος Β’, θα καταπιαστώ με τους «μικρούς»...

Το τριπλό ψέμα των «μεγάλων»
Το 1ο Ψέμα (Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου για το Μνημόνιο 1): 

- Δεν είχαμε άλλη επιλογή
- Δεν διαθέταμε διαπραγματευτικό χαρτί
- Αναγκαστήκαμε να δηχθούμε ένα πικρό φάρμακο για να σώσουμε τον ασθενή
Από τον Δεκέμβριο του 2009, η κυβέρνηση γνώριζε ότι το κράτος είχε πτωχεύσει. Κι όμως. Ξόδεψε ενάμιση χρόνο προσποιούμενο ότι επρόκειτο για κρίση ρευστότητας που μπορεί να υπερνικηθεί με ένα τεράστιο, ακριβό δάνειο το οποίο μάλιστα το πήρε υπό την προϋπόθεση ότι θα συρρικνώσει το εθνικό εισόδημα (το ΑΕΠ), από το οποίο θα έπρεπε να αποπληρωθούν (νέα και παλαιά) δάνεια!
Όλο το διάστημα 2010 μέχρι τα τέλη του 2011, όποιος τολμούσε να πει την αλήθεια (ότι το χρέος αυτό δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί και πρέπει να κουρευτεί) κατηγορείτο ως εθνοπροδότης, ανεύθυνος, δημοκόπος που προσπαθεί να χαΐδέψει τα αυτιά των πολιτών που αρνούνται ότι χρειάζεται σκληρή δουλειά κ.ο.κ.
Τον Ιούνιο του 2011 η ίδια η ΕΕ αποδέχθηκε ότι το κράτος μας πτώχευσε, και συνεπώς το χρέος έπρεπε να κουρευτεί. Κάπου εκεί αποπέμφθηκε ο κ. Παπακωνσταντίνου, ο υπουργός του «όπου νάναι θα βγούμε στις αγορές», και δρομολογήθηκε, υπό τον κ. Βενιζέλο, το κούρεμα.  Σήμερα, οι κ.κ. Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου παραδέχονται ότι το κράτος είχε πτωχεύσει από τα τέλη του 2009 αλλά υποστηρίζουν την πολιτική τους λέγοντας ότι: (α) το Μνημόνιο 1 ήταν μονόδρομος, (β) οδήγησε την Ευρώπη να δημιουργήσει έναν Μηχανισμό Στήριξης των δοκιμαζόμενων χωρών της ευρωζώνης, και (γ) μας έβαλε στον σωστό δρόμο που, αν και κακοτράχυλος, θα μας βγάλει από την στενωπό εν καιρώ.  Και οι τρεις ισχυρισμοί είναι πέρα για πέρα αναληθείς. Επιτρέψτε μου να εστιάσω στον πρώτο: Ότι η κυβέρνηση δεν είχε εναλλακτική. Ότι δεν μπορούσε να διαπραγματευτεί επειδή δεν διέθετε κάποιο «χαρτί» που να μπορεί πειστικά να χρησιμοποιήσει. (*)
Είναι αλήθεια ότι τον Γενάρη του 2010 τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Το πρωτογενές έλλειμμα που αντιμετώπιζε η χώρα ατενίζοντας το 2010 ανερχόταν (όπως αποδεικνύεται από τα επίσημα στοιχεία) στα €9,65 δις (συμπεριλαμβάνοντας τα χρέη των νοσοκομείων κλπ, που η ΝΔ κρατούσε «μυστικά» προ του 2009), όταν τα δημόσια έσοδα μόλις έφταναν τα €53,93 δις. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το δημόσιο έπρεπε να βρει άλλα... €55,39 για να καλύψει τόκους και χρεολύσια (μακρομεσοπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα) σε μια εποχή που η ύφεση είχε αρχίσει να «δαγκώνει». Μία κατάσταση πραγματικά τραγική, την οποία κανείς μας δεν δικαιούται ούτε να υποβαθμίζει ούτε και να την «χρεώνει» στην τότε ηγεσία Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου.
Εκείνη την στιγμή, η κυβέρνηση έκρινε (σωστά) ότι πρέπει να ζητήσει βοήθεια από την Ευρώπη. Αμέσως προσέκρουσε στον σκόπελο μιας Γερμανίας που αρνείτο τα πάντα και που για να εγκρίνει, εν τέλει, την δανειακή στήριξη επέβαλε όρους που και ένα μικρό παιδί μπορούσε να δει ότι θα οδηγούσαν την χώρα, με μαθηματική ακρίβεια, πιο βαθειά στην μαύρη τρύπα της πτώχευσης (καθώς το χρέος θα αυξανόταν και το εθνικό εισόδημα θα συρρικνωνόταν) – όπερ και εγένετο. Θέση μου, από τότε που άρχισα να γράφω στο protagon, ήταν ότι, στις αρχές του 2010, η κυβέρνηση έπρεπε να παρουσιάσει στην Ευρώπη το εξής τελεσίγραφο:
Είτε η ΕΕ εγκρίνει ένα Σύστημα Στήριξης για όλη την ευρωζώνη που να γεννά βάσιμες ελπίδες να διασωθεί η συνολική κατάσταση (δεδομένου ότι η Κρίση που μόλις ξεκινούσε στην Ελλάδα φαινόταν, από τότε, ότι θα επεκτεινόταν από την Ελλάδα σε πολλές άλλες χώρες), είτε η Ελλάδα, με λύπη, προχωρά άμεσα σε ετήσια αναβολή πληρωμών σε ξένους δανειστές (ουσιαστικά, στις Γαλλικές και Γερμανικές τράπεζες) – συνεχίζοντας να καταβάλει κανονικά τα τοκοχρεολύσιά της στα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία, στις ελληνικές τράπεζες και σε όλους τους ιδιώτες-ομολογιούχους.
Αυτό ήταν το διαπραγματευτικό χαρτί που είχε και έπρεπε να έχει χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση ώστε πραγματικά να διασώσει την χώρα και να βοηθήσει στην δημιουργία πραγματικού Συστήματος Στήριξης εντός της ευρωζώνης για την Ιρλανδία, την Πορτογαλία κλπ. (Κι αν με ρωτήσετε με τι θα έμοιαζε αυτός ο, κατ’ εμέ, πραγματικός μηχανισμός στήριξης, ή καλύτερα σύστημα στήριξης, την απάντηση θα την βρείτε δημοσιευμένη μέσα από αυτές τις σελίδες)
Πολλοί, με πρώτο και καλύτερο το δίδυμο Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου, χαρακτήρισαν εκείνη την προτεινόμενη (από του λόγου μου) στρατηγική «μπλόφα» υψηλού κινδύνου (**). Δεν ήταν όμως μπλόφα. Ακριβώς το αντίθετο θα ήταν. Ας εξηγηθώ: Μπλοφάρει κάποιος όταν προσποιείται ότι έχει ένα χαρτί που δεν έχει (π.χ. άσσο όταν έχει 7άρι). Όταν μπλοφάρεις και ο αντίπαλος σου πει «τα βλέπω τα χαρτιά σου», εξ ορισμού βρίσκεσαι σε χειρότερη κατάσταση από εκείνη στην οποία θα ήσουν αν δεν είχες μπλοφάρει (και, τότε, μετανιώνεις την μπλόφα σου). Να γιατί η πιο πάνω στρατηγική δεν θα ήταν μπλόφα: Επειδή η Ελλάδα  σήμερα θα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση είτε η στρατηγική εκείνη πετύχαινε τον στόχο να αλλάξει τα μυαλά της κας Μέρκελ είτε όχι. Να το πω απλά: Και να μην τρόμαζε τους Ευρωπαίους αρκετά ώστε να εγκαταλείψουν  αμέσως τις μνημονιακές ανοησίες (οι οποίες εξέθρεψαν την Κρίση σε όλη την Ευρώπη), η ελληνική κοινωνική οικονομία θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση σήμερα από αυτή που βρίσκεται επειδή οι  Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου θεώρησαν μονόδρομο το Μνημόνιο που τους προσέφεραν. Ας είμαι όμως πιο επακριβής:
Αν η κυβέρνηση τελικά αναγκαζόταν να εφαρμόσει την πιο πάνω απειλή, θα ετίθετο εκτός αγορών (όπως και ετέθη τον Μάιο του 2010) και θα έπρεπε να επιβιώσει χωρίς δανεικά από την τρόικα. Αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να εξοικονομήσει περί τα €20 δις (για το 2010) με τα οποία: (α) να αποπληρώσει (στο ακέραιο) τα ομόλογα και τους τόκους που χρωστούσε σε ελληνικές τράπεζες, στα ασφαλιστικά ταμεία και στους ιδιώτες-ομολογιούχους (ποσό περίπου €10,92 δις, περί το 30% του συνολικού οφέλους του 2010) και (β) να καλύψει τα περίπου €9,6 δις του πρωτογενούς ελλείμματος της χώρας. Από που θα προέρχονταν αυτά τα €20 δις, ώστε η απειλή προς την Ευρώπη να μην είναι μπλόφα; Από αυτά, περί τα €6 δις θα προέρχονταν από την μείωση των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου, υπερωριών, συμμετοχών των ημετέρων σε επιτροπές, επιχορηγήσεων ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, εξοπλιστικών προγραμμάτων κ.ο.κ. Μένουν κάτι παραπάνω από €14 δις. Αυτά μπορούσαν κάλλιστα να εξασφαλιστούν με δύο κινήσεις – μία εσωτερικού δανεισμού και μία εξοικονόμησης μισθών και συντάξεων χωρίς καμία περικοπή στα χαμηλά εισοδήματα:
(Α) Εσωτερικός δανεισμός: Τα φορολογικά έσοδα ανέρχονται στα €51 δις για το 2010 και λίγο λιγότερα (λόγω ύφεσης) το 2011. Αν το 2010 το κράτος, στο πλαίσιο ενός καλο-διαφημισμένου σχεδίου έκτακτης ανάγκης, πρόσφερε στους φορολογούμενους την δυνατότητα (μερικής) προπληρωμής φόρου του 2011 (άμεσων φόρων αλλά και ΦΠΑ) εντός του 2010 (με όποιο ποσό επέλεγε ο κάθε φορολογούμενος) με την νομοθετημένη υπόσχεση μείωσης του φόρου του 2011 κατά το 20% του ποσού προπληρωμής, είναι σίγουρο ότι πολλοί φορολογούμενοι, αντί να τραβάνε τα χρήματά τους από τις τράπεζες και να τα κρύβουν στο μαξιλάρι, θα έκαναν χρήση αυτού του δικαιώματος να «ξεμπερδεύουν» με φόρους της επόμενης χρονιάς – κάτι που, ουσιαστικά, ισοδυναμούσε με επιτόκιο της (άπιαστης) τάξης του 20%.
Αν κρίνουμε από τα δεκάδες δις που ο κόσμος απέσυρε από τις τράπεζες το 2010, και το γεγονός ότι, έτσι κι αλλιώς, το 2011 καταβλήθηκαν €50 δις φόροι, θεωρώ πως ένα πολύ μεγάλο μέρος των €14 δις που χρειαζόταν το κράτος για να τα βγάλει πέρα το 2010 (χωρίς δάνεια από την τρόικα) θα είχαν βρεθεί μέσω αυτού του συστήματος εσωτερικού δανεισμού.
Έστω όμως ότι δεν βρίσκονταν όλα και απέμεναν άλλα €Χ δις. Που θα τα έβρισκε το κράτος; Θα τα έβρισκε από την από-πάνω-προς-τα-κάτω μείωση μισθών και συντάξεων:
(Β) Από-πάνω-προς-τα-κάτω μείωση μισθών και συντάξεων:  Παίρνουμε τον μεγαλύτερο μισθό και την υψηλότερη σύνταξη και τα κατεβάζουμε στο επίπεδο του δεύτερου μεγαλύτερου μισθού και της δεύτερης πιο υψηλής σύνταξης. Κατόπιν παίρνουμε αυτούς τους δύο μισθούς, και τις δύο συντάξεις, και τα κατεβάζουμε στο επίπεδο του τρίτου μεγαλύτερου μισθού και της τρίτης πιο υψηλής σύνταξης. Συνεχίζουμε έως ότου εξοικονομίσουμε τα €Χ δις που μας λείπουν. Τόσο απλά.
Να πως το πιο πάνω τελεσίγραφο αποκτά πειστικότητα και ξεφεύγει από την σφαίρα της μπλόφας. Στο άκουσμά του, η Γερμανία, η ΕΚΤ και ιδίως οι γερμανο-γαλλικές τράπεζες θα κατανοούσαν ότι έχουν να χάσουν πολύ περισσότερα οι ίδιοι παρά η Ελλάδα από την εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Θα μου πείτε: Κι αν στήλωναν τα ποδάρια; Αν δεν ενέδιδαν; Τι θα γινόταν; Η απάντηση είναι απλή: Η χώρα θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση το 2011 από εκείνη στην οποία βρέθηκε μετά το Μνημόνιο. Το κούρεμα του χρέους θα ήταν μεγάλο αλλά και θα είχε γίνει μια ώρα αρχύτερα (ρίχνοντας το χρέος στα €100δις) και, αυτό έχει σημασία, δεν θα αφορούσε ούτε τους ιδιώτες-ομολογιούχους ούτε τα ασφαλιστικά ταμεία ούτε καν τις ελληνικές τράπεζες. Παράλληλα, η ύφεση δεν θα χτύπαγε κόκκινο καθώς κανένα από τα χαμηλά εισοδήματα δεν θα περικόπτετο.
Μένει το ζήτημα των τραπεζών. Αν και τα ομόλογά τους δεν θα κουρεύονταν, η ΕΚΤ μάλλον δεν θα δεχόταν πλέον τα ομόλογα του δημοσίου ως εχέγγυα για παροχή ρευστότητας. Σωστό. Όμως η ΕΚΤ δεν θα τόλμαγε να μην δέχεται όλους τους άλλους τίτλους που χρησιμοποιούν οι τράπεζές μας σήμερα για να αντλούν ρευστό (πχ. στεγαστικά δάνεια). Αν το έκανε, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα κατέρρεε εν μία νυκτί. Έτσι κι αλλιώς όμως, αν η ελληνική κυβέρνηση είχε χρησιμοποιήσει αυτή την διαπραγματευτική στρατηγική, οι ξένες τράπεζες (μαζί με τους αμερικανούς) θα είχαν πέσει πάνω στην κα Μέρκελ και στον κ. Σαρκοζύ να αναθεωρήσουν άρδην την απόφασή τους να «πνίξουν» ολόκληρη την Περιφέρεια στην Ύφεση.
Εν κατακλείδι, το 2010 η κυβέρνηση, παρόλη την αντικειμενικά τραγική κατάσταση που αντιμετώπιζε, και διαπραγματευτικό χαρτί είχε, και εναλλακτική επιλογή είχε, και δεν αντιμετώπιζε σε καμία περίπτωση μονόδρομο. Απλά, το δίδυμο Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο να είναι τα χαϊδεμένα παιδιά των «ισχυρών» παρά να διαπραγματευτούν μια λύση που, τελικά, θα ήταν καλύτερη όχι μόνο για την Ελλάδα και, εν γένει, για την Περιφέρεια αλλά και για τους ίδιους τους «ισχυρούς». Έτσι, αντί για ένα πικρό αλλά θεραπευτικό φάρμακο, επέβαλαν στο ασθενικό ελληνικό κράτος το κόνιο του Μνημονίου.
Το 2ο Ψέμα (Βενιζέλου-Παπαδήμου για το Μνημόνιο 2-PSI): 

- Μειώσαμε το χρέος
- Το σταθεροποιήσαμε
- Σε τρία χρόνια βγαίνουμε από το μνημόνιο
Όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υπέγραψε το Μνημόνιο 1, του οποίου βασικός στόχος ήταν η τιθάσευση του δημόσιου χρέους, το χρέος ανερχόταν στα €296 δις σε μια περίοδο που το ΑΕΠ, το εθνικό μας εισόδημα, ήταν περί τα €232 δις. Η πολιτική του Μνημονίου 1 ανέβασε το χρέος, μέσα σε ένα περίπου χρόνο, από τα €296 δις στα €360 δις ενώ, παράλληλα, μείωσε το ΑΕΠ από τα €232 δις στα €214 δις. Το κούρεμα, ακόμα και να αποφέρει μείωση €100 δις, μας κοστίζει τουλάχιστον νέα δάνεια των €30 δις (το κόστος επανακεφαλαιοποίησης, λόγω κουρέματος, των τραπεζών), με το χρέος να παραμένει στα... €290 δις, συν όλες τις  (σίγουρες) «αποκλίσεις» από τους στόχους  που θα έρθουν να το φουσκώσουν περισσότερο.
Έτσι, φέτος, μετά από δύο χρόνια κακουχιών, το χρέος παραμένει εκεί που ήταν όταν υπογράφτηκε το Μνημόνιο 1, με την εξής ειδοποιό διαφορά:  Ένα ΑΕΠ το οποίο, λόγω της Ύφεσης που προκάλεσαν τα Μνημόνια, το Μεσοπρόθεσμο, η ακολουθία μέτρων κλπ, σύντομα να πέσει κάτω των €200 δις. Αποδεχόμενος ο κ. Βενιζέλος, στο πλαίσιο της Συμφωνίας Μνημονίου 2 –PSI, τις εντολές της τρόικα για μειώσεις δαπανών κατά πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που απαιτούνταν για την εξαφάνιση του πρωτογενούς ελλείμματος, επιτάχυνε το ρυθμό μείωσης του ΑΕΠ και έφερε μια ώρα αρχίτερα την νέα πτώχευση – που αυτή την φορά θα αφορά όχι τους τραπεζίτες αλλά το ευρωπαϊκό δημόσιο (και το ΔΝΤ) το οποίο μας δανείζει αποκλειστικά από το 2010. Ακόμα κι αν η Ύφεση λήξει φέτος, και αρχίσει μια αναιμική μεγέθυνση από το 2013 (πράγμα από δύσκολο έως αδύνατον), το 2020 το χρέος μας θα βρίσκεται πάνω από το 140% και η νέα πτώχευση θα είναι αναπόφευκτη! Ωραία μείωση χρέους επιτύχατε κ. Βενιζέλο. Συγχαρητήρια!
Το χειρότερο είναι ότι οι πιο πάνω υπολογισμοί δεν λαμβάνουν υπ’ όψη ότι θα χρειαστούμε κι άλλα, μεγάλα, δάνεια και για τα κουρεμένα ασφαλιστικά ταμεία και για την αποπληρωμή των νέων ομολόγων που το ΑΕΠ μας δεν θα μπορεί να καλύπτει (για αυτό άλλωστε τα spreads αυτών των νέων, υποτίθεται καλής ποιότητας ομολόγων δεν λένε να πέσουν κάτω από το... 20%).  Συνεπώς, όχι μόνο κ. Βενιζέλο δεν πρόκειται να μας βγάλετε από το Μνημόνιο 2 σε τρία χρόνια, όπως αφρόνως υπόσχεστε, αλλά, είναι απολύτως σίγουρο, αν σας ξανα-εκλέξουμε, τότε σύντομα (εντός μηνός, για την ακρίβεια) θα ετοιμάζεστε για το Μνημόνιο 3...
Το μόνο που μπορεί να σταματήσει αυτή την ξέφρενη πορεία μιας υπό τον κ. Βενιζέλο Ελλάδας προς τον (δυστυχώς μετακινούμενο προς τα κάτω) πάτο είναι στο μεταξύ να έχει καταρρεύσει ολόκληρη η ευρωζώνη, λόγω Ισπανίας και Γαλλίας. Τεράστιο, όντως, το κατόρθωμα του τ. Υπουργού Οικονομικών. (Κάπου εδώ πρέπει να απολογηθώ επί προσωπικού: Το 2007 είχα ψηφίσει Βενιζέλο στις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ. Μουτζώστε με σας παρακαλώ πολύ!)
Το 3ο Ψέμα (Σαμαρά για την «αντιμνημονιακή» πορεία και προοπτική): 

- Η στήριξη Παπαδήμου από την ΝΔ ήταν πράξη ευθύνης
- «Θα διαπραγματευτώ ένα καλύτερο μνημόνιο»
- Σε τρία χρόνια θα μειώσω την ανεργία στο μισό
Όταν τον περασμένο Νοέμβριο ο κ. Παπανδρέου «αυτοκτόνησε» προτείνοντας το γνωστό δημοψήφισμα (που θα είχε λογική μόνο είτε αν ο ίδιος συνιστούσε αρνητική ψήφο), ο κ. Σαμαράς βρέθηκε προ απροόπτου, αναγκαζόμενος να αποκαλύψει τι πραγματικά πίστευε για το Μνημόνιο πριν γίνει πρωθυπουργός. Το σχέδιό του, προφανώς, ήταν να κρατήσει αυτή την αποκάλυψη για μετά την πρωθυπουργοποίησή του.
Πράγματι, αν ο κ. Σαμαράς πίστευε αυτά που έλεγε εναντίον του Μνημονίου, προ του Νοεμβρίου, τον Νοέμβριο δεν υπήρξε κανένα νέο στοιχείο για να τον οδηγήσουν στο να αλλάξει την γνώμη του. Κανένα! Το αντίθετο μάλιστα: η επιταχυνόμενη ύφεση, η μείωση των φορολογικών εσόδων, η όλο και αυξανόμενη πίεση εκ μέρους της τρόικα για περαιτέρω περικοπές έπρεπε να χαλυβδώσουν την θέλησή του να αντισταθεί στο Μνημόνιο (νέο και παλαιό). Όμως κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι αυτή η θέληση ήταν υπαρκτή. Και για να είναι υπαρκτή έπρεπε να συνοδεύεται από μια ειλικρινή διάθεση διαπραγμάτευσης – δηλαδή, μια διάθεση να πράξει εκείνο που δεν έπραξε το δίδυμο Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου: να χρησιμοποιήσει μια απειλή, ένα τελεσίγραφο, σαν εκείνο που παρουσίασα πιο πάνω. Το γεγονός ότι ούτε που το σκέφτηκε να θέσει έναν τέτοιο όρο πριν στηρίξει τη κυβέρνηση Παπαδήμου αποδεικνύει αυτό που του καταλόγιζε το ΠΑΣΟΚ: ότι η αντίθεσή του στην κυβερνητική πολιτική ήταν εκ του πονηρού.
Συνεπώς, αντί για πράξη ευθύνης, η στήριξη της κυβέρνησης Παπαδήμου ήταν μια ουσιαστική ηθική και πολιτική επιβράβευση, επιβεβαίωση, της πολιτικής των Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου-Βενιζέλου. Ποτέ στην σύγχρονη ιστορία το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν προσέφερε ένα τόσο τρανό συγχωροχάρτι σε ένα τόσο ένοχο κυβερνών κόμμα, αποδεχόμενο την συνενοχή με σκοπό την (μετά τις κάλπες) μονοπώληση της... ενοχής.
Συμπερασματικά, ο κ. Σαμαράς απέδειξε πως την περίοδο Μαΐου 2010 – Νοεμβρίου 2011 είχε επενδύσει στην αντιμνημονιακή ρητορική όπως ακριβώς ο κ. Παπανδρέου είχε επενδύσει, το 2009, στο «λεφτά υπάρχουν»: ήταν κάτι που έλεγε για να γίνει πρωθυπουργός και το οποίο, κατόπιν, θα το ξεχνούσε με τον συνηθισμένο τρόπο που η εκλογική νίκη φέρνει την λήθη στο μυαλό των πολιτικών μας. Μόνο που τα πράγματα δεν του βγήκαν όπως το είχε σκεφτεί και αναγκάστηκε να φανερωθεί πριν αρκετοί εκλογείς πέσουν θύματα του ψεύδους του. Αποτέλεσμα είναι, παρά την κατάρρευση του ένοχου ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ να κυμαίνεται σε ποσοστά χαμηλότερα από ποτέ. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αναγκάζεται να επαναλαμβάνει τις κενότατες, κυνικότατες εξαγγελίες Βενιζέλου αλλάζοντας λίγο την φρασεολογία: εκεί που ο κ. Βενιζέλος λέει «σε τρία χρόνια θα σας βγάλω από το Μνημόνιο» ο κ. Σαμαράς αντιπαραθέτει το εξ ίσου αστείο «σε τρία χρόνια θα μειώσω την ανεργία στο μισό».
Επειδή αρνούμαι να πιστέψω ότι άνθρωποι που, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, κατάφεραν να αναρριχηθούν στην ηγεσία των δύο μεγάλων κομμάτων του τόπου μπορεί να πιστεύουν τόσο αστείες εξαγγελίες, καταλήγω στο ότι ψεύδονται. Και προτείνω να τους μαυρίσουμε όπως τους αξίζει.
Αύριο, στο Μέρος Β’, καταπιάνομαι με τα μικρότερα κόμματα. Και, με πόνο ψυχής, θα καταθέσω τι θα ψήφιζα (αν την Κυριακή ήμουν εκεί).

(*) Ως προς το (2), θα πω μόνο ότι ο Μηχανισμός αυτός (το EFSF) όχι μόνο Στήριξη δεν προσφέρει αλλά οδήγησε (λόγω της τοξικής του δομής) χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, σήμερα η Ισπανία, στον ίδιο πάτο που βρεθήκαμε κι εμείς. Για το (3), δείτε πιο κάτω, εκεί που αναφέρομαι στο 2ο ψέμα.
(**) Ο κ. Παπακωνσταντίνου μάλιστα, σε πρόσφατη συζήτησή μας (δείτε εδώ, στο 32ο λεπτό), είπε το εξής εκπληκτικό, αναφερόμενος στην πρότασή μου για ελληνικό τελεσίγραφο: «Η ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από επεισόδια τύπου Χορού του Ζαλόγκου, Κούγκι, κι, έτσι, παρόμοιων εθνικών εξάρσεων που όμως οδήγησαν και στις μεγάλες καταστροφές...» Το πιάσατε; Η αντίσταση στην Οθωμανική τρομοκρατία, το Κούγκι, το Ζάλογκο, ίσως η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν... λάθος. Οδήγησαν σε εθνικές καταστροφές. Προφανώς είτε ο κ. Παπακωνσταντίνου είναι ανιστόρητος είτε θεωρεί πως η μόνη σωστή πολιτική είναι η υποταγή στις προσταγές των τυράννων. Τι να πει κανείς σε έναν τέτοιο πολιτικό ο οποίος, μάλιστα, βρέθηκε να κρατά το τιμόνι της χώρας στην πιο κρίσιμή της στιγμή!
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Paul Krugman (από Palmografos.com)

Η οικονομική αυτοκτονία της Ευρώπης.

Βαρουφάκης -TI ΕΣTΙ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΗΜΕΡON;


Photo: fuglylogic
Photo: fuglylogic
1 εικόνα
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν ιδιωτικές τράπεζες που λειτουργούσαν ως κανονικές επιχειρήσεις. Που έπαιρναν δηλαδή ρίσκο και είτε, εφόσον τους «έβγαινε», κέρδιζαν είτε, όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν «κατ’ ευχήν», διακινδύνευαν την ύπαρξή τους. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Τέτοιες τράπεζες σήμερα δεν υπάρχουν. Σήμερα οι «ιδιωτικές» τράπεζες, παγκοσμίως, αποτελούν έναν παραπλανητικό ευφημισμό. Ιδίως μετά το Κραχ του 2008, οι τράπεζες λειτουργούν ως μορφώματα που συνδυάζουν τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, αποτελώντας έτσι βαρίδια που τραβάνε τις κοινωνίες και τις αγορές μαζί τους στον πυθμένα ενός ωκεανού ζημιών και χρέους.
Αυτές τις μέρες, που μια υπό προθεσμία (και υπό αμφιλεγόμενη νομιμοποίηση) κυβέρνηση «διαπραγματεύεται» την λεγόμενη επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καλό είναι να θυμηθούμε τι εστί τράπεζα την σήμερον. Για να το θυμηθούμε όμως αυτό, χρειαζόμαστε μια αναδρομή στο ιστορικό του πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε.
Όταν οι τράπεζες λειτουργούσαν ως επιχειρήσεις
Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι κραταιές τράπεζες (π.χ. του Λονδίνου) λειτουργούσαν ως ιδιωτικές εταιρείες απεριόριστης ευθύνης. Οι ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι τις διεύθυναν κιόλας (ή τουλάχιστον επέβλεπαν τον τρόπο διοίκησης), διέτρεχαν τον κίνδυνο να χάσουν και το σπίτι τους ακόμα αν η τράπεζα δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες (σε ρευστό) των καταθετών της ή να ανταποκριθεί στα δάνεια που είχε η ίδια συνάψει με πιστωτές. Στην προσπάθειά τους να περιοριστεί αυτός ο κίνδυνος, οι τραπεζίτες κρατούσαν στα ταμεία τους, για να έχουν «καβάτζα», την δική τους χρηματική περιουσία  (σε ρευστό, μετοχές ή ομολογίες) και δεν δάνειζαν ποτέ πάνω από το 50% των συνολικών τους κεφαλαίων (δηλαδή του αθροίσματος των χρημάτων που είτε κατέθεταν στην τράπεζα οι πελάτες της είτε κατέθεταν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες).
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν για αντικειμενικούς λόγους. Κατ’ αρχάς, καθώς ο καπιταλισμός απογειωνόταν, με την δημιουργία νέων, πανάκριβων αλλά και, παράλληλα, υπερκερδοφόρων δικτύων (π.χ. σιδηροδρομικά, τηλεγραφικά, ηλεκτροφόρα δίκτυα), οι επιχειρήσεις είχαν ανάγκη τεράστιων δανείων – για τα οποία ήταν έτοιμες να καταβάλουν αντίστοιχα τεράστιους τόκους. Έτσι, σιγά-σιγά οι τράπεζες «αναγκάστηκαν» να αποποιηθούν τον εγγενή συντηρητισμό τους. Το πρώτο βήμα έγινε το 1826 στο Λονδίνο. Έως τότε, καμία τράπεζα δεν είχε το δικαίωμα να έχει πάνω από έξι μετόχους. Αυτός ο περιορισμός ήταν ο πρώτος που υπέκυψε στις νέες ανάγκες για μεγαλύτερη δανειοδοτική δυνατότητα: ξάφνου, ο αριθμός των μετόχων πολλαπλασιάστηκε, τα κεφάλαια που διέθεσαν οι νέοι μέτοχοι πέρασαν στα βιβλία των τραπεζών και, έτσι, οι τράπεζες μπόρεσαν να χρηματοδοτήσουν την Β’ Βιομηχανική Επανάσταση (μέσα του 19ου αιώνα και μετέπειτα). Πάντως, παρά αυτά τα ανοίγματα, οι μέτοχοι (αν και πιο πολλοί) παρέμειναν υπό την απειλή της προσωπικής πτώχευσης, σε περίπτωση του η τράπεζα παρέπαιε. Αυτή η απειλή αρκούσε ώστε οι ιδιοκτήτες των τραπεζών, οι τραπεζίτες, να κρατάνε σφικτά τα ηνία των διευθυντών τους, στους οποίους δεν επέτρεπαν να διακινδυνεύσουν την περιουσία τους.
Ο περιορισμός της ευθύνης των μετόχων-ιδιοκτητών των τραπεζών νομοθετήθηκε το 1855-6. Έχει ενδιαφέρον ότι οι τραπεζίτες, αντί να αδράξουν την ευκαιρία να αποποιηθούν τον κίνδυνο της προσωπικής πτώχευσης, αντιστάθηκαν στον νέο νόμο – προσπάθησαν, για δεκαετίες, να κρατήσουν το καθεστώς της απεριόριστης ευθύνης διατυμπανίζοντας ότι επέλεγαν να επενδύσουν το προσωπικό τους ρίσκο στην τράπεζά τους ως τίτλο τιμής, ως μέρος του συμβολαίου με τους καταθέτες (του στυλ: «αν πτωχεύσει η τράπεζά μας, να ξέρετε ότι θα καταστραφούμε κι εμείς»). Χρειάστηκε να έρθει η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, με τις πολλαπλές πτωχεύσεις τραπεζιτών, για να πειστούν οι τραπεζίτες (δηλαδή οι ιδιοκτήτες των τραπεζών) να «περιορίσουν την ευθύνη τους», κόβοντας τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τις τύχες της τράπεζάς τους με την τύχη της προσωπικής τους περιουσίας.
Το τέρας της μόχλευσης (leverage)
Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι τράπεζες αρχίζουν να μεταλλάσσονται σε κάτι που σιγά-σιγά παύει να θυμίζει τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, το σύνολο του ενεργητικού όλων των τραπεζών (δηλαδή, των δανείων που δίνουν και των κεφαλαίων που διακρατούν ως «καβάτζα») κυμαινόταν γύρω το 50% του ΑΕΠ μιας αναπτυγμένης χώρας (π.χ. Βρετανίας, Γαλλίας κλπ). Σήμερα, κυμαίνεται μεταξύ του 300% και του 500% του ΑΕΠ. Μια τράπεζα, όπως η Deutsche Bank ή η BNP, μπορεί να έχει ενεργητικό μεγαλύτερο του ΑΕΠ της χώρας στην οποία εδρεύει.
Πώς συνέβη αυτό; Η απάντηση, μονολεκτική: Μόχλευση. Τι είναι αυτό το φρούτο; Κάτι που όλοι γνωρίζουμε με άλλο, απλούστερο, όρο: Χρέος (ή, για την ακρίβεια, ο λόγος του χρέους). Αν σας πω ότι για κάθε €10 που έχω, δανείστηκα €120, θα με περάσετε για τρελό. Όμως αν είμαι τραπεζίτης, και έχω κάνει το ίδιο πράγμα, δεν θα πω ποτέ ότι δανείστηκα. Θα πω απλώς ότι ο συντελεστής μόχλευσης της τράπεζάς μου είναι 12 (δηλαδή, €120 χρέους για κάθε €10 κεφαλαίων που διαθέτει το ταμείο μου). Όχι μόνο ακούγεται καλύτερο και πιο «τεχνοκρατικό» αυτό αλλά, δεδομένης της κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα σήμερα, θα θεωρηθεί και ιδιαίτερα συντηρητικός συντελεστής μόχλευσης!
Ποια η σημασία του συντελεστή μόχλευσης; Αποτελεί το μυστικό του αμύθητου πλούτου των τραπεζιτών στις εποχές των παχιών αγελάδων και της βαθιάς τους πτώχευσης σήμερα. Έστω μια τράπεζα που κερδίζει ένα ποσοστό 1% επί των κεφαλαίων που διαθέτει ή διαχειρίζεται (εκ μέρους καταθετών, πελατών κλπ). Επιλέγοντας όμως έναν συντελεστή μόχλευσης ίσο με, π.χ., το δώδεκα, η καλή τράπεζα δωδεκαπλασιάζει τα κέρδη της χωρίς ιδρώτα ή κόπο. Αυτόματα, δωδεκαπλασιάζονται τα μερίσματα των μετόχων, τα bonus των διευθυντών, οι μισθοί των μεγαλο-υπαλλήλων κλπ κλπ. Αν σκεφτείτε μάλιστα ότι το 2008, λίγο πριν την κατάρρευση ολόκληρου του τραπεζικού οικοδομήματος, ο συντελεστής μόχλευσης των ευρωπαϊκών τραπεζών είχε φτάσει το ιλιγγιώδες 50 προς 1, καταλαβαίνουμε τι είχε συμβεί: γιατί οι αποδοχές των διοικούντων έφτασαν την στρατόσφαιρα, οι τιμές των τραπεζικών μετοχών ήταν η «ατμομηχανή» των χρηματιστηρίων, το χρηματοπιστωτικό σύστημα έριχνε την σκιά του στην «πραγματική» οικονομία.
Μετά την Άνοδο, η Πτώση
Για να κινδυνεύσει να πτωχεύσει μια τράπεζα με συντελεστή μόχλευσης 2 προς 1, χρειάζεται να έχει ζημίες ίσες με το μισό (το 50%) των δανείων που έχει παράσχει και των τοποθετήσεων που έχει επιλέξει. Όταν όμως ο συντελεστής μόχλευσης φτάσει στο 20 προς 1 (ένα μέγεθος που χαρακτήριζε τις ελληνικές τράπεζες προ της Κρίσης), τότε αρκούν για να πτωχεύσει ζημίες της τάξης του 5%. Κι όταν ο συντελεστής μόχλευσης φτάσει στο επίπεδο που ισχύει στην περίπτωση (για να φέρω ως παράδειγμα μια «κραταιά» τράπεζα που όλοι γνωρίζουμε) μιας Deutsche Bank (περί το 50 προς 1), αν μόλις το 1,25% των δανείων που έχει διαθέσει «ατυχήσουν» (π.χ. οικογένειες που λόγω ανεργίας δεν μπορούν να αποπληρώσουν το στεγαστικό τους ή επιχειρήσεις που κλείνουν) ξάφνου η καλή τράπεζα, με την βούλα του νόμου, φαλίρισε. Να γιατί, παρά τα αμύθητα κέρδη των τραπεζών προ του 2008, σήμερα είναι όλες του πτωχευμένες. Το μόνο που χρειάστηκε για να πάνε οι ελληνικές τράπεζες από τον Παράδεισο στην Κόλαση ήταν ζημίες της τάξης του 5% - κάτι απόλυτα φυσιολογικό σε μια υφεσιακή οικονομία.
Αυτά έχει το μαγικό ραβδί της μόχλευσης: όσο πιο ψηλά σε εκσφεντονίζει στην περίοδο της «Ακμής», τόσο πιο μεγάλη και τραυματική η πτώση στην περίοδο της «Ύφεσης» που ακολουθεί.
Καλά, δεν πρόσεχαν;
Αυτό δεν το είχαν σκεφτεί οι καλοί οικονομολόγοι που προσλάμβαναν οι τράπεζες να τους συμβουλεύουν (και οι οποίοι, σήμερα, συμβουλεύουν τον πρωθυπουργό μας); Δεν το είχαν σκεφτεί οι Κεντρικές Τράπεζες; Γιατί δεν τους έβαζαν χέρι; Οι λόγοι είναι δύο, ο εξής ένας: το χρήμα έρεε τόσο καταρρακτωδώς που όποιος τόλμαγε να πει κάτι, να κρούσει κάποιον κώδωνα κινδύνου, είτε συνειδητοποιούσε ότι την φωνή του την έπνιγε ο αχός του εκκολαπτόμενου κέρδους είτε (στις σπάνιες περιπτώσεις που φώναζε αρκετά δυνατά για να ακουστεί) αγνοείτο επιδεικτικά, έχανε την δουλειά του, χαρακτηριζόταν «παλιομοδίτης», «εκκεντρικός», «συντηρητικός, «αριστερός» κλπ. Τόσο απλά.
Υπάρχει κι άλλος ένας λόγος, περισσότερο στην σφαίρα της θεωρίας, ο οποίος παρουσιαζόταν ως απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα από Κεντρικούς Τραπεζίτες (καλή ώρα από τον κ. Παπαδήμο): Η πεποίθηση των (καθεστωτικών) οικονομολόγων ότι η αγορά έχει τον τρόπο της να αυτο-ρυθμίζεται. Π.χ. μπορεί οι τραπεζίτες να μην φοβούνται την πτώχευση της τράπεζάς τους (από τότε που οι τράπεζες έγιναν εταιρείες περιορισμένης ευθύνης) όμως, σκεφτόταν ο θιασώτης της αγοράς, οι πιστωτές των τραπεζών, οι οποίοι κινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματά τους (σε περίπτωση που πτωχεύσουν), θα ασκούν de facto έλεγχο στις πρακτικές των τραπεζιτών. Πώς; Αρνούμενοι να δανείσουν τραπεζίτες που το «παρακάνουν» με την μόχλευση. Πού τέτοια τύχη; Αυτό μπορεί να συνέβαινε μέχρι το 1929-1933. Μετά την τραυματική εμπειρία των μαζικών λουκέτων στις τράπεζες, όλοι γνώριζαν ότι το κράτος, η Κεντρική Τράπεζα, δεν θα αφήσει ποτέ τις τράπεζες να κλείσουν ή, το ίδιο είναι, να αφήσουν απλήρωτους τους πιστωτές τους. (Δεν βλέπετε με τι μανία επιμένει σήμερα η ΕΚΤ ότι οι ιρλανδοί φορολογούμενοι, που δεν έφταιξαν σε απολύτως τίποτα, πρέπει να αποπληρώνουν για τα επόμενα 20 χρόνια τα χρέη των πτωχευμένων ιδιωτικών τραπεζών;) Έτσι, λοιπόν, οι τραπεζίτες, ανεξέλεγκτοι τόσο από τους μετόχους τους όσο και από τους πιστωτές τους, είχαν κάθε λόγο να δανείζονται με τρόπο που ούτε το ελληνικό δημόσιο δεν έχει κάνει...
Χαμένοι και κερδισμένοι
Την εποχή της φούσκας, οι διευθύνοντες τις τράπεζες όχι μόνο δεν αντιμετώπιζαν την κριτική και τον έλεγχο των μετόχων και των πιστωτών τους αλλά, κι εδώ είναι η ουσία, μέτοχοι και πιστωτές τους χειροκροτούσαν περισσότερο όσο πιο μεγάλο συντελεστή μόχλευσης επέλεγαν. Επρόκειτο για ένα απίστευτο φαγοπότι άνευ ρίσκου (τουλάχιστον για τους συμμετέχοντες σε αυτό). Όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά (η φούσκα καλά κρατούσε), μεγαλύτερος συντελεστής μόχλευσης σήμαινε μεγαλύτερα κέρδη, ελκυστικότερα μερίσματα, παχυλότερους υπερ-μισθούς. Κι αν ερχόταν η Πτώση (όπως και ήρθε), ούτε γάτα ούτε ζημιά: Ο λογαριασμός θα πληρωνόταν από το γκουβέρνο (δηλαδή τον ταλαίπωρο τον φορολογούμενο) και από την Κεντρική Τράπεζα.
Εν ολίγοις, αν κάποιος διάβολος ήθελε να σχεδιάσει ένα τραπεζικό σύστημα ταγμένο στο να δημιουργήσει συνθήκες τεράστιας Κρίσης, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο από αυτό το οποίο, ψευδεπίγραφα, χαρακτηρίζεται «σύγχρονο σύστημα ιδιωτικών τραπεζών»... Ποιος κερδίζει από αυτό; Ποιος χάνει; Είναι προφανές ότι χάνει η κοινωνία στο σύνολό της. Ποιοι κερδίζουν; Δύο είναι οι συνομοταξίες των κερδισμένων από αυτό το αλισβερίσι ιδιωτικής και δημόσιας διαφθοράς:
Πρώτον, οι βραχυπρόθεσμοι επενδυτές σε τραπεζικά (όχι κρατικά) ομόλογα και μετοχές. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει εκλείψει το είδος των μακροπρόθεσμων μετόχων. Ως επί το πλείστον, οι μετοχές των τραπεζών πωλούνται το πολύ μερικούς μήνες (συνήθως μερικές μέρες) αφού αγοραστούν. Ένα ολόκληρο παρατραπεζικό σύστημα έχει στηθεί στην βάση των πολύ βραχυπρόθεσμων αγορών και πωλήσεων τραπεζικών μετοχών, τα λεγόμενα hedge funds (τα οποία κερδοσκοπούν στοιχηματίζοντας στις μικρές αυξομειώσεις των τιμών των μετοχών, ιδίως του τραπεζικού τομέα). Κάτι αντίστοιχο «παίζεται» και με τα ομόλογα έκδοσης των ιδιωτικών τραπεζών. Για να το πω απλά, η αυξημένη μόχλευση φέρνει και αυξημένες διακυμάνσεις στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων των τραπεζών. Αυτές οι διακυμάνσεις είναι το ψωμοτύρι των hedge funds.
Δεύτερον, οι μεγαλο-μέτοχοι των τραπεζών που ελέγχουν την διοίκηση απομυζώντας όχι τόσο πολύ μεγάλα μερίσματα αλλά υπερ-μισθούς που οι ίδιοι δίνουν στους εαυτούς τους και τα λοιπά «οφέλη» που, εξ ορισμού, γεύεται όποιος διαχειρίζεται την «ροή του χρήματος».
Και τώρα; Η επίσημη έκφανση
Αυτές τις μέρες κλείνει από την κυβέρνηση Παπαδήμου το μέγα θέμα της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Επισήμως, το θέμα τίθεται ως εξής: Το ελληνικό δημόσιο αθέτησε τις υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες. Αναγκάζοντάς τις να κουρέψουν το 53% της ονομαστικής αξίας των δανείων τους προς το δημόσιο, τις έφερε σε δύσκολη θέση. Έτσι ώστε να μην φαλιρίσουν, και να δώσουν και κανένα δάνειο σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά (αναστέλλοντας την στάση δανείων που έχει «στεγνώσει» την αγορά), το κράτος μας θα δανειστεί από το EFSF, αυξάνοντας έτσι το δημόσιο χρέος κι άλλο, για να τα δώσει στις τράπεζες. Κι επειδή είναι παράνομο να δώσει κεφάλαια στις τράπεζες χωρίς αντάλλαγμα κάποια περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών (καθώς το κράτος δεν δικαιούται, τουλάχιστον επισήμως, να δωρίζει αμύθητες περιουσίες σε ανώνυμες εταιρείες), θα πρέπει να λάβει μετοχές των τραπεζών. Όμως αυτό συνεπάγεται μερική κρατικοποίηση. Κι επειδή, λέγεται, η κρατικοποίηση των τραπεζών είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, ο κ. Παπαδήμος και οι σύμβουλοί του (με βασικό σύμβουλο ως πρότινος έμμισθο σύμβουλο μίας εκ των πτωχευμένων, υπό ανακεφαλαιοποίηση, τραπεζών) πασχίζουν να βρουν μια φόρμουλα έτσι ώστε οι μετοχές που θα πάρει το δημόσιο ως αντάλλαγμα για τα νέα χρέη που φορτώνει στην πλάτη του φορολογούμενου εκ μέρους των τραπεζών δεν θα δίνουν στο δημόσιο δικαίωμα συμμετοχής στην διοίκηση. Με απλά λόγια, το δημόσιο θα πάρει μετοχές που τελικά δεν θα είναι ακριβώς... μετοχές.
Το απεχθές παιχνίδι των ημερών
Οι τράπεζες πρέπει να ανακεφαλαιωθούν. Αυτό θα ήταν απαραίτητο ανεξάρτητα από το «κούρεμα» του δημόσιου χρέους. Ο συντελεστής μόχλευσής τους ήταν τέτοιος (βλ. πιο πάνω) που μια οικονομική ύφεση της τάξης του -5% για μια μόνο χρονιά θα τις οδηγούσε, έτσι κι αλλιώς, στην πτώχευση. Παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες λειτούργησαν καταστροφικά (και αυτοκαταστροφικά) για πολύ καιρό (θυμάστε τα εορτοδάνεια, τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που αγόραζαν σαν να ήταν σοκολατάκια;), και σπατάλησαν βουνά κερδών στον βωμό της μόχλευσης, καμία κοινωνία δεν μπορεί να συνέλθει, καλώς ή κακώς, αν δεν βγουν από την μαύρη τρύπα οι τράπεζές της.
Η ανακεφαλαίωση δεν μπορεί να γίνει, βέβαια, από ιδιωτικά κεφάλαια. Ποιος επενδυτής ρίχνει τα χρήματά του σε μια μαύρη τρύπα, από την οποία δε θα τα ξαναπάρει ποτέ; Κανείς. Να γιατί η Ευρώπη αποφάσισε να κάνει αυτό που κάποιοι φωνάζουμε ότι έπρεπε να έχει γίνει πριν δυο χρόνια: η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με δημόσιο, ευρωπαϊκό χρήμα. Αυτό, τελικά, αποφασίστηκε να γίνει, έστω και καθυστερημένα. Χρήματα που δανείζεται το EFSF εκ μέρους ολόκληρης της ευρωζώνης, θα δοθούν στις τράπεζες όχι ως δανεικά αλλά ως «έγχυση» νέων κεφαλαίων. [Μην ξεχνάμε ότι ο πτωχευμένος δεν σώζεται με νέα δάνεια – κεφάλαια χρειάζεται.]
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν θα πρέπει να γίνει «μετάγγιση» κεφαλαίων από το ευρωπαϊκό δημόσιο στις ιδιωτικές τράπεζες. Αυτό είναι (και πρέπει να είναι) δεδομένο. Το ερώτημα είναι: Με τι ανταλλάγματα; Η άποψη που πασχίζουν να περάσουν στην κοινή γνώμη τραπεζίτες και κυβέρνηση είναι ότι τα ανταλλάγματα πρέπει να είναι τέτοια που να αποφευχθεί, πάση θυσία, η κρατικοποίηση των τραπεζών. Κι επειδή στην Ελλάδα, η λέξη «κράτος» δεν ηχεί πολύ χειρότερα από την λέξη «μαφία», ο κόσμος τείνει να αποδεχθεί αυτή την άποψη. Την άποψη που λέει ότι το κράτος πρέπει, ως αντάλλαγμα, να πάρει είτε «ομολογίες» είτε μια άλλη μορφή μετοχών που δεν δίνουν στον κάτοχό του δικαίωμα συμμετοχής ή ελέγχου της διοίκησης.
Αν αυτή η «άποψη» περάσει, ο ελληνικός λαός θα έχει, άλλη μια φορά, συναινέσει στις ραδιουργίες μιας αρπακτικής διαπλεκόμενης συμμαχίας κράτους και επιτήδειων ιδιωτών που στόχο έχουν την διαφύλαξη των συμφερόντων τους εναντίον τόσο του κοινωνικού συνόλου όσο και των τραπεζών της χώρας. Αν η κυβέρνηση Παπαδήμου, στην εκπνοή της, περάσει την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με τρόπο που αφήνει στο απυρόβλητο την διαπλοκή μεταξύ των μετόχων, διευθυντών, και πιστωτών των τραπεζών η οποία τις έριξε στον γκρεμό (την οποία περιέγραψα πιο πάνω), θα έχει καταφέρει το μεγαλύτερο πλήγμα στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας μετά το Μνημόνιο. Αν μια τέτοια τεράστια αποτυχία της διοίκησης των τραπεζών μας δεν οδηγήσει στην απώλεια της εξουσίας επί των τραπεζών των μεγαλο-μετόχων-διευθυνόντων που συμμετείχαν με τόση χαρά και ευεξία στο φαγοπότι της μόχλευσης, η κυβέρνηση θα έχει στείλει το εξής μήνυμα στους τραπεζίτες: Ξαναθρέψτε το τέρας της μόχλευσης – ο φορολογούμενος, αν όχι ο Έλληνας τότε σίγουρα ο Ευρωπαίος, εδώ είναι!
Επίλογος: Ο θρίαμβος της Πτωχοτραπεζοκρατίας επί του καπιταλισμού
Μέσα στην αγωνία του «συστήματος» μεγαλο-μετόχων των τραπεζών, πιστωτών των τραπεζών και των υποτιθέμενων ρυθμιστών των τραπεζών (δηλαδή των κυβερνώντων που πασχίζουν να διατηρήσουν μια «συγκινητικά» στενή σχέση με τους τραπεζίτες) να μην χάσουν τον έλεγχο αυτής της χήνας που γεννά τα χρυσά αυγά, ακούμε τους εκπροσώπους τους στα ΜΜΕ, στην Βουλή κλπ να αποτροπιάζονται με την ιδέα ότι το κράτος θα πάρει κοινές μετοχές ως αντάλλαγμα για τα κεφάλαια που φορτώνεται ως νέο χρέος για να τα δώσει στις τράπεζες. Πρόκειται για ανείπωτη υποκρισία.
Κάποτε, οι φιλελεύθεροι επιχειρηματολογούσαν εναντίον των κρατικοποιήσεων στην βάση ότι ήταν υποχρεωτικές, δηλαδή ότι το κράτος σου έπαιρνε την επιχείρηση με το έτσι θέλω, σου έδινε μια γελοία αποζημίωση και σε πέταγε στον δρόμο. Όμως η σημερινή περίπτωση διαφέρει ριζικά. Το κράτος δεν έχει καμία όρεξη να βάλει χέρι στις τράπεζες. Οι τράπεζες ζητιανεύουν κεφάλαια από το κράτος. Μόνο που δεν θέλουν να δώσουν ως αντάλλαγμα αυτό που πρέπει: ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Ποτέ έως τώρα δεν είχα ακούσει επιχείρημα εναντίον των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του δημοσίου. Γιατί περί αυτού πρόκειται: Από την μία οι τράπεζες θα πτωχεύσουν χωρίς τα κεφάλαια του δημοσίου, και ζητούν κεφάλαια από το δημόσιο. Από την άλλη θέλουν να τα πάρουν χωρίς να είναι ούτε δανεικά (καθώς δάνεια παίρνουν αβέρτα από την ΕΚΤ, με επιτόκιο 1%, χωρίς να τις σώζουν, πτωχευμένες ούσες) ούτε και να αποδίδουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στους φορολογούμενους που δανείζονται για να τα πάρουν.
Όσο για το επιχείρημα ότι αν συμμετέχει το δημόσιο πιο δυναμικά στο μετοχικό κεφάλαιο των ιδιωτικών τραπεζών, τότε οι τράπεζες θα γίνουν κρατικοδίαιτες, διεφθαρμένες και αναποτελεσματικές, η απάντησή μου είναι η εξής: Όπως είδαμε πιο πάνω, εδώ και καιρό, ιδιωτικές τράπεζες (με την σωστή έννοια του επιθετικού προσδιορισμού) δεν υπάρχουν. Σε ολόκληρο τον κόσμο, και ιδίως στην χώρα μας, οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε αρπακτικά μορφώματα ιδιωτικο-κρατικού χαρακτήρα. Οπότε ας αφήσουμε τις ανοησίες περί ανάγκης να αποφευχθεί η κρατικοποίηση των ιδιωτικών τραπεζών. Αυτά είναι λόγια που σκοπό έχουν την τρομοκράτηση της κοινωνίας ώστε να συναινέσει στις επιταγές της Πτωχοτραπεζοκρατίας (ένα καθεστώς που δίνει την μέγιστη εξουσία στους πιο πτωχευμένους τραπεζίτες) η οποία έχει υπονομεύσει πλήρως τον... καπιταλισμό.
Τι θα έπρεπε, λοιπόν, να συζητάμε σήμερα; Θα έπρεπε να συζητάμε όχι το αν θα δοθούν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των τραπεζών στους φορολογούμενους που δανείζονται για να επανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, αλλά τι μορφή πρέπει να πάρουν αυτά τα δικαιώματα ώστε και οι τράπεζες να ορθοποδήσουν και η οικονομία να πάρει ανάσες. Κι επειδή ούτε κι εγώ (όπως οι περισσότεροι) δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στους κυβερνώντες μας (ούτε στους σημερινούς ούτε και στους επόμενους), μετά χαράς να συζητήσουμε μια σειρά από καινοτόμες, δημοκρατικές, τεχνοκρατικές λύσεις. Π.χ. από την στιγμή που τα κεφάλαια έρχονται από το EFSF, γιατί να μην πάρει τις μετοχές των τραπεζών το…EFSF (το οποίο να μπορεί να ορίσει, κατά το δοκούν, Ευρωπαίους τεχνοκράτες στα ΔΣ των τραπεζών ώστε να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών που δανείστηκαν αυτά τα χρήματα); Μάλιστα, κάτι τέτοιο θα μας έδινε την δυνατότητα να αιτηθούμε από την ΕΕ τα κεφάλαια αυτά να μην βαρύνουν το ελληνικό δημόσιο χρέος, μιας και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα θα περάσουν απ’ ευθείας στην ευρωζώνη.
Λύσεις υπάρχουν που ούτε επιβραβεύουν την υφιστάμενη Κλεπτοκρατία μετόχων-διευθυντών-πολιτικών ούτε και οδηγούν τις τράπεζες στην αγκαλιά του ελληνικού δημοσίου. Όσοι όμως σήμερα κόπτονται για τον κίνδυνο «κρατικοποίησης» των τραπεζών, και όσοι διαπραγματεύονται μαζί τους στο Μαξίμου, προσφέρουν χέρι βοήθειας στην Πτωχοτραπεζοκρατία που επιβουλεύεται τόσο την ελληνική οικονομία όσο και τις ελληνικές τράπεζες. 
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Γ. Βαρουφάκης- Συντηρητικοί Μαρξιστές (Β' μέρος)

Τι δεν είδε ο Μαρξ
Όσο διορατικός και να ήταν, ο Μαρξ δεν ήταν δυνατόν να έχει προβλέψει τα πάντα. Αρκεί ότι προ-είδε το μεγαλείο της παγκοσμιοποίησης, αλλά και την άκρα δυστυχία που αυτή παρήγαγε. Την τάση του καπιταλισμού να παραγάγει πρωτόγνωρο πλούτο, και συνάμα πρωτόγνωρη φτώχεια. Την τάση της ανθρωπότητας να κατασκευάζει μηχανήματα με την δύναμη να παράγουν εκ μέρους μας τα πάντα αλλά, την ίδια στιγμή, και την έφεσή μας να μετατρεπόμαστε όλοι μας, εργαζόμενοι και εργοδότες, σε αλλοτριωμένους σκλάβους των τεχνολογικών δημιουργημάτων μας. 
Αυτό που δεν είδε ο Μαρξ ήταν το φαινόμενο μιας Microsoft ή μιας Apple. Εξηγούνται άραγε τα κέρδη αυτών των δύο κολοσσών με την θεωρία του Μαρξ; Μεταφράζονται εύκολα στην υπεραξία των εργαζόμενων αυτών των δύο επιχειρήσεων; Σε καμία περίπτωση. Ο Μαρξ υπέθετε ότι όλες οι επιχειρήσεις λειτουργούν σε απόλυτα ανταγωνιστικό πλαίσιο. Ότι οι καινοτομίες τους αντιγράφονται άμεσα και δεν δύνανται να πουλάνε τα προϊόντα τους πιο ακριβά από τους ανταγωνιστές τους. Με άλλα λόγια, ο Μάρξ έστρεφε την κριτική του σε μια ιδεατή, πλήρως, ανταγωνιστική έκφανση του καπιταλισμού. Δεν ασχολήθηκε με την περίπτωση μια πιθανής Microsoft ή μιας Apple επειδή πίστεψε ότι ο ανταγωνισμός θα έριχνε όλα τα τείχη του προστατευτισμού. Σφάλμα ολκής. Το αντίθετο συνέβη. Εταιρείες όπως η Microsoft και η Apple όχι μόνο κατάφεραν να υψώσουν νέα τείχη προστατευτισμού, αλλά και να ιδιωτικοποιήσουν αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «γενική διανόηση», την συλλογικά δηλαδή παραχθείσα γνώση μιας παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας. Το κάθε iPhone, το κάθε πρόγραμμα Windows, εμπεριέχει γνώση παραχθείσα από εκατομμύρια άτομα τα περισσότερα από τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με την Microsoft ή την Apple. Οι καλές αυτές εταιρείες, όπως περίπου η British East India Company πριν αιώνες μονοπώλησε το εμπόριο της Ευρώπης με την Άπω Ανατολή, μονοπωλούν την γνώση που έχουν παράξει μάζες επιστημόνων και μη. 
Αυτή την ιδιωτικοποίηση δεν την είχε φανταστεί ποτέ ο Μαρξ (πως θα μπορούσε άλλωστε;). Κι όμως, αυτή η ιδιωτικοποίηση βρίσκεται σήμερα στο κέντρο της διανομής του παγκόσμιου εισοδήματος. Ένα iPhone παράγεται στην Κίνα από την Ταϊβανέζικη Foxconn, στα εργοστάσια της οποίας εργάζονται χιλιάδες κινέζοι υπό οικτρές συνθήκες. Η Foxconn χρεώνει την Apple περί τα 80 δολάρια για κάθε συσκευή, την οποία μετά πουλάει η Apple για 700 δολάρια. Να το πω απλά: Ο ίδιος ο Μαρξ θα κατέληγε ότι η ανάλυσή του δεν αρκεί για να εξηγήσει τι γίνεται.
Ο καπιταλισμός που μελετούσε ο Μαρξ είχε ως κύριο πρωταγωνιστή έναν επιχειρηματία-ιδιοκτήτη που επένδυε δανεικά χρήματα στο εργοστάσιο και παρακρατούσε ό,τ κέρδη ένιωθε ότι μπορούσε να αφαιρέσει από τις επενδύσεις της επόμενης χρονιάς. Σήμερα, ο επιχειρηματίας είναι ένας απλός manager που «τρέχει» την επιχείρηση ουσιαστικά για λογαριασμό τραπεζών οι οποίες με την σειρά τους διοικούνται από managers (στους οποίους δεν ανήκουν οι τράπεζες). Σε αυτή την νέα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, η βασική πηγή πλούτου δεν είναι απλώς η υπεραξία που παράγουν οι προλετάριοι, αλλά οι υπερμισθοί των managers. Μισθοί ασύλληπτα υπεράνω του όποιου μεγέθους θα αντανακλούσε την «παραγωγικότητά» τους. Υπερμισθοί που διαχέονται προς τα κάτω, στα χαμηλότερα κλιμάκια του λεγόμενου middle management, έτσι ώστε να επιβάλλεται ένα καθεστώς «συνενοχής» μεταξύ κατεργαραίων διαφορετικού βεληνεκούς.
Αν ζούσε ο Κάρολος σήμερα, αυτή την διαδικασία θα μελετούσε. Το πως η υπεραξία παράγεται όλο και πιο πολύ στην Κίνα, στην Αφρική, στην Ινδία, ενώ στην Δύση όλοι, όχι βέβαια στον ίδιο βαθμό, εισπράττουν υπερμισθούς – δηλαδή μισθούς που, στην γλώσσα του Μαρξ, ξεπερνούν κατά πολύ την αξία της εργασίας-δραστηριότητάς τους.
Οι εγχώριοι Μαρξιστές
Όταν γύρισα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το 2000, η πρώτη μου απογοήτευση ήρθε από τους αυτο-προσδιοριζόμενους ως μαρξιστές φοιτητές μου. Θυμάμαι ατέλειωτες συζητήσεις, που με γέμιζαν απόγνωση, για τα λεγόμενα «εργασιακά δικαιώματα» που, εκείνοι έλεγαν ότι, πρέπει να τους «εξασφαλίζουν» τα πτυχία τους. Τους έλεγα: «Βρε παιδιά, μαρξιστές άνθρωποι είσαστε. Πως είναι δυνατόν να πιστεύετε ότι το Πανεπιστήμιο μπορεί ΚΑΙ να προσφέρει μαζική και δωρεάν παιδεία ΚΑΙ να σας εξασφαλίσει «εργασιακά δικαιώματα». Αν μπορούσε, αυτό δεν θα σήμαινε ότι ο Μαρξ έλεγε ανοησίες όταν ισχυριζόταν πως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του, να εκπολιτιστεί, χωρίς να καταργηθεί το μονοπώλιο των λίγων επί των μέσων παραγωγής;» Μόνος μου τα έλεγα, μόνος μου τα άκουγα.
Η τραγωδία της πλειοψηφίας των συμπατριωτών μας που δηλώνουν μαρξιστές είναι διττή: Από την μία, απέχουν πολύ από την ποιότητα, το ύφος και το ήθος της σκέψης του Μαρξ. Από την άλλη, απέχουν ακόμα περισσότερο από τα ζητήματα που θα απασχολούσαν τον Μαρξ σήμερα, και τα συμπεράσματα που θα έβγαζε.
Ως προς το πρώτο, τον τρόπο με τον οποίο παρερμηνεύουν τον Μαρξ του 19ου αιώνα, είναι ξεκάθαρο ότι οι έλληνες μαρξιστές δεν μοιράζονται με τον «γκουρού» τους το δέος που εκείνος ένιωθε μπροστά στα επιτεύγματα του καπιταλισμού. Επικεντρώνονται στα αρνητικά, μεμψιμοιρώντας, και στρεφόμενοι εναντίον εκείνων που ο Μαρξ θα θεωρούσε θείον δώρον: την παγκοσμιοποίηση, το Διαδίκτυο, τις νέες τεχνολογίες, την τάση του καπιταλισμού να καταστρέφει τις σεμνοτυφίες, την συντήρηση, το παλιό, την υποκρισία. Παράλληλα, αποτυγχάνουν να συλλάβουν την πραγματική κακοήθεια του καπιταλισμού που δεν έχει τίποτα να κάνει με την «αδικία» και την «ανισότητα» αλλά που, σύμφωνα με τον Μαρξ, προκύπτει από τον ανορθολογισμό που γεννά η ιδιωτική εκμετάλλευση συλλογικά παραχθέντων αγαθών (κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών).
Ως προς το δεύτερο, τώρα, την αδυναμία τους να σκεφτούν αυτά που θα σκεφτόταν ο Μαρξ σήμερα (εν όψει των νέων δεδομένων), εδώ η κατάσταση φέρνει δάκρυα στα μάτια. Έχετε ακούσει κάποιο από τα κόμματα της Αριστεράς να νοιάζεται για τον τρόπο με τον οποίο η Δύση, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, καρπούται την υπεραξία που παράγει ο ‘Νότος’, μετατρέποντάς την σε υπερμισθούς; Ακούσατε ποτέ να εκφέρεται, από την Αριστερά, μια ανάλυση της μετά το 2008 ελληνικής κατάστασης όπου να τίθεται επί τάπητος η ανικανότητα της χώρας τόσο να παράγει (παραδοσιακή κατά Μαρξ) υπεραξία όσο και να καρπούται υπερμισθούς; Όχι, δεν ακούσατε.
Αυτό που ακούσατε, ουσιαστικά, είναι η απαίτηση οι έλληνες εργαζόμενοι να εισπράττουν κι αυτοί υπερμισθούς - μιας και η βιομηχανία μας δεν παράγει αρκετή υπεραξία από την οποία να διεκδικήσουν ένα μέρος. Αυτό που ακούσατε είναι καταγγελίες περί της αδικίας των Μνημονίων και περί της όλο και μεγαλύτερης απόσπασης υπεραξίας των εργαζόμενων (όταν αυτή δεν υφίσταται πλέον). Όσο δε για το τι πρέπει να γίνει, μεγάλο μέρος της Αριστεράς απαντά: Επιστροφή στην αυτάρκεια. Έξοδο από το ευρώ. Έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος στην παγκοσμιοποίηση. Τείχη γύρω από την χώρα που να εμποδίζουν τις εισαγωγές.
Ερωτώ λοιπόν: Με πόσες στροφές νομίζετε ότι περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του ο Μαρξ στον τάφο του στο Highgate όταν «ακούει» τους έλληνες μαρξιστές να λένε τέτοια πράγματα; Η δική μου εκτίμηση είναι: με περίπου 12000rpm!
Επίλογος
Με αυτό το άρθρο κλείνει ένας κύκλος. Ένας κύκλος που προσπάθησε να αναδείξει την ιδεολογική ασυνέπεια και των τριών μεγάλων ιδεολογικών ρευμάτων που κυριαρχούν στην πολιτική σφαίρα, και τα οποία θα κονταροκτυπηθούν (με διαφορετικά κομματικά περιτυλίγματα) στις επικείμενες εκλογές. Είδαμε ελευθεριάζοντες που υποστηρίζουν την μεγαλύτερη και πιο τοξική κρατική παρέμβαση στην ιδιωτική οικονομία (τα δάνεια των Μνημονίων). Γνωρίσαμε Κευνσιανούς που υποστηρίζουν ότι, εν καιρώ βαθιά ύφεσης, η ανάπτυξη θα έρθει μειώνοντας δημόσιες δαπάνες και μισθούς. Καταλήξαμε σε Μαρξιστές που, ουσιαστικά, υπερασπίζονται το δικαίωμα των ελλήνων εργαζόμενων να ζουν ως ραντιέρηδες (εισοδηματίες), ξεζουμώντας την υπεραξία «άλλων» τριτοκοσμικών, ξένων.
Στόχος μου, επαναλαμβάνω, δεν ήταν να επιχειρηματολογήσω υπέρ της ιδεολογικής και θεωρητικής καθαρότητας. Προσωπικά μιλώντας (επειδή, εδώ στο τέλος, δεν με πειράζει να δηλώσω την δική μου ταυτότητα), κατανοώ τον καπιταλισμό διαβάζοντας Μαρξ (και συγκεκριμένα τον Πρόλογο στην Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ΚΑΙ την 18η Brumiere του Louis Bonaparte), Keynes (όχι τόσο την Γενική Θεωρία αλλά τα αριστουργηματά του World Economic Outlook, The Economic Consequences of the Peace και το Treatise on Money) και Hayek (Economics and Knowledge). Όχι, στόχος μου ήταν να καταδείξω πως, στην Ελλάδα, μια από τις εκφάνσεις (και αιτίες) της Κρίσης είναι ότι τα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα δεν είναι καν ειλικρινή με τον εαυτό τους.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών