Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Νίκος Μπογιόπουλος

Σχέδιο Μάρσαλ

11/03/2012 - 09:22*
Λέγεται ότι «την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές». Στην Ελλάδα, λόγω...
Σχέδιο Μάρσαλ
των συνθηκών που διαμόρφωσε η ταξική πάλη και οι αγώνες του επαναστατικού κινήματος, αυτό τους έχει πέσει κομματάκι δύσκολο.


Εντούτοις οι «νικητές» ποτέ δεν παραιτούνται από την προσπάθεια παραχάραξης της Ιστορίας. Ειδικά σε εποχές όπως η σημερινή, που το σύστημά τους «μπάζει», επιδίδονται στη διαστροφή της αλήθειας με όρους ασύστολης προπαγάνδας.


Αν, μάλιστα, στην προπαγάνδα τους προστεθεί και η αγραμματοσύνη των «παπαγάλων» που βάζουν μπροστά για να επιτευχθεί η αποκολοκύθωνση της Ιστορίας, τότε εκείνο που προκύπτει είναι εκτρωματικά γελοίο.


Εσχάτως, λοιπόν, έχουν ανοίξει το κεφάλαιο «σχέδιο Μάρσαλ».


Οπου το σχέδιο Μάρσαλ ήταν κάτι το... καλόν, «έσωσε» τότε την Ελλάδα, και τώρα που η Ελλάδα είναι πάλι σε δύσκολη θέση «ευχής έργον» θα ήταν να είχαμε ξανά ένα «νέο σχέδιο Μάρσαλ»...


Για να μη μακρηγορούμε:


Το σχέδιο Μάρσαλ πράγματι ήταν «καλό». Όχι, όμως για την Ελλάδα του ελληνικού λαού. Ηταν «καλό» για τους απόντες από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και τους συνεργάτες των Γερμανών, που καθόλου δεν είχαν στο μυαλό τους τη βελτίωση των συνθηκών ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων παρά μόνο την αποκατάστασή τους στην εξουσία.


Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν «καλό» ως αντεπαναστατικό σχέδιο του ιμπεριαλισμού για το στέριωμα του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη και στην Ελλάδα.


Αυτός ήταν και ο λόγος, μιλώντας ειδικά για την Ελλάδα, που τα κεφάλαια του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά εναντίον του λαϊκού κινήματος, για τη διατήρηση - και με στρατιωτικά μέσα - των πλουτοκρατών στην εξουσία και προς όφελος του προσωπικού θησαυρισμού των κεφαλαιοκρατών.


Τι ήταν, όμως, αυτή η περίφημη «αμερικανική βοήθεια» το μαρτυρά το γεγονός ότι εκατοντάδες προσωπικές και οικογενειακές επιχειρήσεις έγιναν εν μια νυχτί βιομηχανίες στην καθημαγμένη Ελλάδα με τα κεφάλαια του σχεδίου Μάρσαλ.


Μόνο δέκα βιομηχανίες, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Συντονισμού Γ. Καρτάλη, τον Απρίλη του 1952, είχαν «απορροφήσει το 60% των πιστώσεων» που εκταμιεύτηκαν σε εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ.


Αλλα 200 εκατομμύρια μοιράστηκαν σε 50 βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Από τα χρήματα αυτά, που διασπαθίστηκαν απροκάλυπτα και που όσοι τα έλαβαν δεν πλήρωσαν ποτέ μια δραχμή, αναδύθηκαν, πολλές φορές μέσα από τους μαυραγορίτες και τους δοσίλογους, τα νέα τζάκια των αμερικανοθρεμμένων μεγαλοβιομηχάνων και μεγαλεμπόρων.


Οι ΗΠΑ, όπως ομολογούσε ο ίδιος ο Porter, ο απεσταλμένος του Τρούμαν στην Ελλάδα, έκαναν «μια τόσο μεγάλη επένδυση» στη χώρα και συνεργάστηκαν με μια ελληνική κυβέρνηση που «επικαλούμενη τον ίδιο της τον τεραστίων διαστάσεων αντικομμουνισμό ως επιχείρημα για την παροχή βοήθειας σε απεριόριστες ποσότητες (είχε) στόχο της... να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση μιας μικρής κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους, που αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα».


Περιγράφοντας δε την ελληνική άρχουσα τάξη, της οποίας τον κλάδο των εφοπλιστών αποκαλούσε «αργυρώνητους ηλίθιους», δε δίσταζε να προσθέτει ότι


«είναι αποφασισμένη, πάνω απ' όλα, να προστατεύσει τα οικονομικά της προνόμια, όποιο κι αν είναι το κόστος σε ό,τι αφορά την οικονομική υγεία της χώρας».1


Ακόμα και οι εκτιμήσεις της εποχής ότι μόλις 500 οικογένειες των Αθηνών ελέγχουν την Ελλάδα αποδείχτηκαν... επιεικείς.


«Λέγεται - ανέφερε ο Μαρκεζίνης - ότι 500 οικογένειες κυβερνούν την Ελλάδα, εγώ όμως πιστεύω ότι δεν φτάνουν καν τις πεντακόσιες, αλλά είναι μόνο 200».2


Οσο για τη χρηματοδότηση του μεγάλου κεφαλαίου συνεχιζόταν με σκανδαλώδη τρόπο. Το βεβαιώνει και πάλι ο Porter, ο οποίος σημειώνει:


«Οι βιομήχανοι δεν επένδυαν περιμένοντας "δανεικά κεφάλαια", αν και κατά διάφορες εκτιμήσεις είχαν χρυσές λίρες. Οι εμπορικές τράπεζες όχι μόνο δεν διέθεταν πιστώσεις, αλλά δανείζονταν από την Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να πληρώσουν τους υπαλλήλους τους».


Αποτέλεσμα ήταν νέα μεγαλύτερα ελλείμματα και δημόσια χρέη που, ως συνήθως, επιχειρήθηκε να καλυφθούν είτε με άγριες φοροεπιδρομές στα πενιχρά εισοδήματα του λαού είτε με καινούργιους δανεισμούς.


Κάτω από αυτές τις συνθήκες, με τα μέλη της εγχώριας πλουτοκρατίας που αποτελούσαν«μέλη της κομψής διεθνούς κλίκας» από τον Οκτώβρη του '44 μέχρι τον Ιούνη του 1953 να έχουν ξεκοκαλίσει τα πάνω από 3,2 δισ. δολάρια της λεγόμενης «βοήθειας» (σ.σ.: με το σχέδιο Μάρσαλ να ανέρχεται περίπου στα 2 δισ. δολάρια, χωρίς εδώ να υπολογίζεται η άμεση στρατιωτική βοήθεια στο αστικό κράτος), με τους υπέρογκους εξοπλισμούς που άγγιζαν το 50% του προϋπολογισμού και με τη διατήρηση του υπέρογκου κρατικού καταπιεστικού μηχανισμού,


είναι φανερό γιατί η «βοήθεια» και η «σωτηρία» δεν είχαν σχέση με το λαό, αλλά με τη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος.


Το τίμημα, αντίθετα, για το λαό ήταν βαρύ. Και πληρώθηκε σε πολλά επίπεδα.


Πληρώθηκε με τη φτώχεια, τη μετανάστευση εκατομμυρίων Ελλήνων, με τις ναπάλμ του Εμφυλίου, με τους «Νέους Παρθενώνες» και με μια δημοκρατία, που ο ίδιος ο Αμερικανός υπεύθυνος του σχεδίου στην Ελλάδα,


ο Τζέιμς Γουόρεν, την περιέγραφε σε συνέντευξή του ως εξής:

«(Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν)...μια πολύ αυστηρή συμφωνία, πολλές πτυχές της οποίας αποτελούσαν σαφή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Μπορεί κάλλιστα να πει κανείς ότι επρόκειτο όχι για απλή παρέμβαση, αλλά για επέμβαση στην εθνική κυριαρχία της χώρας».


Και παρακάτω:


«Η επιτυχία (σ.σ.: των «πατριωτών» κυβερνώντων - όπως τους αποκαλεί ο Αμερικανός)ήταν ότι έφεραν τους Αμερικανούς, όχι απλά ως συμβούλους, αλλά ως ελεγκτές και υπεύθυνους των αποφάσεων. Για τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έπρεπε να καταπιεί την περηφάνια της και να αποδεχτεί ευρείες παρεμβάσεις. Αυτό ήταν το πνεύμα της συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών».3


Προφανώς, όταν τα παραπάνω τα δηλώνουν οι ίδιοι οι Αμερικανοί, εμείς δε χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτα περισσότερο, ούτε για το «σχέδιο Μάρσαλ», ούτε για τους... νοσταλγούς του.
--------------

1. Paul A. Porter: «Ζητείται ένα θαύμα για την Ελλάδα - Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου», έκδοση «Bήμα - Μαρτυρίες».
2. Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940 - 1950, εκδόσεις «Θεμέλιο».
3. Εφημερίδα «Καθημερινή», 17 Ιουνίου 2007.


Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Ριζοσπάστης" 6/3/2012

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Βαρουφάκης, Γ.


Αν έπρεπε να έχουμε μάθει ένα πράγμα όλοι μας τα τελευταία δύο χρόνια, αυτό είναι το εξής απλό μάθημα: Όλες οι ως τώρα επίσημες εκτιμήσεις, οι θριαμβευτικές ανακοινώσεις, οι προβλέψεις ανάκαμψης, όλη η συζήτηση που εκπορεύεται από την κυβέρνηση και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης εδώ και δύο χρόνια, τελικά προσκρούουν στον κυματοθραύστη της πραγματικότητας, ακυρώνονται εκ των πραγμάτων, ξεπερνιόνται από την ιστορία. Μαζί με όλους, θέλω να ελπίζω ότι, αν όχι τώρα, σύντομα, αυτός ο θλιβερός κύκλος θα κλείσει και μαντάτα που διαφημίζονται ως καλά να αποδειχθούν ότι είναι όντως καλά. Έως τότε, όσο και να διαφωνούμε ως προς το τι πρέπει να γίνει, τι προκρίνει το συμφέρον της πατρίδας, σε ένα πρέπει να συμφωνήσουμε: Δεν δικαιολογείται πλέον σε κανέναν μας η άκριτη αποδοχή της «επίσημης εκδοχής» των πραγμάτων.
Στις γραμμές που ακολουθούν προτείνω μια οπτική γωνία από την οποία μπορούμε, και πρέπει, να ερμηνεύσουμε τις τελευταίες εξελίξεις για το PSI και την νέα δανειακή συμφωνία ανεξάρτητα του αν συμφωνούμε με την πολιτική που ακολουθεί ή πρέπει να ακολουθεί η κυβέρνηση (ή ακόμα και η Ευρώπη στο σύνολό της). Δεν θα  συμφωνήσουμε για το τι πρέπει να γίνει. Τουλάχιστον ας συμφωνήσουμε για το τι «παίζεται».
Σύντομο βιογραφικό του κουρέματος
Από τον Μάρτιο του 2010 και για ενάμιση χρόνο, σε αυτές τις σελίδες και αλλού, επιχειρηματολογούσα ότι, εφόσον η Ευρώπη δεν επανασχεδιάζει το ευρωσύστημα, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα αναδιαρθρωθεί, θα «κουρευτεί», θα διαγραφεί μερικώς. Δεν ήταν θέμα επιθυμίας ή επιλογής. Απλά, το «κούρεμα» δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί. Εκείνη την εποχή η οποιαδήποτε συζήτηση περί «κουρέματος» αντιμετωπιζόταν από κυβέρνηση, Τράπεζα της Ελλάδας, ΕΚΤ, ΕΕ και τα «σοβαρά» μέσα ενημέρωσης ως αιρετική, επικίνδυνη, δημαγωγική.
Όταν η μακρά άρνηση της πραγματικότητας κάποια στιγμή υποχώρησε υπό το βάρος της αλήθειας, η αναδιάρθρωση (ή, επί το λαϊκότερον, το «κούρεμα») έγινε αποδεκτή από τους ισχυρούς της Ελλάδας και της Ευρώπης σε δύο δόσεις. Τον περασμένο Ιούλιο την αποδέχθηκαν επί της αρχής, με την πρώτη πρόταση μιας πολύ μικρής αναδιάρθρωσης που δεν θα άγγιζε την ονομαστική αξία των ομολόγων (αλλά που θα επιμήκυνε τις αποπληρωμές και για μείωνε το επιτόκιο). Κατόπιν ήρθε το κυρίως πιάτο, τον Οκτώβριο του 2011, με την ιδέα ενός «κουρέματος» τουλάχιστον 50% επί της ονομαστικής αξίας του χρέους (που δεν είχε ήδη περάσει στην τρόικα). Από τότε, η πάλαι ποτέ «απαγορευμένη» αναδιάρθρωση, το «κούρεμα»-ταμπού, έχει αναχθεί σε  εθνική και ευρωπαϊκή υπόθεση και η κοινή γνώμη ταλαιπωρείται με τη φιλολογία περί ποσοστών «εθελοντικής» συμμετοχής, ενεργοποίηση CAC, πυροδότηση CDS κλπ.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία. Πλην ενός: Κατά πόσον την «επόμενη μέρα» το ελληνικό χρέος θα είναι βιώσιμο. Επειδή τις τελευταίες μέρες η συζήτηση τείνει να γίνει γελοιωδώς περιπεπλεγμένη, επιτρέψτε μου να προσπαθήσω μια απλοποίηση (χωρίς καμία υπεραπλούστευση).
Η διαφορά ενός «καλού» κι ενός «αποτυχημένου» κουρέματος
Έστω ένα «κούρεμα» της τάξης του Χ% ενός συγκεκριμένου χρέους το οποίο το αποδέχεται ο δανειστής επειδή συνειδητοποιεί ότι ο υπόχρεος αδυνατεί να  αποπληρώσει το συνολικό ποσό όχι μόνο σήμερα αλλά διαχρονικά. Πότε λέμε ότι το «κούρεμα» πέτυχε τον στόχο του; Όταν το εναπομείναν χρέος (100-Χ)% μπορεί να εξυπηρετηθεί από τον πτωχευμένο. Δηλαδή, το Χ πρέπει να είναι παράλληλα (α) το ελάχιστο δυνατόν (από την πλευρά του δανειστή) και (β) αρκετά μεγάλο για να είναι βιώσιμο το χρέος που απομένει μετά το «κούρεμα». (*)
Ας εξετάσουμε την σημερινή συγκυρία μέσω μιας αλληγορίας: Έστω ότι ο Λουκάς χρωστά €100 χιλιάδες στην τράπεζα. Το χρέος αυτός συσσωρεύεται χρόνια τώρα και πρόσφατα, λόγω μείωσης των εισοδημάτων του, όλοι κατανοούν ότι δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί. Έρχεται λοιπόν το «κούρεμα» στο οποίο η τράπεζα συναινεί επειδή προτιμά να εισπράξει κάποιο μέρος των εκατό χιλιάρικων παρά τίποτα. Έτσι Λουκάς και τράπεζα συμφωνούν ότι:  
- ο Λουκάς θα καταβάλει στην τράπεζα €15 χιλιάδες μετρητά,
- ο Λουκάς θα δώσει στην τράπεζα έντοκα γραμμάτια (με επιτόκιο μεταξύ 3% και 4,5%) των €32 χιλιάδων (τα οποία δεσμεύεται να αποπληρώσει σε βάθος χρόνου)
- η τράπεζα δέχεται να διαγράψει τα υπόλοιπα €53 χιλιάδες χρέους.
Για να γίνουν τα παραπάνω, ο Λουκάς θα πάρει νέο μεγάλο δάνειο από δεύτερη τράπεζα για να μπορεί: (α) να δώσει τις €15 χιλιάδες στην πρώτη τράπεζα, (β) να εξυπηρετεί τα νέα γραμμάτια των €32 χιλιάδων και (γ) να καλύπτει όπως-όπως κάποια από τα λειτουργικά του έξοδα τα οποία δεν μπορεί, προς το παρόν, να καλύψει μέσα από τα πενιχρά του εισοδήματα.
- Ερώτημα: Κατέστη το χρέος του Λουκά βιώσιμο μετά από αυτό το κούρεμα;
- Απάντηση: Εξαρτάται από το εάν τα επόμενα χρόνια το εισόδημά του επαρκεί για να επιβιώνει ώστε να εργάζεται ώστε να έχει εισοδήματα ώστε και να επιβιώνει και να αποπληρώνει τα δανεικά του (στην πρώτη και στην δεύτερη τράπεζα).
Ως εδώ νομίζω ότι όλοι μας μπορούμε να συμφωνήσουμε, ανεξάρτητα του αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με την σύναψη της εν λόγω δανειακής συμφωνίας. Η διαφωνία μας έγκειται στο εάν η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι εν δυνάμει καταφατική ή αρνητική. Ας μην αφεθούμε όμως ακόμα στην διαφωνία. Ας προσπαθήσουμε για λίγο ακόμα να παραμείνουμε στο πλαίσιο του «κοινού τόπου», της κοινής ανάλυσης της κατάστασης.
Στην υποθετική περίπτωση του Λουκά, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ένδειξη για το κατά πόσον το χρέος τους κατέστη βιώσιμο ή όχι από την συμφωνία κουρέματος. Είναι η εξής: Η αξία των νέων γραμματίων των €32 χιλιάδων (που ανέλαβε ο Λουκάς ως μέρος της συμφωνίας του με την αρχική τράπεζα)!  Αυτά τα γραμμάτια αποτελούν, μην ξεχνάμε, περιουσιακό στοιχείο για την τράπεζα που τα κατέχει. Έχουν αξία καθώς ο κάτοχος ενός τέτοιου γραμματίου έχει «λαμβάνειν» από τον Λουκά. Εφόσον η «αγορά» πιστεύει πως το χρέος του Λουκά έχει καταστεί βιώσιμο, η τράπεζα θα μπορούσε να τα πουλήσει σε ιδιώτες επενδυτές άμεσα σε τιμή πολύ κοντά στην ονομαστική τους αξία. Γιατί να τα αγοράσουν οι επενδυτές; Επειδή δίνουν, σε μια εποχή ελάχιστων επιτοκίων, επιτόκιο πάνω από 3%. Αν οι επενδυτές πίστευαν ότι το χρέος του Λουκά είναι πλέον βιώσιμο, κάθε ένα από αυτά τα γραμμάτια ονομαστικής αξίας π.χ. €100 θα έπρεπε να πωλείται προς €100 (ίσως και περισσότερο αν οι επενδυτές δεν μπορούν να βρουν επιτόκια πάνω από 3% σε άλλες μορφές «σίγουρων» επενδύσεων). Με άλλα λόγια, κι εδώ δεν χωρά η μεταξύ μας διαφωνία, μια ένδειξη του πόσο βιώσιμο είναι πλέον το χρέος του Λουκά δεν είναι άλλη από την απόκλιση της τιμής που είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν οι ιδιώτες για ένα από αυτά τα γραμμάτια των €100 από τα… €100. Όταν αυτή η απόκλιση είναι μηδενική τότε συμπεραίνουμε ότι η «αγορά», οι ιδιώτες, κρίνουν συλλογικά πως ο Λουκάς μπορεί να εξυπηρετήσει το μετά το «κούρεμα» χρέος του. Αν όμως τα γραμμάτια των €100 δεν μπορούν να πωληθούν για πάνω από €50, τότε έχουμε ένα δεύτερο ντε φάκτο «κούρεμα» που προκύπτει, ουσιαστικά, από την εκτίμηση των ιδιωτών ότι η πιθανότητα μη αποπληρωμής των νέων γραμματίων του Λουκά φτάνει το 50%.
Έως εδώ συμφωνούμε όλοι. Σε αυτό το σημείο αρχίζουν οι διαφορετικές ερμηνείες. Η κυβέρνηση λέει ότι το επιχειρούμενο κούρεμα (εφόσον ευοδωθεί πλήρως) θα καταστήσει το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Το ίδιο λένε (επισήμως) και οι Ευρωπαίοι ηγέτες μας (αν και κανείς τους δεν το πιστεύει, ούτε και επαναλαμβάνει αυτή την πρόβλεψη όταν οι κάμερες και τα μικρόφωνα είναι σβηστά). Οι αγορές τι λένε; Δηλώνουν ότι οι πιθανότητες αποπληρωμής του νέου χρέους δεν ξεπερνούν το 20%! Μάλιστα, φίλες και φίλοι. Τα νέα γραμμάτια (ή ομόλογα), του αγγλικού μάλιστα Δικαίου (το οποίο υποτίθεται ότι εξασφαλίζει καλύτερα του δανειστές του ελληνικού δημοσίου), αυτή την στιγμή αξιολογούνται στις διεθνείς αγορές σε τιμές που βρίσκονται κοντά στο 15% της ονομαστικής τους αξίας.
Ποιος νομίζετε ότι έχει δίκιο; Οι αγορές ή ο κ. Βενιζέλος; Προσωπικά, δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην κρίση των αγορών (μην ξεχνάμε ότι μέχρι πρόσφατα αξιολογούσαν το ελληνικό χρέος ως περίπου αξιόπιστο). Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να πω ότι μάλλον οι αγορές έχουν δίκιο. Γιατί; Επειδή ο κ. Βενιζέλος, για να βγει σωστός, θα πρέπει να πετύχει έναν άθλο που κανείς υπουργός οικονομικών στην οικονομική ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει πετύχει: την αναστροφή της μεγέθυνσης του ΑΕΠ από το -7,5% στο +2% εντός μηνών και μάλιστα σε μια περίοδο βάναυσης μείωσης των δημόσιων δαπανών και εσόδων.
Προς τι η μακρά διαπραγμάτευση;
Κυβέρνηση και ΕΕ αναφέρθηκαν χτες στην ικανοποίησή τους που οι μακρές διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της ελληνικού κράτους κατέληξαν σε συμφωνία και στην «αποφυγή της χρεοκοπίας της Ελλάδας». Πρόκειται περί ενδιαφέροντος πειράματος με τα όρια της γλώσσας, με την ικανότητα των πολιτικών να ωθούν στα άκρα την έννοια των λέξεων. Με το αζημίωτο βέβαια. Επιτρέψτε μου μερικά σχόλια που ελπίζω να είναι διαφωτιστικά:
Πρώτον, η χρεοκοπία είναι γεγονός. Αυτό δεν το λέω επιτιμητικά. Οι αναγνώστες των άρθρων μου γνωρίζουν ότι δεν έχω κάποια φετιχιστική απέχθεια προς την χρεοκοπία. Την θεωρώ ένα δυσάρεστο μεν αλλά απαραίτητο (σε κάποιες στιγμές) φαινόμενο στο πλαίσιο των κοινωνιών της αγοράς. Το μόνο που λέω είναι ότι όταν κάτι μοιάζει με πτώχευση, μυρίζει σαν πτώχευση, έχει όλα τα ποσοτικά χαρακτηριστικά και την γεύση της πτώχευσης, τότε μπορεί και να είναι… πτώχευση. Στην περίπτωσή μας, οι ιδιώτες που δάνεισαν το ελληνικό δημόσιο έχασαν περί το 85% της διαχρονικής αξίας των χρημάτων που είχαν λαμβάνειν από το κράτος μας. (**) Ακόμα και οι δανειστές της Lehman έλαβαν από την πτωχευμένη εταιρεία μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό. Το ίδιο και οι δανειστές της Αργεντινής μετά την πτώχευσή της. Η μόνη διαφορά είναι ότι στην περίπτωση του ελληνικού δημοσίου η ΕΕ αποφάσισε ότι η Ελλάδα θα πτωχεύσει αλλά ότι δεν θα επιτραπεί να ειπωθεί ότι πτώχευσε. Τόσο απλά και Οργουελιανά.
Δεύτερον, αυτή η απόφαση να ονομαστεί δια «νόμου» το κρέας (βλ. πτώχευση) ψάρι (βλ. PSI) είχε ως σκεπτικό την μη ενεργοποίηση των ασφαλίστρων CDS που είχαν αγοράσει όσοι ήθελαν είτε να ποντάρουν στην πτώχευση του ελληνικού δημοσίου, είτε να διασφαλίσουν τα νώτα τους αφού επένδυαν σε ελληνικά ομόλογα. Η αγωνία των «αρχών», Ευρώπης αλλά και Αμερικής, ήταν ότι η πυροδότηση των CDS θα έθετε σε κίνδυνο τις ανόητες τράπεζες που τα εξέδωσαν (χωρίς να έχουν τα χρήματα να τα καλύψουν εφόσον ενεργοποιηθούν). Όμως σήμερα διαβάζουμε ότι το ποσοστό συμμετοχής στο «κούρεμα», στο PSI, θα ξεπεράσει το 95% με την ενεργοποίηση των ρητρών εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου – δηλαδή τον «εξαναγκασμό στην εθελοντική συμμετοχή» όσων δεν συμμετείχαν εθελοντικά. (Ο Orwell κάπου εδώ ετοιμάζεται να αναστηθεί για να μας πάρει στο κυνήγι!) Αν αυτό δεν πυροδοτήσει τα CDS τότε αυτό σημαίνει ότι η επιτροπή που αποφασίζει την πυροδότησή τους απλά δεν θα την αποφασίσει ποτέ, καθώς αποτελείται από τους ίδιους τραπεζίτες που θα πληγούν αν πυροδοτηθούν τα CDS!
Άρα, προς τι όλη η πολύμηνη διαπραγμάτευση; Γιατί η πτώχευση του ελληνικού δημοσίου να αποτελέσει αντικείμενο συνομιλιών, διαβουλεύσεων, και ατελείωτων συζητήσεων με τον κ. Dallara (τον εκπρόσωπο των τραπεζιτών); Ποιος ο λόγος να αντιμετωπιστούν τα ασφαλιστικά ταμεία που ήταν υποχρεωμένα να δανείζουν το κράτος μας ως ίσα κι όμοια με τους ανόητους τραπεζίτες (ιδίως της Βόρειας Ευρώπης) που επέλεγαν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα; Από την στιγμή που και το «κούρεμα» ήταν μεγάλο, επιπέδου παταγώδους πτώχευσης, και τα CDS θα πυροδοτηθούν (ή όχι) ανεξάρτητα από τις συνομιλίες αυτές, δεν υπήρχε κανένας λόγος διαπραγματεύσεων με τους τραπεζίτες. Τρόικα και ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να αποφασίσουν ερήμην των δανειστών του ελληνικού δημοσίου το βάθος και την κατανομή του κουρέματος ανά περίπτωση (από μεγάλο κούρεμα για hedge funds μέχρι μηδενικό για το ΙΚΑ). Το ότι δεν το έκαναν έχει μόνο μια εξήγηση: την αγωνία των πολιτικών μας, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, να διατηρήσουν ανέπαφες τις πολύ καλές τους σχέσεις με τους (πτωχευμένους) τραπεζίτες, ιδίως της Εσπερίας.
Επίλογος
Ένα «κούρεμα» το οποίο πριν δύο χρόνια θα ήταν λυτρωτικό, σήμερα αποτελεί μέρος όχι της λύσης αλλά του προβλήματος. Παρατείνει την ήδη αδυσώπητα μακρά περίοδο στην διάρκεια της οποίας η οικουμένη βάζει στο ελληνικό κράτος την ταμπέλα «Προσεχώς Πτώχευση». Πολλοί αφήνουν να εννοηθεί ότι το «κούρεμα» που επετεύχθη ναι μεν αφήνει πολλά προβλήματα άλυτα αλλά τουλάχιστον κερδίζουμε, ελέω PSI, λίγο περισσότερο χρόνο μέχρι να αλλάξει πολιτική η ΕΕ (πιθανόν με μια ήττα Σαρκοζύ στις επικείμενες προεδρικές εκλογές στην Γαλλία). Τους απαντώ ότι  πλανώνται.
Η ανταλλαγή ομολόγων δεν είναι παιχνίδι. Τα νέα ομόλογα αγγλικού δικαίου βάζουν την χώρα μας σε μια απίστευτη περιπέτεια: Αποτελούν χρέος το οποίο δεν θα μπορούμε να αποπληρώσουμε και το οποίο δεν θα δικαιούμαστε να μην αποπληρώσουμε. Αντ’ αυτού θα έπρεπε να εισηγηθούμε στην ΕΕ μια απλή εναλλακτική λύση: Να διαγραφεί το 100% αυτών των χρεών (αντί για το 85% που μόλις «κουρεύτηκε») και, σε αντάλλαγμα, το ελληνικό δημόσιο να μην πάρει ούτε ένα ευρώ από τους εταίρους μας για κάλυψη των τρεχουσών αναγκών του ελληνικού δημοσίου. Έτσι, η δημοσιονομική προσαρμογή θα ήταν πιο ήπια από την λαίλαπα που έρχεται, το χρέος μας θα ήταν λιγότερο αβάστακτο απ’ ότι με το PSI, και ο χρόνος που θα δινόταν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη (έως ότου η τελευταία επανασχεδιάσει το ευρωσύστημα) περισσότερος.
(*) Ένα παράδειγμα «καλού» κουρέματος χρέους ήταν εκείνο της General Motors το 2009: 90% των δανείων διαγράφηκαν, νέα αναπτυξιακά δάνεια δόθηκαν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για επενδύσεις σε νέες μονάδες παραγωγής και, έτσι, η General Motors όχι μόνο επιβιώνει αλλά και αναπτύσσεται γοργά. Ένας από τους πιστωτές της, το συνδικάτο των εργαζόμενων (που έγινε ντε φάκτο πιστωτής καθώς  η εταιρεία χρώσταγε συντάξεις και μισθούς στα μέλη του), έχοντας αποδεχθεί αυτό το «γενναίο κούρεμα», τελικά βγήκε κερδισμένο (σε σχέση με το τι οφέλη θα λάμβανε αν απόρριπτε το κούρεμα του 90%) επειδή δέχθηκε να αποπληρωθεί με μετοχές της εταιρείας.
(**) Το επίσημο κούρεμα επί της ονομαστικής αξίας συμφωνήθηκε τελικά στο 53%. Ένα ακόμα 32% επαναδανείστηκε στο κράτος με επιτόκια όμως χαμηλότερα από τα αρχικά. Έτσι, η επί πλέον απώλεια αυτών των τόκων ανεβάζει το ποσοστό του «κουρέματος» στο 75% της διαχρονικής αξίας των δανείων. Τώρα που τα νέα ομόλογα (ή γραμμάτια) που πήραν οι δανειστές του δημοσίου χάνουν μέχρι και το 85% της διαχρονικής τους αξίας (καθώς μεταπωλούνται σε τιμές κοντά στο 15% της ονομαστικής τους αξίας), το συνολικό ποσοστό πραγματικού «κουρέματος» αγγίζει το 85%.

ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Νίκος Κοτζιάς: Τι γίνεται – Πού μας πάνε, Τι θέλουμε



Οι «εταίροι» μας έχουν λάβει όλα τα μέτρα προκειμένου να μην έχει αρνητικές συνέπειες γι’ αυτούς ένα οποιοδήποτε πιστωτικό γεγονός στην Ελλάδα.
Νίκος Κοτζιάς: Τι γίνεται – Πού μας πάνε, Τι θέλουμε
Πριν από δύο χρόνια εκτίμησα ότι οι Γερμανοί της Μέρκελ –και όχι ασφαλώς όλοι οι Γερμανοί– σχεδίαζαν σειρά προστατευτικών για τους ίδιους μέτρα εις βάρος των δικών μας συμφερόντων. Μέτρα τα οποία εφαρμόστηκαν με τη συμβολή των ελληνικών κυβερνήσεων. Πιο συγκεκριμένα:


α) Τακτοποίησαν τα «του οίκου τους», ώστε τυχόν χρεοκοπία της Ελλάδας να μην έχει ισχυρές επιπτώσεις στη γερμανική οικονομία και στις τράπεζες. Ταυτόχρονα, μέσω αυτής της προστασίας, η Γερμανία ενίσχυσε τη διαπραγματευτική της θέση έναντι της Ελλάδας.

β) «Έδεσαν» τα δάνεια που είχαν δώσει στην Ελλάδα. Για το σκοπό αυτό μετακίνησαν ομόλογα που ήταν στην κατοχή ιδιωτικών τραπεζών και ασφαλιστικών ταμείων στην κεντρική τους τράπεζα, καθώς και στην ΕΚΤ. Με άλλα λόγια, μετέτρεψαν ιδιωτικά δάνεια σε κρατικά – αν και προσωπικά πιστεύω ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι δημόσιος φορέας, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά ιδιωτικοί θεσμοί και πρέπει να υπόκεινται στα «κουρέματα».

γ) Έθεσαν το ελληνικό χρέος υπό το αγγλικό Δίκαιο. Με αυτό τον τρόπο αφαιρέθηκε η δυνατότητα «κουρέματος» από το ελληνικό Κοινοβούλιο και, κατά συνέπεια, επέβαλαν δραστική μείωση της κυριαρχίας του. Τέλος, ακόμη και να χρεοκοπήσει η Ελλάδα δεν θα δύναται, πλέον, να μετατρέψει αυτά τα δάνεια στο δικό της νόμισμα.

δ) Εξασφάλισαν τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Πηγές που θα υπαχθούν ως εμπράγματες εγγυήσεις, ώστε ακόμη κι αν η χώρα χρεοκοπήσει, Γερμανοί και άλλοι να έχουν «λαμβάνειν».

ε) Διασφάλισαν ασυλία για όσους εκπρόσωπους ή συνεργάτες τους παραβίαζαν προς όφελος των συμφερόντων της τρόικας τον ελληνικό νόμο.

στ) Έστησαν μηχανισμούς ελέγχου και επιτήρησης του Ελληνικού Δημοσίου, των τραπεζών, καθώς και της ίδιας της χρήσης του προϋπολογισμού.

ζ) Προωθούν αλλαγές στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, επιβάλλοντας μια Ευρώπη των ποινών, της τιμωρίας και της κυριαρ χίας του γερμανικού μοντέλου οικονομικής διακυβέρνησης.

η) Προσπαθούν, τέλος, να αποτρέψουν τις εκλογές όσο «τρέχουν» οι διαδικασίες για τις προηγούμενες δεσμεύσεις.

Σε αυτούς τους οχτώ στόχους προστέθηκε η δημιουργία ενός ταμείου στο οποίο θα πηγαίνουν αρχικά τα δάνεια, ώστε να χρησιμοποιούνται μόνο για αποπληρωμή προηγούμενων δανείων – μέχρι σήμερα αυτό αφορούσε στο 86,7% του ποσού των δανείων, το υπόλοιπο πήγαινε κύρια στους τραπεζίτες. Το χειρότερο και δυσμενέστερο είναι ότι αυτό το ταμείο θα είναι ειδικής χρήσης. Οι Γερμανοί αποσκοπούν να επιβάλουν διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες ακόμη κι αν το ελληνικό κράτος δεν λαμβάνει πλέον δάνεια, θα υποχρεούται τα όποια έσοδά του να τα χρησιμοποιεί πρωταρχικά, αν όχι και αποκλειστικά, για την εξυπηρέτηση του διεθνούς δανείου. Με άλλα λόγια, δηλαδή, να παραβιάσει το ελληνικό κράτος όλους τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και του Συντάγματος, σύμφωνα με τους οποίους το πρώτιστο καθήκον ενός κράτους είναι να εξυπηρετεί τις ανάγκες των δικών του πολιτών και όχι τρίτων, όπως είναι οι δανειστές.

Θα μπορούσα να παραθέσω κι άλλες επιλογές της Γερμανίας και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες επιβλήθηκαν μέσω της ελληνικής κυβέρνησης και της πρόσφατης ψηφοφορίας στη Βουλή για το Μνημόνιο 2 και το PSI. O χώρος δεν μου το επιτρέπει. Το συμπέρασμα, όμως, παραμένει το ίδιο: Οι «εταίροι» μας, και πριν απ’ όλους η Γερμανία, έχουν λάβει όλα τα δυνατά μέτρα προκειμένου να μην έχει αρνητικές συνέπειες γι’ αυτούς ένα οποιοδήποτε πιστωτικό γεγονός στην Ελλάδα. Δηλαδή, εξαρχής προέβλεπαν τη χρεοκοπία της Ελλάδας κι εκείνο που έκαναν ήταν να βγάλουν... κι απ' τη μύγα ξίγκι, και κάθε άλλο παρά θυσιάζονται για την Ελλάδα, όπως παριστάνουν ότι πιστεύουν ορισμένοι Έλληνες πολιτικοί. 


Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Βαρουφάκης-Δεσμευμένοι ελευθεριάζοντας


Photo: Harri_1970
Photo: Harri_1970
1 εικόνα
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, λίγο μετά το Κραχ του 1929 που άλλαξε βίαια τον κόσμο, ξεκίνησε μια τιτάνια διαμάχη μεταξύ φιλελεύθερων οικονομολόγων για το τι είχε συμβεί και τι έπρεπε να γίνει για να καταπολεμηθεί η Κρίση. Σήμερα, το δικό μας 1929 (το Κραχ του 2008-12), έχει ξαναφέρει στο προσκήνιο την ίδια περίπου συζήτηση διεθνώς. Άλλη μια φορά απόψεις του φιλελεύθερου Keynes συγκρούονται αλύπητα με τις αντίθετες απόψεις του φιλελεύθερου Hayek. Από την μία έχουμε φιλελεύθερους που θεωρούν, όπως ο Hayek, ότι η λύση βρίσκεται στο να αφεθεί η αγορά να λειτουργήσει όπως μόνο εκείνη μπορεί (με μειώσεις τιμών και μισθών που θα φέρουν την ανάκαμψη των ποσοτήτων και της απασχόλησης) και από την άλλη έχουμε φιλελεύθερους που θεωρούν, όπως ο Keynes, ότι χωρίς συντονισμένη από το κράτος επενδυτική πολιτική οι αγορές θα παραπαίουν με τεράστιο κόστος για όλους.
Ο λόγος που έκρινα σκόπιμο να γράψω τα παρακάτω είναι ότι στο Μνημονιστάν που ζούμε, ή λατινιστί Bailoutistan (*), η συζήτηση αυτή παίρνει μια πολύ περίεργη μορφή (αν θέλετε μια αγγλική έκδοση του παρόντος, πατήστε εδώ). Μια μορφή που αντανακλά βασικές κακοήθειες της ελληνικής πραγματικότητας. Σήμερα θα επικεντρωθώ στους έλληνες οπαδούς μίας εκ των δύο αυτών σχολών: σε εκείνους που εμπνέονται από τον φιλελεύθερο Hayek (μεταξύ άλλων, όπως π.χ. ο von Mises). Και θα θέσω ερωτήματα σχετικά με την συνέπεια των λόγων τους με την σκέψη και στάση του Hayek.
Πριν φτάσουμε όμως εκεί, ας θυμηθούμε την τιτάνια διαμάχη των δύο ανδρών που ξεκίνησαν αυτή την συζήτηση στις σκοτεινές μέρες του Μεσοπόλεμου.
Hayek εναντίον Keynes
Λίγο μετά το Κραχ του 1929, ο John Maynard Keynes, ο φιλελεύθερος καθηγητής οικονομικών στο Cambridge, έσπασε το πιο ισχυρό ταμπού του επαγγέλματος των πανεπιστημιακών οικονομολόγων της εποχής: Ήρθε σε ρήξη με την άποψη του Βρετανικού Υπουργείου Οικονομικών που θεωρούσε δεδομένο πως μια οικονομία σε βαθειά ύφεση θα ανακάμψει αυτόματα. Ότι, εφόσον μειωθούν οι μισθοί και τα επιτόκια «αρκετά», κάποια στιγμή θα αντιδράσουν δημιουργικά οι επιχειρηματίες αυξάνοντας την απασχόληση και τις επενδύσεις τους.
Η ένσταση του Keynes ήταν ότι, μετά από μία κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (όπως εκείνη του 1929 ή του 2008) που μετατρέπεται σε ύφεση της πραγματικής οικονομίας, είναι πολύ πιθανόν η παραγωγή, οι επενδύσεις και τα εισοδήματα να «κλειδωθούν» σε πολύ χαμηλά επίπεδα – σε μια «κακή» ισορροπία από την οποία καμία μείωση μισθών και επιτοκίων δεν μπορεί να βοηθήσει την οικονομία να αποδράσει. Υπό αυτές της συνθήκες αποτελμάτωσης, υποστήριξε ο Keynes, η προσπάθεια μείωσης των δημόσιων ελλειμμάτων μέσα από περικοπές δημόσιων δαπανών, και μείωσης της ανεργίας μέσω μείωσης των μισθών, μόνο σε αυτό-γκολ θα οδηγήσει τους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής. Γιατί; Επειδή η μείωση των δημόσιων δαπανών θα ενισχύσει την ύφεση, η μείωση των μισθών θα μειώσει κι άλλο την συνολική ζήτηση, τα φορολογικά έσοδα θα μειωθούν κι άλλο, η ανεργία θα φουντώσει και, έτσι, όλοι θα βγουν χαμένοι: εργαζόμενοι, δημόσιο, επιχειρηματίες.
Όλα αυτά σας είναι πλέον γνωστά και δεν σκοπεύω να εντρυφήσω περαιτέρω στην άποψη του Keynes. Απλά την παραθέτω ως εισαγωγή στην σκέψη του μεγάλου αντίπαλου του Keynes, του Friedrich von Hayek. Η παρέμβαση του Hayek ήταν και παραμένει σημαντική. Καθώς η κριτική του Keynes κέρδιζε έδαφος, όσο η άποψη του Υπουργείου Οικονομικών εξευτελιζόταν καθημερινά (όσο οι περικοπές μισθών και δαπανών αποτύγχαναν να τιθασεύσουν ελλείμματα και ανεργία), ο Hayek ήταν εκείνος που (α) εξαπόλυσε την ισχυρότερη κριτική εναντίον του Keynes (και της πολιτικής κρατικών παρεμβάσεων που υποστήριζε ο Keynes), και (β) παρουσίασε μια διαφορετική εξήγηση των αιτίων της Κρίσης αλλά και του τι πρέπει να γίνει.
Η διάγνωση του Hayek για τα αίτια της Κρίσης ήταν απλή: Οφείλονται σε περιόδους δημιουργίας φθηνού χρήματος από το χρηματοπιστωτικό σύστημα (τις τράπεζες ως επί το πλείστον) το οποίο διοχετεύεται σε τομείς, κλάδους, επιχειρήσεις και χώρες υψηλού ρίσκου. Αυτό που συμβαίνει, κατά τον Hayek, είναι ότι περίοδοι σταθερότητας ρίχνουν τα επιτόκια και έτσι οι τράπεζες αρχίζουν να θέλουν να δανείσουν σε επισφαλείς πελάτες για να τους χρεώνουν υψηλότερα επιτόκια. Αυτό δημιουργεί λογιών-λογιών φούσκες: Φούσκες επενδύσεων, φούσκες καταναλωτικές, φούσκες δημόσιου δανεισμού και δημόσιων έργων, φούσκες στα χρηματιστήρια. Οι φούσκες δημιουργούν αισιοδοξία, η αισιοδοξία αυξάνει τις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, αυτές με την σειρά τους αυξάνουν τα εισοδήματα, τα μεγαλύτερα εισοδήματα επιτρέπουν στους επισφαλείς πελάτες των τραπεζών να αποπληρώνουν τα δάνειά τους κ.ο.κ. έως ότου έρχεται η στιγμή της αλήθειας, σκάνε οι φούσκες και όλοι χρωστούν σε όλους χωρίς κανείς να μπορεί να πληρώσει.
Έως εδώ οι Hayek και Keynes δεν διαφωνούν. Η διαφωνία τους αρχίζει στο τι πρέπει να γίνει όταν οι φούσκες πλέον σκάσουν. Αντίθετα με τον Keynes που πίστευε ότι το κράτος πρέπει να αποτρέψει την αποτελμάτωση και την δημιουργία μιας «κακής» ισορροπίας, ο Hayek έκρινε ότι το Κραχ ήταν η Πραγματικότητα ενώ η πρότερη περίοδος Ανάπτυξης ήταν το Ψέμμα. Ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι «να αφήσουμε την ύφεση να κάνει την δουλειά της» - το σκληρό αλλά «θεάρεστο έργο» της. Και ποιο είναι αυτό το «θεάρεστο έργο» που επιτελεί η ύφεση; Καταστρέφει («ρευστοποιεί» ήταν το ρήμα που χρησιμοποιούσε ο Hayek) τα «κακά χρέη», διαλύει δηλαδή τα χρέη που χτίστηκαν ηλιθιωδώς την Εποχή του Ψέμματος και τα οποία δεν μπορούν πλέον να αποπληρωθούν. Κι αν αυτό σημαίνει ότι πολλοί θα υποφέρουν, τι να κάνουμε. Ας είναι. Όπως το επόμενο πρωί ενός κακού μεθυσιού το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να πάρουμε μια ασπιρίνη και να κάνουμε υπομονή, έτσι και με τα Κραχ: η ύφεση που τα ακολουθεί είναι επίπονη αλλά καθαρτική και πρέπει να την αφήσουμε να λειτουργήσει λυτρωτικά, χωρίς κρατικές παρεμβάσεις που θυμίζουν την προσπάθεια μετρίασης του πονοκέφαλου πίνοντας κι άλλα οινοπνευματώδη. Η πτώχευση του υπερχρεωμένων οργανισμών, επιχειρήσεων, νοικοκυριών, κρατών, είναι τραυματική αλλά απαραίτητη. Θυμίζει τον ρόλο της Κόλασης στο Χριστιανικό Δόγμα: δυσάρεστη αλλά μη εξαιρετέα.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να προσέξουμε μια ειδοποιό διαφορά του Hayek από όψιμους θιασώτες της αγοράς, όπως οι πολιτικοί της Βρετανίας τότε ή της ΕΕ σήμερα, οι οποίοι πασχίζουν, εν καιρώ Κρίσης, να χαϊδεύουν αυτιά. Εκεί που η επίσημη τοποθέτηση του Βρετανικού υπουργείου οικονομικών τότε, ή της ΕΕ σήμερα, ήταν ότι η μείωση των δημόσιων δαπανών και των μισθών θα μας επιστρέψει στην προ της Κρίσης ευημερία και θα βοηθήσει να αποπληρωθούν τα χρέη, ο Hayek δεν υπόσχεται τίποτα τέτοιο. Όταν του έλεγαν ότι η ύφεση, ακόμα και να αφεθεί να πράξει το «θεάρεστο καθήκον» της, μπορεί να μην πετύχει ποτέ να αναπληρώσει τα χαμένα εισοδήματα, ή να αποπληρώσει τα παλαιά και νέα χρέη, εκείνος σήκωνε τους ώμους του και έλεγε: αυτά έχει η ζωή! Ο λόγος πίσω από αυτή την στωικότητα ήταν, βέβαια, ότι ο ίδιος θεωρούσε την ανάπτυξη που προηγήθηκε του Κραχ κίβδηλη. Άρα, ρωτούσε: Γιατί να επιστρέψουμε εκεί μετά το Κραχ; Κι αν δεν επιστρέψουμε εκεί, που θα πάμε; Η απάντηση του Hayek ήταν αφοπλιστική: Δεν έχουμε ιδέα! Όχι μόνο δεν γνωρίζουμε αλλά, χειρότερα, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι, όπου και να καταλήξουμε, θα είναι «καλύτερα» από εκεί που θα βρεθούμε αν ακολουθήσουμε την πολιτική των μεγαλύτερων παρεμβάσεων ενός κράτους το οποίο, αρνούμενο την πραγματικότητα (ότι η πρότερη ανάπτυξη ήταν φούσκα, και ότι τα χρέη που χτίστηκαν πάνω της δεν μπορούν να αποπληρωθούν), δημιουργεί νέα χρέη και οικοδομεί ένα μέλλον χειρότερο από εκείνο που θα είχαμε αν (το κράτος) καθόταν στα αυγά του.
Ας αφήσουμε λοιπόν, προτείνει ο Hayek, την ύφεση και μια ακολουθία πτωχεύσεων να καθαρίσουν τον Κόπρο του Αυγείου που μας άφησε το φαγοπότι των περασμένων ετών. Ας αφήσουμε την αγορά να κάνει εκείνο που ξέρει καλύτερα: να παραγάγει το βέλτιστο από όλα τα εφικτά μέλλοντα μας σπάζοντας τις φούσκες και διαγράφοντας ανόητα χρέη.
Τι θα έλεγε ο Hayek για την Ελλάδα, σήμερα;
Όπως θα παρατηρήσατε από τα πιο πάνω, σκοπός μου δεν είναι να κρίνω την θεωρία του Hayek. Ούτε και να αναλωθούμε σε μια αντιπαράθεση του  Hayek με τον Keynes. Όχι, σκοπός μου είναι να εστιάσω (α) στο τι θα έλεγε ο Hayek σήμερα περί Μνημονίων κλπ και (β) στον περίεργο τρόπο με τον οποίο τα Μνημόνια «μετάλλαξαν» έλληνες φιλελευθέρους των οποίων η σκέψη έχει, υποτίθεται, επηρεαστεί από θεωρητικούς όπως ο Hayek.
Τι θα μας έλεγε λοιπόν ο Hayek σήμερα αν μπορούσε να μας στείλει μήνυμα από το υπερπέραν; Επιτρέψτε μου να ισχυριστώ ότι το μήνυμα αυτό θα περιείχε τουλάχιστον δύο εξηγήσεις της τραγικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα μας και η οποία απειλεί να την μετατρέψει σε κρανίου τόπον.
Η πρώτη εξήγηση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας
Ο Hayek, συνεπής με την εξήγησή του όλων των περιόδων ύφεσης, θα καταδείκνυε τις φούσκες που σχηματίστηκαν την περίοδο 1996-2008  λόγω υπερβολικής τραπεζικής πίστης τόσο προς τον ιδιωτικό όσο και προς τον δημόσιο τομέα. Αυτός ο οχετός πίστης (δανεισμού) σχημάτισε φούσκες στο χρηματιστήριο, στην αγορά ακινήτων, στον δημόσιο τομέα και στην αγορά εργασίας. Τα ποτάμια χρήματος που έρρεαν προς την Ελλάδα ώθησαν όλες τις τιμές στα ουράνια δημιουργώντας μια επίπλαστη «ανάπτυξη» που θα μετατρεπόταν σε κραχ με την ίδια σιγουριά που η μέρα δίνει την θέση της στην νύχτα. Και καθώς ο ρυθμός της επίπλαστης «ανάπτυξης», σε σύγκριση με τον πραγματικό παραγωγικό ιστό της οικονομίας, ήταν τόσο μεγάλος, το ίδιο βαρύγδουπη ήταν και η πτώση που ακολούθησε.
Συνεπώς, οι έλληνες πρέπει να αποδεχθείτε (είναι σαν να ακούω τον Hayek να μας λέει) ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από την «ρευστοποίηση» χάρτινων τίτλων (δηλαδή, να μάθουμε να ζούμε με χαμηλές τιμές μετοχών στο χρηματιστήριο), την ρευστοποίηση των αγροτικών εισοδημάτων (τουλάχιστον όσων αγροτών βασίζονται στην καλοσύνη των ευρωπαίων φορολογουμένων), την ρευστοποίηση των τιμών των ακινήτων (ενθυμούμενοι πως είχαμε φτάσει στο σημείο διαμερίσματα στο Κολονάκι να κοστίζουν ακριβότερα από lofts στην Νέα Υόρκη), την ρευστοποίηση της εργασίας (δηλαδή των θέσεων εργασίας που δεν παράγουν προϊόν αξίας αρκετής για να καλύψουν το κόστος τους) κλπ.
Η δεύτερη εξήγηση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας
Μετά την διάγνωση της ασθένειας, ο Hayek θα προέβαινε σε εντονότατη κριτική της θεραπείας που εφαρμόζεται εδώ και δύο χρόνια και, συγκεκριμένα, της προσπάθειας να αποφευχθεί η στάση πληρωμών, το default, του ελληνικού δημοσίου απέναντι στους δανειστές του εντός της ευρωζώνης. Ο Hayek, για να το πω σκληρότερα, θα αναθεμάτιζε την ιδέα νέου κρατικού δανεισμού σε πτωχευμένο κράτος για να αποπληρωθούν τα παλαιά και νεότερα δανεικά. Θυμηθείτε την άποψή του ότι όλα τα «κακά χρέη» πρέπει να «ρευστοποιηθούν», δηλαδή να διαγραφούν, καθώς (α) δεν είναι δυνατόν να αποπληρωθούν και (β) είναι απαραίτητο, μετά το Κραχ, να τιμωρηθούν ανάλογα τόσο αυτοί που τα πήραν όσο και εκείνοι που τα έδωσαν. Γιατί λοιπόν να ρευστοποιηθούν όλα τα «κακά χρέη» εκτός από εκείνα του δημοσίου; Για τον Hayek απάντηση σοβαρή δεν υπάρχει. Μήπως όμως ο ίδιος ο Hayek θα άλλαζε γνώμη επειδή η Ελλάδα βρίσκεται στην ευρωζώνη, δηλαδή σε μια νομισματική ένωση που στις μέρες του δεν υπήρχε ακόμη; Μήπως το γεγονός ότι σήμερα υπάρχει το ευρώ, και η Ελλάδα είναι μέλος του, εξαιρεί το δημόσιο χρέος μιας χώρας-μέλους από το επιχείρημα του υπέρ της ρευστοποίησης των «κακών χρεών»;
Πριν απαντήσω, αξίζει τον κόπο να ρίξουμε μια ματιά στην αμφίθυμη σχέση του Hayek με την ιδέα ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος υπό την αιγίδα μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Γνωστός πολέμιος των Κεντρικών Τραπεζών (**), ο Hayek είχε τα εξής να πει για το ευρώ που τελικά προέκυψε:
«Αν και κατανοώ πλήρως την επιθυμία για την ολοκλήρωση της Δυτικής Ευρώπης μέσα από την απόλυτη ελευθερία των χρηματικών ροών μεταξύ των χωρών της, διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις για την επίτευξη αυτού του σκοπού μέσω της δημιουργίας ενός νέου ευρωπαϊκού νομίσματος το οποίο θα διαχειρίζεται μία υπερ-εθνική αρχή. Πέραν του ότι το βρίσκω απίθανο να συμφωνήσουν τα κράτη-μέλη σε μια κοινή νομισματική πολιτική την οποία θα ασκεί η υπερεθνική αρχή,… δεν μου φαίνεται καθόλου πιθανόν η διαχείριση του κοινού νομίσματος να είναι καλύτερη απ’ ότι η διαχείριση των σημερινών εθνικών νομισμάτων.»
Ο Hayek τελικά αποδέχθηκε το ευρώ ως μέρος της προσπάθειας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, χωρίς βέβαια να σταματήσει ποτέ να διατυπώνει τις επιφυλάξεις του – π.χ. την άποψη ότι είναι δύσκολη η συμβίωση σταθερών νομισμάτων και κυβερνητικών πολιτικών, που στόχο έχουν την επιβίωση των κομμάτων που τις στηρίζουν! Πάντως όπως και να ερμήνευε τις προσπάθειες της κας Merkel, του κ. Sarkozy και του κ. Draghi να «σώσουν» το ευρώ, ένα πράγμα δεν τελεί υπό αμφισβήτηση: Ο Friedrich von Hayek θα φύλαγε τα πιο δηλητηριώδη σχόλιά του για τις προσπάθειες των ευρωπαίων ηγετών να επιλύσουν το πρόβλημα του χρέους χωρών όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία δημιουργώντας μια νέα κατηγορία τοξικού χρέους (θυμηθείτε τα τοξικά ευρωομόλογα του EFSF) που στόχο έχει την (αδύνατη) εξυπηρέτηση «κακών χρεών» του ένοχου παρελθόντος με κόστος την υποθήκευση του μέλλοντος όλης της Ευρώπης.
Εν κατακλείδι, αν και δεν είναι ξεκάθαρο αν σήμερα ο Hayek θα πρότεινε την  διατήρηση της ευρωζώνης ως έχει ή όχι, είναι απόλυτα σίγουρο ότι θα επιχειρηματολογούσε έντονα και καταλυτικά υπέρ της «ρευστοποίησης» των «κακών χρεών» των τραπεζών και των κρατών-μελών. Ένα ολοκληρωτικό default (όχι απλώς στάση αλλά κατάργηση πληρωμών) θα ήταν, στα μάτια του Hayek, η μοναδική ατραπός που δεν έρχεται σε αντίθεση με το όραμά του όσον αφορά τα μεγάλα ζητήματα της ευρωζώνης. Ένα όραμα που θα τον έθετε σε πορεία σύγκρουσης με την λογική των δανειακών πακέτων «διάσωσης» καθώς και με την πρακτική της ΕΚΤ που πρόσφατα τύπωσε περίπου €1 τρις φρέσκου χρήματος με σκοπό τον δανεισμό των πτωχευμένων τραπεζών.
Η περίεργη περίπτωση των ελλήνων libertarians-οπαδών του Hayek
Στην Ελλάδα υπάρχουν φιλελεύθεροι συμπατριώτες μας που έχουν επηρεαστεί ιδιαίτερα από την σκέψη του Friedrich von Hayek, του συμπατριώτη του Lutwig von Mises, του αμερικανού Robert Nozick, και γενικότερα της σχολής σκέψης που στις αγγλοσαξονικές χώρες είναι γνωστή ως libertarians (ελευθεριάζοντες). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Δράση του κ. Σ. Μάνου και της κας Μ. Ξαφά οι οποίοι, με συνέπεια, εδώ και καιρό (πολύ πριν την Κρίση) αρθρώνουν λόγο που διακατέχεται από την σκέψη του Hayek. Όμως, από τότε που το ελληνικό δημόσιο πτώχευσε, και ήρθαν τα απανωτά Μνημόνια, αυτή η μικρή αλλά με σημαντικό ειδικό βάρος, και πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις, πολιτική παράταξη μετετράπη σε μια «περίεργη περίπτωση».
Τι το «περίεργο» την χαρακτηρίζει; Το εξής: Ενώ οι έλληνες ελευθεριάζοντες διατηρούν την προσήλωσή τους στην θυμωμένη ανάλυση του Hayek όσον αφορά την «πρώτη εξήγηση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας», από τότε που μας ήρθε το Μνημόνιο τελούν υπό πλήρη και βαθειά άρνηση όσον αφορά την «δεύτερη εξήγηση» που θα έδινε ο μεγάλος Αυστριακός γκουρού τους.
Τους ακούω και τους διαβάζω, με πολλή μάλιστα προσοχή, να μεταδίδουν το μήνυμα του Hayek ότι, στο Μνημονιστάν μας (και ιδίως στην Ελλάδα), δεν υπάρχει επιλογή πέραν την «ρευστοποίησης» των τιμών των μετοχών, των επιδοτούμενων αγροτικών εισοδημάτων, των τιμών των ακινήτων, των περισσότερων δημόσιων οργανισμών, και βέβαια ενός μεγάλου τμήματος των υπαρχουσών θέσεων εργασίας. Μιλούν ευθαρσώς για την ανάγκη μεγάλης μείωσης του εθνικού και προσωπικού εισοδήματος έως ότου τα εισοδήματα πιάσουν «πάτο», έρθουν δηλαδή στο ίδιο επίπεδο με την παραγωγική ικανότητα της χώρας. (Προφανώς θεωρούν ακόμα και το σημερινό επίπεδο εισοδήματος πολύ υψηλό, φούσκα που δεν έχει ακόμα ξεφουσκώσει ικανοποιητικά, και που έχει ακόμα κι άλλο «αέρα» να δώσει έως ότου βρεθούμε στην «ισορροπία».) Όμως, την ίδια ακριβώς στιγμή, την μία φούσκα, το ένα «κακό χρέος», που δεν είναι διατεθειμένοι να δούνε να «ρευστοποιείται» είναι το δημόσιο χρέος. Γιατί αυτή η εξαίρεση;
Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι θεωρούν την ελληνική περίπτωση μια «ιδιαιτερότητα» εντός της οποίας τα διδάγματα του Hayek αφορούν τα πάντα εκτός του δημόσιου χρέους. Πράγματι, αν τους ρωτήσουμε, είναι πιθανότατο να μας απαντήσουν με τρόπο που να υπονοεί εμμέσως πλην σαφώς πως έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στις ελληνικές ελίτ, στον ίδιο τους τον εαυτό, να ηγηθούν των μεταρρυθμίσεων που θα προκύψουν μέσα από τις «ρευστοποιήσεις» που, όπως επέμενε ο Hayek, αποτελούν την μόνη «λύση». Και από την στιγμή που δεν πιστεύουν ότι η ελληνική κοινωνία θα τους δώσει την ευκαιρία να ηγηθούν αυτής της μέσω-ρευστοποιήσεων-μεταρρύθμισης, εναποθέτουν όλες τους τις ελπίδες στις υπερ-εθνικές ελίτ (π.χ. τρόικα). Υπό αυτό το πρίσμα, αν για να ασχοληθούν οι υπερ-εθνικές ελίτ με την Ελλάδα [και να θέσουν σε λειτουργία στο εσωτερικό της χώρας (ίσως και με την επιστράτευση των εγχώριων θιασωτών του Hayek) τον απαραίτητο συνδυασμό «ρευστοποιήσεων» και «μεταρρυθμίσεων»] χρειάζεται η αποδοχή ότι το δημόσιο χρέος θα είναι η μοναδική φούσκα (απομεινάρι της προ του Κραχ εποχής) που δεν θα ρευστοποιηθεί (ώστε να μην θυμώσουν οι ξένες τράπεζες που στηρίζουν, και στηρίζονται από, τις υπερ-εθνικές ελίτ), τότε ίσως να αξίζει να θυσιαστεί η αρχή του Hayek για την «ρευστοποίηση» όλων των «κακών χρεών».
Απελπισμένες σκέψεις οδηγούν σε απελπισμένες παραδοχές. Όσο όμως απελπισμένοι και να είναι οι εγχώριοι οπαδοί του Hayek, πρέπει κατά βάθος να κατανοούν ότι ο Αυστριακός θεωρητικός που τους καθοδηγούσε ως τώρα δεν θα τους συγχωρούσε αυτή την απελπισμένη παράδοση στην λογική των Μνημονίων: ο κατ’ εξοχήν πολέμιος των κρατικών παρεμβάσεων που στόχο έχουν την διατήρηση μη διατηρήσιμων χρεών και τιμών, δεν θα συγχωρούσε την υποστήριξη Μνημονίων που φορτώνουν νέα δημόσια τοξικά χρέη στις ήδη υπάρχουσες δημοσιονομικές φούσκες του ευρωζωνικού γίγνεσθαι.
Επίλογος
Αναρωτιούνται κάποιοι γιατί έντιμοι άνθρωποι και πολιτικοί σχηματισμοί με ελευθεριάζουσες απόψεις (που για τη  πλειοψηφία δεν φαντάζουν πιο ακραίες από εκείνες αριστερών κομμάτων, ή του ΛΑΟΣ), δεν κατάφεραν να ανεβάσουν τα ποσοστά τους πάνω από το 1%. Η απάντηση είναι διττή. Πρώτον, οι ιδέες τύπου Hayek φοβίζουν καθώς προδιαγράφουν δάκρυα και αίμα χωρίς να υπόσχονται την επιστροφή στην ανάπτυξη (δείτε τα χαμηλά ποσοστά του Ron Paul στις ΗΠΑ σήμερα). Δεύτερον, και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία στην χώρα μας, λόγω ενός σιωπηλού Φαουστιανού Συμφώνου μεταξύ (α) των πιο προβεβλημέων ελευθεριαζόντων Χαγιεκικών του Μνημονιστάν και (β) της τρόικας. Ένα «Σύμφωνο» το οποίο επιλέγουν οι ελευθεριάζοντες της Περιφέρειας να τους αυτο-δεσμεύει στην πολιτική παχυλών νέων δανείων σε πτωχευμένα κράτη και τράπεζες με αντάλλαγμα (που ελπίζουν ότι θα πάρουν) την προνομιακή τους πρόκριση από τις υπερεθνικές ελίτ ως διαχειριστές της εσωτερικής «ρευστοποίησης» των πάντων – πλην του δημόσιου χρέους.
Θυμάστε, πιστεύω, το επεισόδιο όπου ο Sherlock Holmes έλυσε ένα από πολλά μυστήρια επειδή πρόσεξε ότι ένας σκύλος δεν γαύγισε. Το αίνιγμα εδώ λύνεται με τον ίδιο λίγο-πολύ τρόπο: Το σχετικό ερώτημα είναι «Ποια φούσκα δεν σκάει;» «Γιατί οι έλληνες οπαδοί του Hayek Ελλάδα εξαιρούν το δημόσιο χρέος από τον κατάλογο των υπό «ρευστοποίηση» περιουσιακών στοιχείων;» «Γιατί οι ιρλανδοί σύντροφοί τους εξαιρούν τα χρέη των ιδιωτικών τραπεζών τους;» «Δεν καταλαβαίνουν ότι ο Hayek δεν θα δικαιολογούσε τέτοιες εξαιρέσεις, ιδίως δεδομένου ότι οι εξαιρούμενες φούσκες είναι οι μεγαλύτερες και η μη «ρευστοποίησή» τους αναιρεί το «θεάρεστο έργο» της Κρίσης;» Μια πιθανή απάντηση είναι το Φαουστιανό Σύμφωνο στο οποίο ήδη αναφέρθηκα. Δεν αρκεί όμως για να εξηγήσει αυτή την ιδεολογική και θεωρητική σύγχυση. Στην περίπτωση τόσο της Ελλάδας όσο και της Ιρλανδίας υπάρχει μία ακόμα εξήγηση: η πολύ «κοντινή» σχέση μεταξύ κάποιων εκ των ηγετικών στελεχών αυτής της σχολής σκέψης με τις τράπεζες των οποίων οι μεγαλομέτοχοι θα «ρευστοποιηθούν» άνευ Μνημονίων.
Με άλλα λόγια, τα Μνημόνια της ευρωζώνης (όχι μόνο στην Ελλάδα) έχουν κι άλλο ένα θύμα το οποίο έως τώρα έχει περάσει απαρατήρητο: την ιδεολογική ακεραιότητα της μόνης δεξιόστροφης πολιτικής παράταξης που έχει να προσφέρει σημαντικές ιδέες όσον αφορά τα αίτια και την φύση της Κρίσης. Η τοξικότητα των Μνημονίων έχει διαβρώσει την ιδεολογική εντιμότητα της «σχολής» που έως τώρα αποτελούσε το τελευταίο προπύργιο καθαρής σκέψης στο οποίο κατέφευγαν για να εμπνευστούν, στις δύσκολες στιγμές τους, οι ευρωπαϊκές ελίτ.  Ίσως αυτό να εξηγεί γιατί κόμματα του χώρου, όπως η Δράση, αδυνατούν να εμπνεύσουν ένα κοινό που μπορεί να μην έχει διαβάσει Hayek αλλά διαισθάνεται την περίεργη αυτή απόκλιση των εγχώριων οπαδών του από τις ίδιες τους τις αρχές.

(*) Μια «χώρα» που ξεκινά στον Έβρο, συνεχίζεται μέχρι την Αδριατική, επεκτείνεται στον Ατλαντικό και φτάνει μέχρι και το σμαραγδένιο νησί δυτικά της Αγγλίας.
(**) Το 1974 ο Hayek υποστήριξε (βλ. εδώ) την κατάργηση των Κεντρικών Τραπεζών και την ιδιωτικοποίηση του χρήματος. Για την ακρίβεια, πρότεινε να δοθεί στις εμπορικές τράπεζες το δικαίωμα να τυπώνει η κάθε μία το δικό της χρήμα και, έτσι, να εναπόκειται στους ιδιώτες-πολίτες να επιλέγουν ποιο νόμισμα (ποιανής τράπεζας) εμπιστεύονται για τις συναλλαγές τους.

(***) Βλ. Friedrich von Hayek, “Market Standards for Money”, Economic Affairs, April-May 1986.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών