Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Βασίλης Βιλιάρδος-Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ


Η ειρηνική συνύπαρξη του φιλελευθερισμού με τον μερκαντιλισμό, με τον κρατικό καπιταλισμό καλύτερα, φαίνεται πως πλησιάζει στο τέλος της - ενώ οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, όπως επίσης οι συναλλαγματικές συρράξεις, ευρίσκονται προ των πυλών...
"Εάν καταρρεύσει το ευρώ, η γερμανική επέλαση θα συνεχισθεί, με τη δημιουργία δορυφόρων (Ολλανδία, Αυστρία κλπ.), καθώς επίσης «οικονομικών ζωνών» - προτεκτοράτων δηλαδή ολοκληρωτικής επιρροής της Γερμανίας (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία κοκ), άμεσα εξαρτημένων από τη βιομηχανία της.
Εάν δεν καταρρεύσει το ευρώ, η Γερμανία θα αναδειχθεί στον αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της Ευρώπης - με την δουλική υποταγή όλων των «εταίρων» της, στις δικές της επιθυμίες και στα δικά της σχέδια.
Όπως έχει πει άλλωστε ο J. Adams, ο δεύτερος πρόεδρος των Η.Π.Α.: Υπάρχουν δύο δυνατότητες για να λεηλατήσεις και να υποδουλώσεις μία χώρα ή μία ήπειρο: Η πρώτη από αυτές είναι το ξίφος, τα όπλα. Η δεύτερη είναι η υπερχρέωση".  
Ανάλυση
Η γνωστή διαδικασία, σύμφωνα με την οποία ο γερμανικός «λαός», ερμηνευμένος, ως συνήθως αυθαίρετα, από τα ΜΜΕ, διαμαρτύρεται για κάτι και ζητάει απαιτητικά τη διόρθωση του από την εκάστοτε κυβέρνηση, τηρήθηκε επακριβώς και στο θέμα του χρυσού. Έτσι λοιπόν, μετά από τις μέσω των ΜΜΕ «λαϊκές επιθέσεις» εναντίον της κεντρικής τράπεζας (Bundesbank), ζητήθηκε εκ μέρους των Πολιτών η επιστροφή του χρυσού στη Γερμανία από τις χώρες, στις οποίες ήταν αποθηκεμένος:
από τις κεντρικές τράπεζες της Γαλλίας (374 τόνοι ή 11% των συνολικών αποθεμάτων), της Μ. Βρετανίας (450 τόνοι ή 13% των αποθεμάτων) και των Η.Π.Α. (1.536 τόνοι ή 45% των αποθεμάτων) – με το υπόλοιπο 31% (1.036 τόνοι) να είναι ήδη στα θησαυροφυλάκια της γερμανικής κεντρικής τράπεζας στη Φρανκφούρτη.
Ουσιαστικά λοιπόν φαίνεται πως το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού χρυσού είναι ακόμη αποθηκεμένο στα θησαυροφυλάκια των νικητριών δυνάμεων του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, τουλάχιστον όσον αφορά την πρώην Δ. Γερμανία – ενώ για την πρώην Ανατολική δεν υπάρχουν ανάλογες πληροφορίες.   
Σύμφωνα τώρα με πρόσφατες αναφορές των ΜΜΕ, η Γερμανία απαίτησε την επιστροφή του χρυσού της, καταρχήν από την κεντρική τράπεζα της Γαλλίας – ενώ ενδεχομένως θα ακολουθήσει την ίδια τακτική και με τις δύο άλλες χώρες, παρά το ότι, κατά την επίσημη ανακοίνωση, θα συνεχίσει να διατηρεί αποθέματα χρυσού στους τόπους που κυρίως διαπραγματεύεται το πολύτιμο μέταλλο: στο Λονδίνο και στη Ν. Υόρκη.
Ανεξάρτητα δε από το γεγονός ότι, κατά τη γνώμη μας η Γερμανία προετοιμάζεται κρυφά για το ενδεχόμενο της υιοθέτησης του μάρκου (η αξία του οποίου θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, εάν συνδεόταν με το χρυσό), ειδικά εάν η κατάσταση στην Ιταλία, καθώς επίσης στην Ισπανία επιδεινωθεί (κάτι που φαίνεται εξαιρετικά πιθανόν), θεωρούμε πως το ξαφνικό ενδιαφέρον για την επιστροφή του χρυσού στα εδάφη της, είναι ένα ακόμη δείγμα της μερκαντιλιστικής («Μερκελντιλιστικής») πολιτικής της καγκελαρίου – γεγονός που έχουμε επισημάνει σε πολλές αναλύσεις μας, όπως για παράδειγμα στα κείμενο «Μέρκελ η μερκαντιλίστρια» και «Η επέλαση του Βερολίνου».
Από την άλλη πλευρά ο χρυσός, στη φυσική του μορφή, θα είναι πιθανότατα ο μοναδικός κερδισμένος στα πλαίσια του συναλλαγματικού πολέμου που μαίνεται – αφού ανήκει σε εκείνα τα ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία, απέναντι από τα οποία δεν υπάρχουν χρέη (με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ζήτηση του από τους επενδυτές που δεν θέλουν να είναι αντιμέτωποι με πιστωτικά ρίσκα).
Επομένως, ο χρυσός είναι εξαιρετικά σημαντικός για τα κράτη σήμερα – γεγονός που τεκμηριώνεται, μεταξύ άλλων, από την αυξημένη ζήτηση του εκ μέρους της Κίνας, ενώ αιτιολογεί διαφορετικά την πρόθεση «επαναπατρισμού» του από τη Γερμανία. 
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ
Η οικονομική ιστορία διέπεται πρωτίστως από τη διαμάχη μεταξύ δύο κεντρικών καπιταλιστικών ιδεολογιών: του φιλελευθερισμού και του μερκαντιλισμού – ενώ σε όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα έχει αναμφίβολα επικρατήσει ο φιλελευθερισμός, «εξελισσόμενος» πολύ συχνά στο νεοφιλελευθερισμό των παιδιών του Σικάγου.
Ειδικότερα, ο φιλελευθερισμός πιστεύει στην ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς επίσης στην ελευθερία των αγορών. Κατά το συγκεκριμένο σύστημα, ένα μικρό μέρος των επιχειρήσεων (κοινωφελείς, μονοπωλιακές κερδοφόρες, στρατηγικές) μπορεί να παραμένει στην ιδιοκτησία του κράτους - ενώ όλες οι υπόλοιπες πρέπει να ανήκουν σε ιδιώτες.
Η «εξέλιξη» του, ο νεοφιλελευθερισμός, απαιτεί να είναι ιδιωτικά τα πάντα, ακόμη και ο στρατός - με το κράτος να παραμένει ως ο «εγγυητής» της λειτουργίας της οικονομίας, ο αυστηρός επιτηρητής δηλαδή, με την υποχρέωση της τοποθέτησης και την ευθύνη της τήρησης των κανόνων που την διέπουν.       
Αντίθετα, ο (νεο)μερκαντιλισμός πρεσβεύει ουσιαστικά ένα είδος κρατικού καπιταλισμού, το οποίο δίνει μεγάλη σημασία σε μία εθνική πολιτική, στα όρια ίσως της εθνικιστικής - στηριζόμενης οικονομικά, συναλλαγματικά επίσης, στα αποθέματα πολυτίμων μετάλλων (όπως λέγεται, "η εθνική πολιτική θα πρέπει να έχει στόχο τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων χρυσού και αργύρου").     
Το (νέο)φιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο αντιμετωπίζει το κράτος, το δημόσιο τομέα δηλαδή, σαν από τη φύση του ληστρικό, διεφθαρμένο, ανεπαρκή και ανίκανο - ενώ θεοποιεί ουσιαστικά τον ιδιωτικό τομέα, ο στόχος του οποίου είναι το μέγιστο δυνατό κέρδος, με το ελάχιστο κόστος. Στα πλαίσια αυτά απαιτεί έναν αυστηρό και σαφή διαχωρισμό του κράτους από την ιδιωτική οικονομία (“η ελευθερία ως έσχατος στόχος και το άτομο ως έσχατη οντότητα της κοινωνίας”).
Από την άλλη πλευρά, ο μερκαντιλισμός θεωρεί τόσο τον κρατικό, όσο και τον ιδιωτικό τομέα ως συνεργάτες, οι οποίοι έχουν κοινούς στόχους - όπως, για παράδειγμα, την εσωτερική οικονομική ανάπτυξη ή την εθνική ισχύ. Αν και πολλοί δε χαρακτηρίζουν ειρωνικά το μερκαντιλισμό ως αναποτελεσματικό κρατικό καπιταλισμό, όταν λειτουργεί σωστά (όπως συμβαίνει σήμερα κυρίως στην Κίνα, σε κάποιο βαθμό στη Γερμανία) είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός.
Ιστορικά, ο μερκαντιλισμός προηγείται του φιλελευθερισμού - ο οποίος ακόμη και στη Μ. Βρετανία, στην πατρίδα του, υιοθετήθηκε μετά την ανάδειξη της σε μία παγκόσμια βιομηχανική δύναμη (στα μέσα του 17ου αιώνα).
Περαιτέρω, ο φιλελευθερισμός στηρίζεται στη ζήτηση, στην κατανάλωση κατά κάποιον τρόπο, θεωρώντας τον πελάτη βασιλιά - οπότε ο στόχος της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής είναι η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών, γεγονός που απαιτεί την όσο το δυνατόν ανεμπόδιστη πρόσβαση τους σε φθηνά αγαθά και υπηρεσίες, καθώς επίσης τη μειωμένη φορολόγηση (το σημερινό αμερικανικό μοντέλο).
Ακολουθώντας τους κανόνες του «ιδρυτή» της ελεύθερης οικονομίας (A.Smith), πιστεύει πως τα προϊόντα πρέπει να παράγονται σε εκείνες τις χώρες, οι οποίες έχουν συγκριτικά μεγαλύτερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα – ενώ να εισάγονται από τις άλλες, ανταλλασσόμενα ουσιαστικά με τα προϊόντα που αυτές παράγουν φθηνότερα.      
Αντίθετα, ο μερκαντιλισμός στηρίζεται στην προσφορά, στην παραγωγή δηλαδή - οπότε ο στόχος της μερκαντιλιστικής πολιτικής είναι η αριστοποίηση της δομής του εκάστοτε παραγωγικού μηχανισμού, έτσι ώστε να αυξάνεται συνεχώς η παραγωγικότητα του συνόλου της οικονομίας. Η κατανάλωση εδώ προϋποθέτει ότι, οι απασχολούμενοι θα εργάζονται συνεχώς περισσότερο, με μισθούς οι οποίοι θα τους εξασφαλίζουν απλά και μόνο την επιβίωση - έτσι ώστε τα προϊόντα που παράγουν να είναι όλο και πιο ανταγωνιστικά.
Συνεχίζοντας, ο φιλελευθερισμός πιστεύει ότι, η οικονομική ωφέλεια του εμπορίου πηγάζει από τις εισαγωγές - με την έννοια πως όσο πιο φτηνά είναι τα εισαγόμενα προϊόντα, τόσο το καλύτερο για την οικονομία, ακόμη και αν το αποτέλεσμα είναι ένα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο.
Ο μερκαντιλισμός, εντελώς αντίθετα, αντιμετωπίζει το εμπόριο σαν μέσο για την ισχυροποίηση της παραγωγής στο εσωτερικό, έτσι ώστε να αυξάνεται συνεχώς η απασχόληση - με αποτέλεσμα να προωθεί τις εξαγωγές (εισαγωγή θέσεων εργασίας), περιορίζοντας παράλληλα τις εισαγωγές (εξαγωγή θέσεων εργασίας).
Ουσιαστικά λοιπόν θεωρεί το παγκόσμιο εμπόριο σαν μία «διαδικασία μηδενικού αθροίσματος», με νικητές και ηττημένους - όπου οι χώρες που στηρίζονται στις εξαγωγές ζουν εις βάρος αυτών που είναι υποχρεωμένες να εισάγουν περισσότερα, από όσα εξάγουν.   
ΛΟΙΠΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Η πλέον αντιπροσωπευτική χώρα του (νέο)φιλελευθερισμού είναι σήμερα οι Η.Π.Α. - ενώ του μερκαντιλισμού η Κίνα (η Γερμανία επίσης), η οποία ενισχύει και επιδοτεί όσο μπορεί την παραγωγή και τις εξαγωγές, διατηρώντας χαμηλή την εσωτερική κατανάλωση και τους μισθούς των εργαζομένων της (οι χαμηλοί μισθοί εδώ έχουν διπλή ωφέλεια για το κράτος: από τη μία πλευρά αναγκάζουν τα νοικοκυριά να καταναλώνουν λιγότερο, οπότε να εισάγονται ανάλογα μικρότερες ποσότητες, ενώ από την άλλη αυξάνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων, περιορίζοντας το κόστος παραγωγής των εγχωρίων προϊόντων). 
Η κυβέρνηση της Κίνας χειραγωγεί στην κυριολεξία το νόμισμα της, έτσι ώστε να εξασφαλίζει την κερδοφορία των εξαγωγικών της επιχειρήσεων - ενώ η Γερμανία εφαρμόζει, πολύ πιο έξυπνα αλλά έμμεσα, την ίδια πολιτική, με τη βοήθεια της διατήρησης του ευρώ σε ανταγωνιστικά χαμηλή ισοτιμία, μέσω των οικονομικών προβλημάτων των «εταίρων» της.
Και οι δύο αυτές μερκαντιλιστικές χώρες διακρίνονται αφενός μεν για τις κρυφές επιδοτήσεις των εξαγωγικών τους επιχειρήσεων, αφετέρου για τα μεγάλα πλεονάσματα (Πίνακας Ι) των εμπορικών ισοζυγίων τους - ενώ οι Η.Π.Α., επίσης πολλά άλλα φιλελεύθερα κράτη, έχουν μεγάλα ελλείμματα στα ισοζύγια τους (όπως έχουμε αναλύσει στα άρθρα: Ευρωπαϊκές ασυμμετρίες και Ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση).
ΠΙΝΑΚΑΣ I: Οι πιο πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες παγκοσμίως, με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο – σε εκ. $ το 2010
Χώρα
Πλεόνασμα
Χώρα
Έλλειμμα
Γερμανία
201.737
Η.Π.Α.
-689.932
Κίνα
182.725
Μ. Βρετανία
-152.830
Σ. Αραβία
152.000
Ινδία
-106.540
Ρωσία
151.621
Γαλλία
-85.325
Ιαπωνία
77.218
-71.598
Πηγή: WP
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Σημείωση: Τα πλεονάσματα της Ρωσίας και της Σ. Αραβίας προέρχονται από τις εξαγωγές ενέργειας, οπότε δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αμιγώς μερκαντιλιστικές. Η Ιαπωνία είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, ειδικά μετά την οικονομική επίθεση που δέχθηκε από τις Η.Π.Α. τη δεκαετία του 80 - η οποία την καταδίκασε σε μία υπερεικοσαετή ύφεση. 
Από την (νέο)φιλελεύθερη πλευρά, οι επιδοτήσεις των μερκαντιλιστικών χωρών κάνουν φτωχούς τους πολίτες τους - ενώ παράλληλα κερδίζουν οι καταναλωτές των άλλων κρατών, δαπανώντας πολύ λιγότερα χρήματα για τα προϊόντα που αγοράζουν (αφού τα εισάγουν σε πολύ χαμηλότερες τιμές, οι οποίες ουσιαστικά είναι χαμηλότερες λόγω της επιδότησης τους, μέσω του κρατικού μηχανισμού, από τους φορολογούμενους της Κίνας ή της Γερμανίας).   
Από μερκαντιλιστικής πλευράς, οι επιδοτήσεις αφενός μεν εξασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας, αφετέρου οικοδομούν μία σύγχρονη οικονομία, η οποία μπορεί να εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη ευημερία των πολιτών.
Ουσιαστικά λοιπόν, οι φιλελεύθεροι επιτυγχάνουν την (μεσοπρόθεσμη) ευημερία των πολιτών τους εις βάρος των μερκαντιλιστών, οι οποίοι την επιδοτούν - με τους τελευταίους να προσβλέπουν σε μακροπρόθεσμα οφέλη.
Στο παράδειγμα της Ευρωζώνης, οι χώρες του Νότου (φιλελεύθερες) ευημερούσαν τα πρώτα χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ, εις βάρος της Γερμανίας και των υπολοίπων μερκαντιλιστικών κρατών του Βορά - με την κατάσταση σήμερα να έχει αντιστραφεί.
Στα πλαίσια αυτά, όταν κρίνουμε, θετικά ή αρνητικά, την πολιτική λιτότητας που απαιτεί η Γερμανία να εφαρμόζουν απαρέγκλιτα οι χώρες του Νότου, οφείλουμε να την εξετάζουμε σε σχέση με το είδος του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο επιλέγεται. Εάν λοιπόν επρόκειτο για τη φιλελεύθερη εκδοχή του, τότε η πολιτική λιτότητας είναι πράγματι καταστροφική.
Αντίθετα, εάν ο απώτερος στόχος είναι η «μετάλλαξη» της ευρωπαϊκής οικονομίας σε μερκαντιλιστική, ανάλογη με αυτήν της Γερμανίας, τότε η πολιτική λιτότητας είναι απολύτως σωστή – αφού δημιουργούνται σταδιακά οι κατάλληλες προϋποθέσεις, με τη βοήθεια της «εσωτερικής υποτίμησης» (χαμηλοί μισθοί, περιορισμένες δημόσιες παροχές, αύξηση της παραγωγικότητας κλπ.), οι οποίες εξασφαλίζουν την ανάπτυξη μέσω της αύξησης των εξαγωγών, καθώς επίσης της μείωσης των εισαγωγών.  
ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η ειρηνική συνύπαρξη των δύο παραπάνω διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων φαίνεται πως πλησιάζει στο τέλος της - γεγονός που οριοθετεί το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Όπως διαπιστώνεται, «το καταναλωτικό πάρτι» των φιλελεύθερων κρατών, όπου επί πλέον η μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων οδήγησε τους φτωχότερους στην κατανάλωση με δανεικά, με αποτέλεσμα την υπερχρέωση τους, σταμάτησε ξαφνικά - ενώ κινδυνεύει να καταρρεύσει η μεσαία τάξη, παρασέρνοντας μαζί της τα πάντα.
Στα πλαίσια αυτά, οι προοπτικές της φιλελεύθερης Δύσης είναι μάλλον δυσοίωνες - με εξαίρεση ίσως τη μερκαντιλιστική Γερμανία («ίσως», επειδή θα κληθεί να πληρώσει μεγάλο μέρος του λογαριασμού, ανήκοντας στη Δύση - εκτός εάν απομονωθεί με βιώσιμο τρόπο, επιστρέφοντας τάχιστα στο μάρκο). Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, εκλείπουν οι δυνατότητες ανάπτυξης - χωρίς την οποία είναι αδύνατον να εξοφληθούν ποτέ τα συσσωρευμένα δημόσια και ιδιωτικά χρέη. Παράλληλα, η ανεργία καλπάζει, με πιθανότερο αποτέλεσμα το ξέσπασμα μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και εξεγέρσεων.
Από την άλλη πλευρά, η μερκαντιλιστική Ανατολή (Κίνα, Κορέα, Ταιβάν κλπ.) θα αντιμετωπίσει επίσης δυσκολίες, λόγω των προβλημάτων των χωρών της Δύσης, οι οποίες καταναλώνουν τα προϊόντα της - προσπαθώντας πιθανότατα να καλύψει τη διαφορά με τη βοήθεια της αύξησης της εσωτερικής κατανάλωσης. Εν τούτοις, καμία από τις δύο περιοχές του πλανήτη δεν μπορεί να νοιώθει ασφάλεια - αφού είναι μάλλον απίθανο να μην υπάρξουν μεγάλες γεωπολιτικές εντάσεις, με άγνωστα αποτελέσματα.
ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΙΔΙΑΤΕΡΟΤΗΤΕΣ
Είναι προφανές ότι σε γενικές γραμμές οι χώρες, οι οποίες στηρίζονται στο (νέο)φιλελεύθερο μοντέλο, έχουν ανάγκη από ισχυρά νομίσματα – αφού με τον τρόπο αυτό μπορούν να εισάγουν φθηνότερα τα αγαθά που έχουν ανάγκη. Αντίθετα, τα μερκαντιλιστικά κράτη είναι υποχρεωμένα να διατηρούν χαμηλή την ισοτιμία των νομισμάτων τους, έτσι ώστε να «επιδοτούνται» οι εξαγωγές τους.
Υπάρχει όμως και μία ενδιάμεση κατηγορία – εκείνα τα μερκαντιλιστικά κράτη που εξάγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (όπως μηχανήματα, αυτοκίνητα, τεχνολογία κλπ.), τα οποία μπορούν να πουλούν σε αυξημένες τιμές, μη έχοντας ανταγωνισμό.
Επειδή τώρα η παραγωγή των προϊόντων αυτών απαιτεί εισαγωγές πρώτων υλών (ενέργεια, μέταλλα κλπ.), ωφελούνται περισσότερο από ένα ισχυρό νόμισμα, αρκεί να μην υπερβαίνει κάποια ανώτατα όρια (στο παράδειγμα της Γερμανίας, το ευρώ να μην είναι υψηλότερο από το 1,50 σε σχέση με το δολάριο). Ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, διαθέτει ένα ακόμη πλεονέκτημα: το ότι σε ποσοστό άνω του 50% εξάγει σε χώρες της Ευρωζώνης, με τις οποίες έχει το ίδιο νόμισμα (οπότε η αύξηση της ισοτιμίας του δεν επιβαρύνει τις συνολικές εξαγωγές της). 
Συνεχίζοντας, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η Κίνα εξάγει κυρίως καταναλωτικά προϊόντα, τα οποία μπορούν να παραχθούν από κάθε άλλη χώρα. Το μοναδικό πλεονέκτημα της λοιπόν είναι η φθηνότερη, η ανταγωνιστικότερη δηλαδή παραγωγή και πώληση τους – επομένως, δεν έχει την πολυτέλεια της διατήρησης ενός ισχυρού νομίσματος, το οποίο θα έκανε ακριβότερα τα προϊόντα της στο εξωτερικό. Ευτυχώς δε για την ίδια, διαθέτει ενεργειακά αποθέματα και πρώτες ύλες - οπότε δεν είναι σε τέτοιο βαθμό εξαρτημένη από τις εισαγωγές τους, όπως η Γερμανία.
Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο το ότι, η χώρα που εισάγει τα περισσότερα προϊόντα παγκοσμίως είναι οι Η.Π.Α., ακολουθούμενη από την ΕΕ, διαπιστώνονται οι παρακάτω ιδιαιτερότητες:  
(α)  Οι Η.Π.Α. είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ισχυρό νόμισμα, εάν βέβαια παραμείνουν στο σύστημα του (νέο)φιλελευθερισμού – αφού διαφορετικά οι τιμές των προϊόντων που εισάγουν (θα) αυξάνονται συνεχώς. Πόσο μάλλον όταν οι Η.Π.Α. δεν είναι πλέον ενεργειακά αυτόνομες - γεγονός που προσπαθούν να καλύψουν με την εισβολή (άλλοτε οικονομική, άλλοτε πολεμική), σε χώρες που διαθέτουν ενέργεια, όπως στο Ιράκ.
Η ανάγκη αυτή επιτείνεται από το ότι, εάν το δολάριο θέλει να διατηρήσει τη θέση του (παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα), η οποία εκτός των πολλών άλλων πλεονεκτημάτων, εξασφαλίζει στην υπερδύναμη πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού, παράλληλα με το ότι δεν μπορεί να χρεοκοπήσει (αφού οι υποχρεώσεις της εξοφλούνται σε δολάρια, τα οποία «τυπώνει» μόνη της), τότε δεν πρέπει να απαξιωθεί.  
Εν τούτοις, η υπερχρέωση της υπερδύναμης, καθώς επίσης τα τεράστια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, σε συνδυασμό με τον περιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης και την κλιμακούμενη μετανάστευση των αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων προς την αναπτυσσόμενη Ασία, την υποχρεώνουν να αυξάνει την ποσότητα χρήματος (πακέτα στήριξης QE) – μεταξύ άλλων, για να επιλυθεί το πρόβλημα της υπερχρέωσης πληθωριστικά, με αποτέλεσμα όμως να μειώνεται συνεχώς η ισοτιμία του δολαρίου.
Παράλληλα το ΔΝΤ, μη έχοντας προφανώς κατανοήσει τις παρενέργειες της πολιτικής λιτότητας που επέβαλλε στην Ελλάδα (στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία κλπ.), λειτούργησε αρνητικά για τα συμφέροντα της υπερδύναμης – αφού με τον τρόπο αυτό (πόσο μάλλον όταν πάψουν να επηρεάζουν οι εταιρείες αξιολόγησης με τις εκτιμήσεις τους την ευρωπαϊκή οικονομία), ενισχύεται το ευρώ.
Η ενίσχυση αυτή του ευρώ είναι εις βάρος φυσικά του δολαρίου - γεγονός που σημαίνει ότι, το ΔΝΤ έπεσε στην παγίδα της Γερμανίας και έπαιξε το παιχνίδι της (πιθανότατα αυτή είναι η πραγματική αιτία της αλλαγής της στάσης του ΔΝΤ, όσον αφορά τα ελλειμματικά κράτη της Ευρωζώνης, όπως την είδαμε εν πρώτοις στην Ιρλανδία - σήμερα στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία).
Η εναλλακτική λύση τώρα των Η.Π.Α., η «μετάλλαξη» τους δηλαδή σε μία μερκαντιλιστική καπιταλιστική οικονομία, δεν είναι καθόλου εύκολη – αφού η χώρα έχει σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί, ευρισκόμενη σε πορεία παρακμής. Παρά τις προσπάθειες λοιπόν κάποιων εταιρειών της, οι οποίες έχουν κατανοήσει το πρόβλημα (όπως, για παράδειγμα, της Apple, η οποία μεταφέρει την παραγωγή της πίσω στις Η.Π.Α.), η κατάσταση δεν είναι εύκολα ανατρέψιμη.
(β)  Οι μεγάλες ελλειμματικές και υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, ειδικά η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ασθενές νόμισμα, εάν θέλουν να επιλύσουν τα προβλήματα τους πληθωριστικά, επιβοηθούμενες από τις εξαγωγές.
Η μετάλλαξη τους όμως σε μερκαντιλιστικές οικονομίες (οι οποίες θα μπορούν αργότερα να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η Γερμανία, οπότε να αντέχουν ένα ισχυρότερο νόμισμα), είναι εξαιρετικά δύσκολη – επειδή έχουν σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί.
Δυστυχώς για τις χώρες αυτές, οι εντελώς αντίθετες επιδιώξεις της Γερμανίας εμποδίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο – με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να μετατραπούν σε «τευτονικούς» δορυφόρους, απολύτως εξαρτημένες από την ευρύτερη οικονομική πολιτική της Γερμανίας (πακέτα διάσωσης, δανεισμός από την ΕΚΤ κοκ.).
(γ)  Οι μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, στις οποίες επιβλήθηκε εκβιαστικά μία πολιτική λιτότητας άνευ προηγουμένου, σχεδιάζεται, όπως φαίνεται, να μετατραπούν σε μικρές μερκαντιλιστικές οικονομίες, εξαρτημένα προτεκτοράτα της Γερμανίας (με τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών κλπ.).
Εάν δε διαθέτουν ενεργειακά αποθέματα, τότε μάλλον θα «κατασχεθούν» - με την έννοια του ότι θα χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση των υποχρεώσεων τους, οι οποίες συνεχώς θα αυξάνονται (μέσω της καταδίκης τους σε ύφεση, η οποία περιορίζει τα φορολογικά έσοδα, της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας τους κοκ.)
(δ)  Οι χώρες τώρα της ΕΕ, οι οποίες έχουν τα ίδια προβλήματα με τις Η.Π.Α., όπως για παράδειγμα η Μ. Βρετανία, ευρίσκονται σε πολύ πιο δύσκολη θέση από την υπερδύναμη – ενώ απειλείται τα μέγιστα η βιωσιμότητα τους από τη Γερμανία.
(ε)  Η Κίνα και οι υπόλοιπες μερκαντιλιστικές ασιατικές οικονομίες κινδυνεύουν πολλαπλά – αφενός μεν από την υποτίμηση του δολαρίου (μείωση της αξίας των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους, εισαγωγή πληθωριστικών πιέσεων κλπ.), αφετέρου από το ενδεχόμενο της επιστροφής του προστατευτισμού στις Η.Π.Α. (αύξηση των δασμών, εμπόδια στις εισαγωγές κλπ.). 
(στ) Τέλος, οι υποανάπτυκτες οικονομίες του πλανήτη έχουν ήδη οδηγηθεί σε επισιτιστικές κρίσεις, τις οποίες έχει προκαλέσει η διοχέτευση της υπερβάλλουσας ρευστότητας στα χρηματιστήρια – ενώ κινδυνεύουν με πολεμικές εισβολές εκείνων των χωρών της Δύσης ή της αναπτυσσόμενης Ανατολής (Κίνα), οι οποίες θα θελήσουν να «υπεξαιρέσουν» το φυσικό πλούτο τους (ενεργειακά αποθέματα κλπ.). Η επέμβαση της Γαλλίας στο Μαλί το οποίο διαθέτει, μεταξύ άλλων, μεγάλα αποθέματα ουρανίου, απαραίτητα για τα πυρηνικά της εργοστάσια, είναι μάλλον ενδεικτική του τι θα συμβεί στο μέλλον.
ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΡΑΙΧ
Όπως είναι γνωστό το πρώτο Ράιχ (αυτοκρατορία), η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους καλύτερα(962-1806), δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων. Αντίθετα, το δεύτερο Ράιχ, η αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Μπίσμαρκ δηλαδή (1871-1918) στηρίχθηκε αρχικά στην οικονομία - ενώ κατέρρευσε με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όσον αφορά την περίοδο αυτή, το 2ο Ράιχ, ο Keynes την περιγράφει ως εξής:
"Από αγροτική και κυρίως αυτοσυντήρητη, η Γερμανία μετασχηματίσθηκε σε μία απέραντη και περίπλοκη βιομηχανική μηχανή - εξαρτώμενη για τη λειτουργία της από την ισορροπία πολλών παραγόντων εκτός της Γερμανίας και εντός αυτής.
Μόνο λειτουργώντας αυτή η μηχανή αδιάκοπα και σε πλήρη δράση, μπορούσε να βρει απασχόληση στο εσωτερικό για τον αυξανόμενο πληθυσμό της και τα μέσα για να αγοράζει τα προς το ζην από το εξωτερικό (όπως και τότε, έτσι και σήμερα η Γερμανία δεν είναι μόνο πρωταθλήτρια στις εξαγωγές, αλλά και στις εισαγωγές). Η γερμανική μηχανή έμοιαζε με μία σβούρα, η οποία για να διατηρήσει την ισορροπία της έπρεπε να προοδεύει ολοένα και γρηγορότερα.
Γύρω από τη Γερμανία, σαν κεντρικό υποστύλωμα, συναθροίστηκε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος - ενώ από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της Γερμανίας εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων χωρών της ηπείρου.
Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονες της μία διέξοδο για τα προϊόντα τους - σε αντάλλαγμα για την οποία, η επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου τις εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες τους, σε χαμηλές τιμές.
Η Γερμανία δεν τροφοδοτούσε μόνο το εμπόριο χωρών της Ευρώπης, αλλά, στην περίπτωση μερικών από αυτές, προμήθευε ένα μεγάλο μέρος του απαιτουμένου για την ανάπτυξη τους κεφαλαίου, καθώς επίσης της οργάνωσης - γεγονός που ερμηνεύθηκε ως ένα σύστημα ειρηνικής διείσδυσης της σε ολόκληρη την Ευρώπη.  Όλη η ήπειρος λοιπόν ανατολικά του Ρήνου περιήλθε με τη μέθοδο της ειρηνικής διείσδυσης σε γερμανική βιομηχανική τροχιά".  
Θεωρώντας αυτονόητες και δεδομένες τις ομοιότητες της σημερινής εποχής με τότε, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι το τρίτο Ράιχ ακολούθησε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933). Πρόκειται για την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία του Χίτλερ (1933-1945), η οποία δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων, όπως επίσης το πρώτο Ράιχ - ενώ κατέρρευσε με την ήττα της Γερμανίας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Σήμερα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενες αναλύσεις μας (Το τέταρτο Ράιχ, οι Η.Π.Α. και η Ελλάδα), βιώνουμε τις προσπάθειες ίδρυσης του 4ου Ράιχ, ερήμην των Γερμανών πολιτών - το οποίο, όπως και το δεύτερο, στηρίζεται στον οικονομικό και όχι στο συμβατικό πόλεμο (ειρηνική διείσδυση).
Ειδικά όσον αφορά την πολιτική, έχει αρκετές ομοιότητες με το 3ο Ράιχ (εθνικοσοσιαλισμός, με την έννοια της μερκαντιλιστικής συνεργασίας επιχειρήσεων και κράτους για εθνικούς σκοπούς, όπου τη θέση των SS έχει αναλάβει ηοικονομική αστυνομία, σε συνδυασμό με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες - BND).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι προφανές ότι είμαστε αντιμέτωποι με πάρα πολλές και εξαιρετικά επικίνδυνες προκλήσεις - οι κυριότερες των οποίων είναιαφενός μεν ο συνεχιζόμενος πόλεμος μεταξύ των δύο βασικών καπιταλιστικών συστημάτων (φιλελευθερισμός και μερκαντιλισμός), ειδικά μετά την κατάρρευση της εναλλακτικής δυνατότητας, του τρίτου δρόμου (κομμουνισμός), αφετέρου η παρακμή της υπερδύναμης, σε συνδυασμό με την άνοδο της Γερμανίας και της Κίνας (με τους ακούσιους ή εκούσιους δορυφόρους τους).
Στα πλαίσια αυτά, οι επιλογές των μικρότερων κρατών, αλλά και των κάπως μεγαλύτερων (Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία κλπ.), είναι εξαιρετικά δύσκολες - πόσο μάλλον των υπερχρεωμένων και βυθισμένων σε υφέσεις, από τις οποίες δεν φαίνεται να υπάρχει διέξοδος. Σε κάθε περίπτωση, οι «μονομερείς» δρόμοι δεν φαίνεται να έχουν λογική - αφού καμία από αυτές τις χώρες δεν έχει το κρίσιμο μέγεθος που προϋποθέτει η επιβίωση της στη σημερινή εποχή των έντονων «αναταράξεων» και της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης.   
Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, η μοναδική δυνατότητα που φαίνεται πως έχει στη διάθεση της, είναι η ένωση των ανεξάρτητων εθνικών κρατών μεταξύ τους, με αλληλεγγύη και χωρίς την πρωσική πλέον Γερμανία - αφού τα συμφέροντα τους είναι κοινά, αλλά ακριβώς αντίθετα από τις επιδιώξεις και τα σχέδια της Γερμανίας, τα οποία ευρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης με τις Η.Π.Α. (ενώ οφείλει να αποφευχθεί αυτή τη φορά το οδυνηρό τέλος των προηγούμενων γερμανικών «αυτοκρατοριών»).
Στη συνέχεια η επιθετική αντιμετώπιση της κρίσης, με τη βοήθεια του παγώματος μέρους των χρεών, της υποτίμησης του ευρώ, του ελεγχόμενου πληθωρισμού, της ολοκληρωμένης λειτουργίας της ΕΚΤ, της διάσωσης των τραπεζών, της ρύθμισης του ασύδοτου χρηματοπιστωτικού συστήματος κλπ.
Η επιστροφή στη φιλελεύθερη οικονομία, σε περιβάλλον άμεσης δημοκρατίας μίας ενωμένης Ευρώπης, μακριά από τις παγίδες του νεοφιλελευθερισμού και του μερκαντιλισμού, η καλύτερη αναδιανομή των εισοδημάτων μέσω του ασφαλιστικού συστήματος (Σουηδικό μοντέλο) και όχι του φορολογικού, καθώς επίσης η οικοδόμηση σε σταθερά, βιώσιμα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, θα ήταν τότε ρεαλιστικές και εφικτές προοπτικές - αρκεί φυσικά να μην καθυστερήσουμε και να μην προλάβει η Γερμανία να καταστρέψει ξανά την ειρήνη, καθώς επίσης την ήπειρο μας.
Αθήνα, 19. Ιανουαρίου 2013

Σοφοκλέους10. Η τάξη των πραγμάτων που θα έρθουν


Πριν από περίπου 10 ημέρες είχε κυκλοφορήσει μια έκθεση της Κομισιόν στην οποία γίνονταν ευθέως αναφορά για την κατάσταση στην ευρωζώνη και ιδιαιτέρως σε συγκεκριμένες χώρες, όπως φυσικά η Ελλάδα, αλλά και η Ιταλία, η Ισπανία και άλλες χώρες, κυρίως του Νότου οι οποίες πλήττονται από την κρίση.
Όπως έγραφε ο Ambrose Evans Pritchard της Telegraph, προσφάτως η ΕΚΤ του Draghi ανακοίνωνε ότι η οικονομική κρίση της ευρωζώνης οδεύει προς το τέλος της, αλλά με την ανεργία και την ύφεση, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μάλιστα, μιλάμε για μια κρίση, που αφενός τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης και κυρίως η ΕΚΤ απέτυχαν να προβλέψουν, αφετέρου η ΕΚΤ σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται για αυτήν, επιτρέποντας τη συρρίκνωση της προσφοράς χρήματος, κυρίως από τα μέσα του 2012.
Έτσι, η ΕΚΤ και ο Draghi δήλωσαν ότι δεν θα αναλάβουν νέες δράσεις για να αντισταθμιστεί η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων (αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών) του τρέχοντος έτους το 2,3% του ΑΕΠ στην Ισπανία, 2% στη Γαλλία και 1,2% στην Ιταλία - για να μην αναφέρουμε τις δραματικές μειώσεις στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία.
Πέραν όμως της Ευρώπης, στην Ιαπωνία, αντίθετα, ο πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε λίγο πολύ έδωσε εντολή στην κεντρική τράπεζα να "πληθωρίσει" και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (και όχι το "spread" ή κάποιο άλλο χρηματοοικονομικό τέχνασμα). Η Federal Reserve στην Αμερική, αντίθετα, ανακοίνωσε αυτό το καλοκαίρι ότι θα συνεχίσει να κάνει ενέσεις ρευστότητας τη μία μετά την άλλη μέχρις ότου το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ κατέβει στο 6,5%.
Μόνο η ΕΚΤ δηλώνει ανίσχυρη μπροστά σε ένα ποσοστό ανεργίας 11 0.8% στην Ευρώπη που αυξάνεται μήνα με το μήνα. Ο Mario Draghi είπε ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να κάνει "λίγα" για να καταπολεμηθεί η διαρθρωτική ανεργία. Αν όμως ήταν πραγματικά " διαρθρωτική" θα μπορούσε και να πείσει. Αλλά δεν είναι. Η Ιρλανδία έχει μια από τις πιο ευέλικτες αγορές εργασίας στον κόσμο, αλλά το ποσοστό ανεργίαςεκτινάχθηκε από 4,6% σε 14,6%, παρά τη δικλείδα ασφαλείας της μετανάστευσης προς τη Βρετανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία.
Το ποσοστό ανεργίας στην Ισπανία από 7,8% ανέβηκε στο 26,6% μέσα σε τέσσερα χρόνια, και στο 55% για τους νέους. Αυτό συνέβη πολύ γρήγορα, γιατί τώρα πλέον είναι εύκολο να απολυθεί ένας ισπανός εργαζόμενος με σύμβαση ορισμένου χρόνου.
Μόλις δημοσιεύθηκε, την περασμένη εβδομάδα, η 400σελιδη έκθεση της Ευρωπαϊκή Επιτροπής, για την ανεργία που καταρρίπτει τον ισχυρισμό ότι η ακαμψία της αγοράς εργασίας είναι η βασική αιτία της κοινωνικής καταστροφής που μαστίζει το κλαμπ των μεσογειακών χωρών και μέρος της Ανατολικής Ευρώπης.
Στην έκθεση αναφέρονται όλα όσα πρέπει να γίνουν : τη σκανδιναβική ευελιξία με ασφάλεια και τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στο κόστος εργασίας.
Στη συνέχεια, όμως, η έκθεση προχωράει πιο κάτω και δείχνει "το σοκ ζήτησης" ως τον πραγματικό ένοχο. Όλα τα άλλα, λέει η ΕΕ είναι "λιγότερο σημαντικά". Το έγγραφο ανατρέπει το κεντρικό επιχείρημα των ευρωπαίων μανδαρίνων περί λιτότητας, ότι η "μεταρρύθμιση εργασίας" ως δια μαγείας, θα οδηγήσει στην ανάκαμψη, πριν οι δημοκρατίες των χωρών που επλήγησαν θα ξαναπάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Στην Ισπανία, τώρα η ευρωσκεπτικιστή Ενωτική Αριστερά στις δημοσκοπήσεις ανεβαίνει στο 16%, πλησιάζοντας τους Σοσιαλιστές , στο 23%. Η αριστερά κάνει επιτέλους τη φωνή της να ακουστεί.
Η ανεργία στην Ελλάδα μόλις έφτασε το 27%,ενώ το ποσοστό ανεργίας στην Ιταλία είναι απατηλά χαμηλό, μόνο 11 .1%, αλλά όπως μπορείτε να δείτε από το παρακάτω διάγραμμα στην έκθεση της Επιτροπής, υπάρχει και ένα άλλο 12% αποθαρρυμένων εργαζομένων, δηλαδή ανθρώπων που έχουν πάψει να ψάχνουν για δουλειά, ακόμη και αν θα μπορούσαν και θα ήθελαν να εργαστούν που δεν καταγράφονται. Το συνδυασμένο ποσοστό της πραγματικής ανεργίας στην Ιταλία είναι περίπου 23%.
Και από τους άνεργους, το ποσοστό όσων βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας επί ένα έτος ή περισσότερο – μόνο στην Ισπανία είναι δύο εκατομμύρια - από 33% πήγε στο 43% και αναμένεται να αυξηθεί ακόμα περισσότερο.
Το ένα πέμπτο δεν είχε ποτέ μια δουλειά στη ζωή του. Όσο πιο πολύ αυτό συνεχίζεται, τόσο πιο απελπιστική θα γίνεται η θέση αυτών των ανθρώπων.
Ας δούμε τη συμβαίνει στην Ιρλανδία.
Η έκθεση προειδοποιεί ότι δημιουργείται ένα "νέα χάσμα" μεταξύ των χωρών του πυρήνα της ΕΕ και τις χώρες "που δείχνουν παγιδευμένες σε ένα φαύλο κύκλο μείωσης της παραγωγής, ραγδαίας αύξησης της ανεργίας, μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Το κύμα των πολιτικών λιτότητας εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη. " Πράγματι.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, αναμένεται ότι η ευρωζώνη θα συρρικνωθεί κατά 0,2% φέτος, με μια μικρή ανάκαμψη το 2014. Μέχρι τότε, εκατομμύρια άνθρωποι θα έχουν πέσει σε μια "τεράστια παγίδα φτώχειας ", σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του επικεφαλής της ειδικής ομάδας για την απασχόληση της ΕΕ Laszlo Andor.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Gustav Horn - επικεφαλής του γερμανικού Ινστιτούτου IMK και από τους "πέντε σοφούς " (κορυφαίους γερμανούς οικονομολόγους) - την περασμένη εβδομάδα ζήτησε τον τερματισμό των βασανιστηρίων της λιτότητας. "Είναι ένας φαύλος κύκλος. Η υπερβολική λιτότητα δεν θα οδηγήσει σε μείωση του χρέους, αλλά το αντίθετο, στην αύξηση του χρέους», είπε.
Ο Δρ Χορν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μόνος βιώσιμος τρόπος για να γεφυρωθεί το χάσμα είναι η Γερμανία να επιτρέψει μια πληθωριστική έκρηξη με αύξηση των μισθών κατά 4% για κάποιο χρονικό διάστημα. Έχει δίκιο.
Η μισή Ευρώπη βρίσκεται τώρα σε μια "μεγάλη ύφεση ", λιγότερο έντονη από ό, τι ήταν στις αρχές της δεκαετίας του '30 (η Αμερική είναι μια άλλη ιστορία), αλλά μεγαλύτερης διάρκειας και τελικά πιο βαθιά ριζωμένη.
Οποιος έχει χρόνο ας ρίξει μια ματιά στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με πλούσια γραφικά που φοβίζουν.
Θα δει ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων στις χώρες της Βαλτικής, τη Σλοβακία και τα Βαλκάνια αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα εξαιτίας των ανθρώπινων θυσιών που τους ζητάει να κάνουν η κυρίαρχη ελίτ για να υπερασπίισει το ευρώ με κάθε κόστος.
Η κατάσταση " σοβαρών υλικών στερήσεων στη Λετονία εκτινάχθηκε στο 31% και στη Βουλγαρία στο 44%. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ηλικίας πενήντα ετών που στη Λετονία, τη Λιθουανία και την Εσθονία έχασαν τις δουλειές τους κατά τη διάρκεια της κρίσης, δεν έχει βρει άλλη δουλειά και έχει ελάχιστες πιθανότητες να βρει, τουλάχιστον στις χώρες τους. Πρόκειται για απόβλητα αφημένα στην τύχη τους.
Το ποσοστό ανεργίας 12,5% της Λετονίας δεν αφηγείται την πραγματική ιστορία. Ένα άλλο 7% αρνήθηκαν να καταγραφούν ως άνεργοι. Το 10% του πληθυσμού έχει εγκαταλείψει τη χώρα.
Το ΑΕΠ της Λετονίας είναι σε ανάκαμψη, αλλά η παραγωγή εξακολουθεί να είναι 12% κάτω από τα επίπεδα του 2007. Θα ήταν καλύτερα να αφήσουν να υποτιμηθεί το νόμισμα της Λετονίας και να μοιραστούν οι θυσίες θυσία πιο ομοιόμορφα, όπως το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τους έχει πει κατ 'ιδίαν. Οσοι διαφημίζουν τη Λετονία ως ένα επιτυχημένο παράδειγμα των προγραμμάτων λιτότητας αγνοούν το πραγματικό κόστος.
Ο πρώην διοικητής της ΕΚΤ Αθανάσιος Ορφανίδης - ένας διεθνής εμπειρογνώμονας σχετικά με τον αποπληθωρισμό - έχει αποστασιοποιηθεί από τους πρώην συναδέλφους του στην ΕΚΤ, κατηγορώντας τους ότι κάθονται και βλέπουν τα πράγματα από το παράθυρο, ενώ στην Ευρώπη εξαπλώνεται η κοινωνικο-οικονομική καταστροφή.
"Βρισκόμαστε στο μέσον μιας ύφεσης που την προκαλούν οι εφαρμοζόμενες οικονομικές πολιτικές, και η νομισματική πολιτική μπορεί να κάνει περισσότερα για να την συγκρατήσει, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των τιμών", είπε.
Ο Jacques Cailloux της Nomura, λέει ότι το χρήμα εξακολουθεί να σπανίζει πολύ στην Ευρώπη για μια σειρά από χώρες.Η απόδοση των κρατικών ομολόγων τους έχουν πέσει πολύ, αλλά όχι τόσο που να συμβαδίζει με τη μείωση του ΑΕΠ.
Οι μειώσεις των επιτοκίων και των spreads δεν φτάνουν στην αγορά, οι ιταλικές και οι ισπανικές εταιρείες εξακολουθούν να πληρώνουν τα διπλά για να δανειστούν σε σχέση με τις ανταγωνίστριες γερμανικές. Το χάσμα Βορρά-Νότου γίνεται διαρθρωτικό.
Ο Jacques Cailloux υπολογίζει ότι μια σειρά κράτη θα χρειαστούν δραστικές περικοπές των επιτοκίων αυτό το έτος, σύμφωνα με τον κλασικό "Κανόνα του Τέιλορ (Taylor Rule) ή έλλειψη δυνητικού προϊόντος": 150 μονάδες βάσης για τη Γαλλία, 230 για τις Κάτω Χώρες, 240 για την Ιρλανδία, 330 για την Πορτογαλία, 350 την Ισπανία και 400 την Ιταλία. Οσο για την Ελλάδα, θεωρητικά 1100, "καμία μείωση δεν φαίνεται επαρκής."
Τα επιτόκια δεν μπορούμε να τα μειώσουμε κάτω από το μηδέν. Αυτός είναι ο λόγος που οι αρχές προχωρούν σε "ποσοτική χαλάρωση"(quantitative easing), μία ανορθόδοξη μείωση των επιτοκίων κάτω από το μηδέν. Οι χώρες θύματα της ύφεσης θα πρέπει να μπορούν να δανείζονται για να επιβιώσουν. Αλλά η ΕΚΤ, ωστόσο, στοιχηματίζει ότι ένας νέος γύρος παγκόσμιας ανάπτυξης και "θετικής μετάδοσης" από την άνοδο των χρηματοπιστωτικών αγορών θα βγάλει την Ευρώπη από την κρίση μέχρι το τέλος του έτους.
Η ιστορία θα το κρίνει ως ένα τραγικό λάθος.
Δεν θέλω να ασκήσω σκληρή κριτική στον κ. Draghi. Έπαιξε χωρίς να έχει φύλλο με σπάνια τόλμη, χάρη στην εκπαίδευση του από τους Ιησουίτες. Εξασφαλίζοντας τη συναίνεση των Γερμανών στο σχέδιό του υποστήριξης των ισπανικών και ιταλικών ομολόγων, έχει μέχρι στιγμής καταφέρει να αποφύγει την οικονομική κρίση. Φτάνει αργά και με λάθος τρόπο, αλλά αυτό δεν είναι ευθύνη του.
Αξίζει να θυμηθούμε πώς φτάσαμε ως εδώ, και τι σημαίνει αυτή η διάσωση.
Ακριβώς πριν από ένα χρόνο, οι Γερμανοί ήταν σίγουροι ότι τα είχαν καταφέρει με την κρίση, τόσο που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και οι άλλοι φαίνεται να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να αποβάλουν την Ελλάδα ως παράδειγμα υγείας. Οι Γερμανοί ταρακουνήθηκαν μόνο όταν το ισπανικό τραπεζικό σύστημα κατέρρευσε τον Ιούλιο του 2012 και ορισμένοι ηγέτες του μπλοκ των Λατίνων, τελικά, επαναστάτησαν κάπως και απείλησαν να ασκήσουν την εξουσία που τους έδινε η ψήφος τους στο Συμβούλιο. Αυτό επέτρεψε στο Draghi να δεσμεύσει την ΕΚΤ να αγοράσει τα ομόλογα των χωρών που βρίσκονται σε κρίση και έτσι σταμάτησε την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος της Νότιας Ευρώπης.
Τώρα, πολλοί διεκδικούν το " δώσε Draghi " ως στρατηγική νίκης ενάντια στην κρίση της ΟΝΕ. Τα σκανδιναβικά κράτη πιστωτές αναγκάστηκαν να επιτρέψουν τέτοια δραστικά μέτρα, διότι όλα τα άλλα είχαν αποτύχει. Οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ είναι σε τελευταία ανάλυση μια καλυμμένη δημοσιονομική ένωση, εκτός δημοκρατικού ελέγχου.
Η Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει αμοιβαιοποιήσει το χρέος της ΟΝΕ χωρίς να το λέει ανοικτά στο Γερμανό φορολογούμενο. Αυτό μπορεί να είναι απαραίτητο εάν ο στόχος είναι να σωθεί το ευρώ - αλλά δεν είναι ηθικό - και σίγουρα δεν δείχνει υγεία. Έχει δίκιο ο Jens Weidman της Bundesbank να προειδοποιεί ότι αυτό το παιχνίδι πίσω από τις πλάτες των ψηφοφόρων στο μέλλον θα δημιουργήσει προβλήματα.
Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η φρίκη μπροστά μας αυτή τη στιγμή είναι η κοινωνική κατάρρευση. Η στρατηγική της Ευρώπης είναι να κάμψει την αντίσταση των εργαζομένων και των συνδικάτων στις περικοπές των αποδοχών τους, φέρνοντας την ανεργία στα ύψη. Αυτό είναι στην πραγματικότητα η "εσωτερική υποτίμηση". Πρόκειται για μια ιστορία που βρωμάει. Και η ΕΚΤ βασανίζει κι άλλο τον κόσμο, με μια περιοριστική νομισματική πολιτική.
Πηγη http://www.sofokleous10.gr/portal2/index.php?option=com_content&view=article&id=86559&catid=&Itemid=73